Ὁ Ὅσιος Σισώηςκαταγόταν ἀπό τήν Αἴγυπτο καί ἤκμασε γύρω στό β’ ἥμιση τοῦ 4ου αἰῶνος μ.Χ. Σέ νεαρή ἡλικία ἐγκατέλειψε τόν κόσμο καί ἀποσύρθηκε στήν Σκήτη τῆς Κάτω Αἰγύπτου, ἀφοῦ τέθηκε κάτω ἀπό τήν πνευματική καθοδήγηση τοῦ ἀναχωρητοῦ Χωρ. Μετά ἀπό κάποια ἔτη, ἐπειδή ἐπεθύμησε ἐρημικότερη ζωή, κατέφυγε στό ὄρος, ὅπου πρίν λίγο χρόνο εἶχε πεθάνει ὁ Μέγας Ἀντώνιος καί προσπαθοῦσε νά μιμηθεῖ τίς ἀρετές του. Ἀκόμη καί ὅταν τελείωσε ἡ Θεία Λειτουργία, ὁ Ὅσιος ἔφευγε γιά τό κελί του σχεδόν τρέχοντας. Ἔτσι συνήθιζε νά ἀποφεύγει τίς συνομιλίες, γιά νά μήν ἀποσπᾶται ὁ νοῦς του ἀπό τήν προσευχή. Σύντομα ἡ φήμη τῆς ἁγιότητός του ἐπέσυρε τόν θαυμασμό τῶν ὑπολοίπων ἀσκητῶν, πολλοί ἀπό τούς ὁποίους ἔσπευδαν νά τεθοῦν ὑπό τήν πνευματική του καθοδήγηση, παρά τίς προσπάθειες πού αὐτός κατέβαλε νά παραμείνει ἀφανής. Μία καί μόνη φορά ὁ Ὁσιος Σισώης ἐγκατέλειψε τό ἐρημητήριό του γιά νά μεταβεῖ σέ συνάντηση μέ τόν Ἀββᾶ Ἀμούν († 4 Ὀκτωβρίου), γρήγορα ὅμως ἐπέστρεψε στήν ἐρημιά του, ὅπου κοιμήθηκε μέ εἰρήνη, τό 429 μ.Χ. Ἐξ αἰτίας τῆς πνευματικῆς του συνέσεως τῆς ταπεινοφροσύνης καί τῶν ἄλλων ἀρετῶν του δικαίως ἀπεκλήθη Μέγας.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλάγιος α’. Τόν συνάναρχον Λόγον.
Ἐκ
παιδός γεωργήσας ζωήν τήν κρείττονα, τῶν κατ’ αὐτῆς ἐνεπλήσθης
θεουργικῶν ἀγαθῶν, τῶν Ἀγγέλων μιμητά Σισώη Ὅσιε· ὅθεν ὡς ἥλιος λαμπρός,
ἀπαυγάζεις τηλαυγῶς, ἐν ὥρᾳ τῆς σῆς ἐξόδου, δηλοποιῶν τήν σὴν δόξαν,
καί καταλάμπων τάς ψυχάς ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐν
ἀσκήσει ἄγγελος ἐν γῇ ὡράσθης, καταυγάζων Ὅσιε, τάς διανοίας τῶν
πιστῶν, θεοσημείαις ἑκάστοτε· ὅθεν σε πάντες, Σισώη γεραίρομεν.
Μεγαλυνάριον.
Νέκρωσιν
Σισώη ζωοποιόν, παθῶν τῇ ἐκδύσει, ἐνδυσάμενος ὁλικῶς, νεκρούς ὡς ἐξ
ὕπνου, τῷ ἱερῷ σου λόγῳ, ἐξήγειρας νεκρώσας, τόν παναλάστορα.