Σπούδασε στὴ θεολογικὴ σχολὴ τῆς Χάλκης καὶ χειροτονήθηκε διάκονος στὶς 8 Δεκεμβρίου τοῦ 1885. Στὴ συνέχεια παρακολούθησε μαθήματα στὴ θεολογικὴ ἀκαδημία τοῦ Κιέβου. Μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Πατριάρχη Ἀντιοχείας Σίλβεστρο, διευθυντὴ τῆς ἀκαδημίας καὶ ἕνα μῆνα ἀργότερα ἔλαβε τὸ ὀφίκιο τοῦ ἀρχιμανδρίτου ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Μόσχας Ἰωαννίκιο. Ὡς πρεσβύτερος πλέον ἀνέλαβε καθήκοντα ἐξάρχου τοῦ Πατριαρχείου Ἀντιοχείας στὴ Ρωσία.
Ὁ ἱεραποστολικὸς ζῆλος ὁδήγησε τὰ βήματά του στὴν Ἀμερική. Ἔφθασε στὴ Νέα Ὑόρκη στὶς 2 Νοεμβρίου 1895 καὶ ἀνέλαβε ὡς βοηθὸς τοῦ Ἐπισκόπου Νικολάου. Ἀνέλαβε σημαντικὸ ἱεραποστολικὸ ἔργο καὶ ἀσχολήθηκε μὲ τὴ συγγραφὴ θεολογικῶν βιβλίων καθὼς καὶ μὲ τὴν ἀνέγερση νέων ναῶν.
Τὸ
ἔτος 1903 ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας τὸν ἐξέλεξε Ἐπίσκοπο
Μπρούκλυν καὶ τοῦ ἀνέθεσε τὸ ἱεραποστολικὸ ἔργο στὴ Βόρειο Ἀμερική.
Ὁ Ἅγιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1915.