Ὁ Ὅσιος Θεόφιλος ὁ Μυροβλύτης γεννήθηκε στήν Ζίχνη τῆς Μακεδονίας καί ἤκμασε τό πρῶτο ἥμισυ τοῦ 16ου αἰῶνος. Διαπαιδαγωγήθηκε ἀπό τούς εὐσεβέστατους γονεῖς του σύμφωνα μέ τίς εὐαγγελικές ἐπιταγές καί ἀρεσκόταν ἀπό τήν παιδική ἡλικία στήν μελέτη τῶν ἱερῶν γραμμάτων. Ὅταν ἀνδρώθηκε, ἐγκατέλειψε τά ἐγκόσμια, ἔγινε μοναχός καί λίγο ἀργότερα ἔλαβε τό ἀξίωμα τῆς ἱερωσύνης. Συνοδεύοντας τόν Ἐπίσκοπο Ρεντίνης Ἀκάκιο, περιόδευσε στήν Ἀλεξάνδρεια, τό θεοβάδιστο ὄρος τοῦ Σινᾶ, τά Ἱεροσόλυμα, τήν Δαμασκό, καί κατέληξε στήν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ὁ Πατριάρχης Παχώμιος Α’, καταγόμενος ἐκ Ζιχνῶν, ἀφοῦ ἐκτίμησε τίς ἀρετές του, τόν διόρισε νοτάριο καί ἔξαρχο τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας. Μετά ἀπό μακροχρόνια παραμονή στήν Κωνσταντινούπολη, ἀναχώρησε γιά τό Ἅγιον Ὄρος (1510), ἐγκαταστάθηκε ἀρχικά στήν Μονή Βατοπεδίου καί στήν συνέχεια στήν Μονή Ἰβήρων. Ἡ φήμη τῶν ἀρετῶν του καί της ἔνθεης ζωῆς του τόν κατέστησε γνωστό σέ ὅλο τό Ἅγιον Ὄρος καί τήν Μακεδονία, πολλοί δέ ἐπιθυμοῦσαν καί ἐπιδίωκαν νά τόν ἔχουν πνευματικό πατέρα καί διδάσκαλο. Ταπεινόφρων καί ἔνθερμος ζηλωτής τοῦ ἀσκητικοῦ βίου, γιά νά ἀποφύγει τήν ἄνοδό του στόν ἐπισκοπικό θρόνο τῆς Θεσσαλονίκης, γιά τόν ὁποῖο ἐπίμονα ἐζητεῖτο ἀπό τούς Θεσσαλονικεῖς, παραιτήθηκε ἀπό τήν ἱερωσύνη καί ἔγινε μεγαλόσχημος μοναχός. Ἐπιθυμώντας μεγαλύτερη ἡσυχία, ἀναχώρησε στά ὅρια τῆς μονῆς Παντοκράτορος, ὅπου ἀφοῦ βρῆκε τό κελλί τοῦ Ἁγίου Βασιλείου καί ἀνακαίνησε καί τόν ναό του, παρέμεινε ἡσυχάζοντας σέ αὐτό, μέ ἕναν ἀδελφό πού ὀνομαζόταν Ἰσαάκ. Ἐπιδόθηκε μέ ἀπαράμιλλο ζῆλο στούς ἀγῶνες τῆς ἀσκήσεως καί τῆς προσευχῆς, ὥστε ἔγινε μετάρσιος. Ὅταν προαισθάνθηκε τό τέλος του, κάλεσε τόν Ἰσαάκ καί ἀφοῦ πατρικά τόν συμβούλευσε, τόν παρακάλεσε, ὅταν πεθάνει, νά μην κοινολογηθεῖ αὐτό οὔτε νά ἐνταφιασθεῖ, ἀλλά νά μεταφερθεῖ τό σῶμα του σέ παρακείμενο δάσος καί νά ἀφεθεῖ βορά στά θηρία. Μετά τίς παραγγελίες καί νουθεσίες, ἀφοῦ προσευχήθηκε, ξάπλωσε καί κοιμήθηκε μέ εἰρήνη, τό 1558. Ἀργότερα, ὅταν ἀνευρέθησαν τά ἱερά λείψανά του, μετακομίσθηκαν στήν μονή Παντοκράτορος. Ὅταν ἀνακινήθηκε ἔριδα γιά τήν κατοχή τῶν λειψάνων μεταξύ τοῦ Ἰσαάκ (κελλί τοῦ Ἁγίου Βασιλείου) καί τῆς μονῆς Παντοκράτορος, μέ τήν ἐπέμβαση τοῦ Ἐπισκόπου Ἱερισσοῦ καί Ἁγίου Ὄρους Μακαρίου, ἀποδόθηκαν αὐτά ἐκτός ἀπό τό ἕνα χέρι, μέ μεγάλη ἐκκλησιαστική πομπή, ἔκτοτε δέ σέ ἔνδειξη τῆς θεαρέστου πολιτείας του, ἄρχισαν νά ἀναβλύζουν μῦρο εὐωδέστατο.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὡς τοῦ Σωτῆρος γνησιώτατον φίλον, καί τῶν ἐν Ἄθῳ εὐωδέστατον κρίνον, καί νοητόν ἀλάβαστρον ὁσίων ἀρετῶν, ἱεροῖς ἐν ᾄσμασιν, εὐφημοῦμέν σε Πάτερ, εἰς ὀσμήν τῶν μύρων σου, εὐλαβῶς συνδραμόντες, δι’ ὧν εὐφραίνεις πάντοτε ἡμᾶς, τούς σέ τιμῶντας, Θεόφιλε Ὅσιε.Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τοῖς ἀνθρώποις Κύριος, θέλων γνωρίσαι τρισμάκαρ, ὅτι ἦν ὁ βίος σου, πάνυ εὐάρεστος τούτῳ, ἔδειξε, τό λείψανόν σου πηγήν τῶν μύρων, ἅπαντας, εὐωδιάζον τούς προσιόντας· διά τοῦτό σε τιμῶμεν, οἱ σοί ἱκέται, Θεόφιλε Ὅσιε.Μεγαλυνάριον
Πλήρης μυριπνόου πέλων ὀσμῆς, Μυροβλύτα Πάτερ, ὦ Θεόφιλε ἱερέ, λύτρωσαί με πάσης, γηΐνης δυσωδίας, καί ἀκαθάρτων ῥῦσαι, παθῶν με δέομαι.