Ὁ Ἅγιος Παλλάδιος γεννήθηκε τό 408 μ.Χ. ἤ κατ’ ἄλλους τό 431 μ.Χ., ἦταν κελτικῆς καταγωγῆς καί ὑπηρετοῦσε ὡς διάκονος στή Ρώμη. Ὁ Ἐπίσκοπος Ρώμης Κελεστῖνος Α’ (422 – 432 μ.Χ.), ἐκτιμώντας τίς ἱκανότητές του, τόν πρόσέλαβε ὡς ἀρχιδιάκονό του. Ὁ αἱρετικός Ἀγρικόλας, ἕνας ἀπό τούς κορυφαίους πελαγιανιστές, λυμαινόταν τότε μέ τά ψυχοφθόρα κηρύγματά του τήν Ἐκκλησίατῶν Βρεττανικῶν Νήσων. Ὁ Ἅγιος Παλλάδιος ἔπεισε τότε τόν Ἐπίσκοπο Κελεστῖνο νά ἀποστείλει ἐκεῖ, τό 429 μ.Χ., τόν Ἅγιο Γερμανό, Ἐπίσκοπο Ὡξέρρης, ὁ ὁποῖος κατόρθωσε νά ἐξοστρακίσει τήν αἵρεση μέ τήν συστηματική καί ἐπίμονη ἱεραποστολική του δραστηριότητα. Το 431 μ.Χ. ὁ Ἐπίσκοπος Ρώμης ἔστειλε τόν Ἅγιο Παλλάδιο στή Σκωτία, ὡς πρῶτο Ἐπίσκοπο αὐτῆς. Ὁ Ἅγιος ἀποβιβάσθηκε στό Λάϊνστερ μέ δώδεκα συνοδούς, πού θα τόν ἐνίσχυαν στό ἱεραποστολικό του ἔργο. Δυστυχῶς ὅμως, δέν μπόρεσε νά μείνει ἐκεῖ γιά πολύ. Στά τέλη τοῦ ἴδιου χρόνου ἀναγκάσθηκε νά ἐγκαταλείψει τό νησί, διωγμένος ἀπό τόν ἡγεμόνα Ντάθι. Πρόλαβε, ὡστόσο, νά βαπτίσει ἀρκετούς γηγενεῖς καί νά ἀνεγείρει μέ τούς συνεργάτες του τρεῖς ξύλινους ναούς. Φεύγοντας, ἄφησε πίσω του τέσσερις ἀπό τούς δώδεκα συνεργάτες του (τόν Αὐγουστῖνο, τόν Βενέδικτο, τόν Σίλβεστρο καί τόν Σολῖνο), τά χειρόγραφά του, καθώς καί τεμάχια ἁγίων Λειψάνων. Ὁ Ἅγιος Παλλάδιος στράφηκε πρός τίς βόρειες ἐπαρχίες τῆς Βρεττανίας, ὅπου ζοῦσαν πολλοί Σκῶτοι (Ἰρλανδοί) μετανάστες καί ἡ ἡμιάγρια φυλή τῶν Πικτῶν. Στήν περιοχή αὐτή, τή γνωστή καί σήμερα ὡς Σκωτία, κήρυξε τήν εὐαγγελική ἀλήθεια ἐπί δεκαεννέα ὁλόκληρα χρόνια. Κοιμήθηκε εἰρηνικά, μεταξύ τῶν ἐτῶν 457 καί 461 μ.Χ. καί ἡ τοπική παράδοση τόν θεωρεῖ ὡς Ἀπόστολο καί πρῶτο Ἐπίσκοπο Σκωτίας.