Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἀναστάσιος γεννήθηκε στό χωριό Ἅγιος Βλάσιος Θεσπρωτίας. Διετέλεσε ἐφημέριος σέ ναό κοντά στήν Κωνσταντινούπολη καί διακρινόταν γιά τήν πίστη καί τό θάρρος του. Ὅταν ἀξιώθηκε νά δεῖ τὀ μαρτύριο τοῦ ἱερέως Κωνσταντίνου τοῦ Ρώσσου († 26 Δεκεμβρίου), καταλήφθηκε κυριολεκτικά ἀπό τόν πόθο τοῦ μαρτυρίου.
Ἀφορμή γιά τό μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Ἀναστασίου ἀποτέλεσε ἔνας Κύπριος μοναχός, πού ὀνομαζόταν Σαπρίκιος, καί εἶχε ἀσπασθεῖ τόν Μωαμεθανισμό. Αὐτός, διδάσκοντας τό Κοράνι στό Γενί-Τζαμί, προέτρεψε τόν Ἅγιο νά ἀλλαξοπιστήσει. Ὁ Ἀναστάσιος τόν ἔλεγξε μέ παρρησία καί ὁμολόγησε τήν πίστη του στόν Χριστό. Ἀμέσως οἱ Τοῦρκοι τόν ὁδήγησαν στόν δικαστή καί ἔπειτα στόν μέγα βεζύρη, πού ἀποφάσισε τήν ἐξορία του στήν Χίο. Ὁδηγούμενος ὁ Ἅγιος στο πλοῖο τῆς ἐξορίας, ζήτησε νά δεῖ πάλι τόν μέγα βεζύρη. Οἱ Τοῦρκοι, ἐπειδή νόμισαν ὅτι μετανόησε καί ἤθελε νά ἀσπασθεῖ τόν Μωαμεθανισμό, ἀμέσως ἐκπλήρωσαν τήν ἐπιθυμία του.
Ὁ ἱερεύς Ἀναστάσιος μόλις παρουσιάσθηκε ἐνώπιον τοῦ μεγάλου βεζύρη ἄρχισε νά ἀπολογεῖται γιά τήν πίστη του στόν ἀληθινό Θεό στήν τουρκική γλώσσα καί νά καταφέρεται δριμύτατα κατά τῆς μωαμεθανικῆς θρησκείας. Γι’ αὐτό καί ὑπέμεινε τόν δι’ ἀποκεφαλισμοῦ θάνατο, τό ἔτος 1743.
Εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Ἀναστασίου ὑπάρχει στήν Ἱερά Μονή Ξηροποτάμου τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅπου ἀναφέρεται «ὁ Ἅγιος Ἀναστάσιος ὁ ἐκ Δελβίνου». Ἡ ἀναγραφή αὐτή ὀφείλεται στό ὅτι τήν ἐποχή ἐκείνη ἡ γενέτειρά του ὑπαγόταν ἐκκλησιαστικά στό Δέλβινο τῆς Βορείου Ἠπείρου.