Ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας γεννήθηκε στή Δαμασκό γύρω στα 660 μ.Χ. ἀπό εὐσεβέστατους γονεῖς, τόν Γεώργιο καί τή Γρηγορία, οἱ ὁποῖοι ἀπό παιδική ἡλικία μέ τή φωτισμένη καί ἄγρυπνη φροντίδα τους καί μέ τίς παραδειγματικές ἀρετές τους, τόν πότισαν μέ τά νάματα τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως. Ἦταν δεκαπέντε χρονῶν, ὅταν μετέβη μέ τούς γονεῖς του στά Ἱεροσόλυμα, προχειρίσθηκε ἀπό τόν Ἐπίσκοπο Θεόδωρο, τοποτηρητή τοῦ θρόνου τῶν Ἱεροσολύμων, ἀναγνώστης καί ἔπειτα ἔγινε μοναχός στή μονή τοῦ Παναγίου Τάφου. Διορίσθηκε γραμματέας καί οἰκονόμος στό ναό τῆς Ἀναστάσεως καί στά Ἱεροσόλυμα παρέμεινε ἐπί σειρά ἐτῶν, ἐξ αἰτίας τοῦ ὁποίου ἀποκλήθηκε «Ἱεροσολυμίτης».
Ὑπό τήν ἐπίβλεψη καί ὁδηγία λογίων μοναχῶν μορφώθηκε καί προέκοψε πολύ, καί διακρινόταν μεταξύ τῶν ἁγιοταφιτῶν πατέρων γιά τή θεολογική κατάρτιση καί τό ζῆλο ὑπέρ τῶν ὀρθῶν δογμάτων. Τό 680 μ.Χ., ἐστάλη μαζί μέ δύο ἄλλους πατέρες στήν Κωνσταντινούπολη, μεταφέροντας εὐχαριστήρια γράμματα τῆς Ἐκκλησίας Ἱεροσολύμων πρός τόν αύτοκράτορα Κωνσταντῖνο τόν Πωγωνᾶτο (668 – 685 μ.Χ.), γιά τή στάση του κατά τήν ΣΤ’ Οἰκουμενική Σύνοδο στήν Κωνσταντινούπολη καί τή στερέωση καί τήν προστασία τῆς Ὀρθοδοξίας. Κατά τήν παραμονή του στήν Κωνσταντινούπολη, μέ τήν πρόσκληση τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Γεωργίου τοῦ Κυπρίου (679 – 686 μ.Χ.), χειροτονήθηκε ἀπό αὐτόν διάκονος καί τοποθετήθηκε, λόγῳ τῶν μεγάλων προσόντων του, διευθυντής τοῦ ὀρφανοτροφείου τοῦ Ἁγίου Παύλου (στήν περιοχή τοῦ Εὐγενίου). Ἐξ αἰτίας τῆς εὐγλωττίας του ἀπέσπασε ἀμέσως τό θαυμασμό τῆς Βασιλεύουσας καί μέ τήν ἐξαίρετη φιλανθρωπική δράση του κατέστη διάσημος. Τό 700 μ.Χ. ἀνῆλθε στόν ἐπισκοπικό θρόνο Γόρτυνος Κρήτης, ὅπου διακρίθηκε ὄχι μόνο ὡς ἐκκλησιαστικός διοικητής ἐμπειρότατος, ἀλλά καί ὡς λαμπρός ρήτορας, δάσκαλος καί δεινός ὑπερασπιστής τοῦ ποιμνίου του κατά τῶν Σαρακηνῶν. Μεγάλη, ἐπίσης, ὑπῆρξε ἡ ἐπιτυχία στή διευθέτηση τῶν μοναστηριακῶν θεμάτων, ἀφοῦ κατόρθωσε νά περιστείλει τίς δυσκολίες στίς μονές καί νά ἐπαναφέρει τήν οἰκονομική εὐταξία, τήν ὁμόνοια καί τήν ἀναθέρμανση τοῦ αἰσθήματος τῆς εὐσέβειας, τῆς προσευχῆς καί τῆς λατρείας. Ἀπό συμπάθεια πρός τόν αὐτοκράτορα Φιλιππικό (711 – 713 μ.Χ.), ἔλαβε μέρος στή Σύνοδο πού συγκλήθηκε ἀπό αὐτόν τό 712 μ.Χ., ὑποστήριξε τό Μονοφυσιτισμό καί ὑπέγραψε τήν καταδίκη τῆς ΣΤ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἀλλά μετά τό θάνατό του ἐπανῆλθε στήν ὀρθή πίστη, ἀναίρεσε τήν ὑπογραφή του καί ὑπερασπίσθηκε τίς ἅγιες εἰκόνες.
Ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας κοιμήθηκε, τό 740 μ.Χ., ἐν πλῷ κατά τήν ἐσπιστροφή του ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη στήν Κρήτη, ἐνταφιάσθηκε δέ στό ναό τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας στήν Ἐρεσσό τῆς Λέσβου.
Ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας ὑπῆρξε δεινός ρήτορας, διακρίθηκε δέ καί ὡς ἐκκλησιαστικός ποιητής, ἀφήνοντας ἀξιόλογο συγγραφικό ἔργο. Ὁ Μέγας Κανών του, πού συντίθεται ἀπό 250 τροπάρια καί ψάλλεται τή Τετάρτη τῆς Ε’ Ἑβδομάδος τῆς Τεσσαρακοστῆς, τόν κατατάσσει μεταξύ τῶν μεγάλων ὑμνογράφων μέ τόν Ἅγιο Ρωμανό τόν Μελωδό. Σέ ὁλόκληρο τό ἔργο του διαφαίνεται ἡ ἔνθερμη αὐτοῦ ἀγάπη πρός τό Σωτήρα Χριστό.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τόν συνάναρχον Λόγον.
Τοῦ
Δαβὶδ τήν κινύραν Πάτερ μιμούμενος, ἐν Ἐκκλησίᾳ Ὁσίων προσᾴδεις ᾆσμα
καινόν, ὡς σοφός ὑφηγητής τοῦ θείου Πνεύματος· σύ γάρ ἐβρόντησας ἡμῖν,
τάς τῆς χάριτος ᾠδάς, καί λόγον δικαιοσύνης, Ἀνδρέα Πατέρων κλέος, πρός
σωτηρίαν τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Σαλπίσας
τρανῶς, τά θεῖα μελῳδήματα, ἐδείχθης φωστήρ, τῷ κόσμῳ τηλαυγέστατος, τῷ
φωτί λαμπόμενος, τῆς Τριάδος Ἀνδρέα Ὅσιε· ὅθεν πάντες βοῶμέν σοι· Μή
παύσῃ πρεσβεύων, ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις
εὐσεβείας θεῖος αὐλός, καί τῆς Ἐκκλησίας, θεορρήμων ὑφηγητής· χαίροις ὁ
ἐν λόγοις, καί ᾄσμασιν ἐνθέοις, Τριάδα μεγαλύνων, Ἀνδρέα πάνσοφε.