Ἐκεῖ χειροτονήθηκε, τὸ ἔτος 392 μ.Χ., Πρεσβύτερος ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Ἱεροσολύμων Ἰωάννη Β’ (386 – 417 μ.Χ.). Μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ Ἐπισκόπου Γάζης Αἰνείου, τὸ 395 μ.Χ., ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς Γάζης καὶ χειροτονήθηκε ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο Καισαρείας Ἰωάννη. Ἐκεῖ, ἀφοῦ ἐπιτέλεσε πολλὰ θαύματα, ὁδήγησε καὶ πολλοὺς εἰδωλολάτρες καὶ αἱρετικοὺς στὴν ἀληθινὴ θεογνωσία.
Γιὰ νὰ προστατεύσει ὁ Ἅγιος τὸ ποίμνιό του ἀπὸ τὶς ἀδικίες τῶν Ἐθνικῶν καὶ τῶν ἀρχόντων, δὲν δίστασε νὰ μεταβεῖ στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ νὰ ζητήσει τὴν συνδρομὴ τῶν αὐτοκρατόρων Ἀρκαδίου (395 – 408 μ.Χ.) καὶ Εὐδοξίας. Ἐκεῖ συνάντησε καὶ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο, ὁ ὁποῖος τὸν συνέστησε στὸν Ἀμάντιο τὸν κουβικουλάριο καὶ στοὺς βασιλεῖς καὶ στήριξε μὲ θέρμη τὸ αἴτημά του νὰ καταστήσει γνωστὴ στοὺς βασιλεῖς τὴν τυραννία τῶν πολιτικῶν ἀρχόντων ποὺ καταπίεζαν τὸν λαό. Παρὰ τὶς ἀρχικές του ἀντιδράσεις ὁ βασιλέας ἐπείσθη καὶ χορήγησε στὸν Ἅγιο Πορφύριο βασιλικὸ διάταγμα μὲ τὸ ὁποῖο περιόριζε τὴν δράση τῶν εἰδωλολατρῶν καὶ τῶν λοιπῶν αἱρετικῶν καὶ μὲ βασιλικὴ χορηγία ἀνήγειρε ἐκκλησίες ἐκεῖ ὅπου προηγουμένως βρίσκονταν εἰδωλολατρικοὶ ναοί. Κατάφερε δὲ ὁ Ἅγιος τὰ κατεδαφιστεῖ τὸ Μαρνεῖον, ὁ περίφημος ναὸς τῶν Ἐθνικῶν Γαζαίων, ποὺ εἶχε ἱδρυθεῖ ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Ἀδριανὸ τὸ ἔτος 129 μ.Χ. Στὴν θέση του ἀνοικοδομήθηκε περικαλλὴς ναὸς μὲ χορηγία τῆς αὐτοκράτειρας Εὐδοξίας, ἡ ὁποία ἀπέστειλε γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτὸ στὴν Γάζα τὸν Ἀντιοχέα ἀρχιτέκτονα Ρουφίνο. Ὁ ναὸς αὐτός, ποὺ ὀνομάστηκε Εὐδοξιανός, εἶχε 32 μεγάλους κίονες ἀπὸ καρυστινὸ μάρμαρο καὶ τὰ ἐγκαίνιά του ἔγιναν τὸ Πάσχα τοῦ 407 μ.Χ.
Κατὰ
τὰ μετέπειτα ἔτη ὁ Ἅγιος Πορφύριος ἐργάστηκε γιὰ τὴν συγκρότηση τῆς
Ἐπισκοπῆς του. Μὲ ζωηρὰ χρώματα διασώζει ὁ βιογράφος του Μᾶρκος, τὴν
φιλανθρωπικὴ καὶ ἱεραποστολική του δράση. Τὸ ἔτος 415 μ.Χ. ἔλαβε μέρος
στὴ Σύνοδο τῆς Διοσπόλεως, ὑπὸ τὴν προεδρία τοῦ Πατριάρχου Ἱεροσολύμων
Ἰωάννου Β’. Ἡ Σύνοδος αὐτὴ ἀσχολήθηκε μὲ τὸν θεολόγο Πελάγιο, ὁ ὁποῖος
εἶχε καταφύγει στὰ Ἱεροσόλυμα κοντὰ στὸν Ἰωάννη, μετὰ τὴν σύγκρουση ποὺ
εἶχε στὴν Ἀφρικὴ μὲ τὸν ἱερὸ Αὐγουστίνο, Ἐπίσκοπο Ἱππῶνος (†
15 Ἰουνίου) γιὰ τὰ θέματα τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος καὶ τῆς θείας
χάριτος. Στὴ Σύνοδο αὐτὴ ὁ Πελάγιος ἀθωώθηκε, ἀφοῦ ἀποδέχθηκε τὴ βασικὴ
διδασκαλία, ὅτι ἡ θεία Χάρη εἶναι ἀπαραίτητη γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ
ἀνθρώπου.
Ὁ Ἅγιος ἀναπαύθηκε τὸ ἔτος 420 μ.Χ. μετὰ ἀπὸ σύντομη ἀσθένεια, σὲ ἡλικία 72 ἐτῶν, «τὸν καλὸν ἀγῶνα τετελεκῶς πρὸς τοὺς εἰδωλομανεῖς ἕως τῆς ἡμέρας τῆς κοιμήσεως αὐτοῦ».
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Πορφυραυγέσιν
ἀρετῶν λαμπηδόσι, καταλαμπρύνας σεαυτὸν Ἱεράρχα, καθάπερ φῶς ἐξέλαμψας
Πορφύριε σοφέ· λόγοις γὰρ καὶ θαύμασιν, ἀληθῶς διαπρέψας πᾶσιν
ἐβεβαίωσας, εὐσέβειας τὴν χάριν· καὶ νῦν Χριστῷ ἀΰλως λειτουργῶν, ὑπὲρ
τοῦ κόσμου, μὴ παύσῃ δεόμενος.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου.
Ἱερωτάτοις
σου τρόποις κοσμούμενος, ἱερωσύνης στολῇ κατηγλάϊσαι, παμμάκαρ θεόφρον
Πορφύριε, καὶ ἰαμάτων ἐμπρέπεις δυνάμεσι, πρεσβεύων ἀπαύστως ὑπὲρ πάντων
ἡμῶν.
Μεγαλυνάριον.
Τῆς
Θεσσαλονίκης σεπτὸς βλαστός, καὶ Γαζαίων θεῖος, Ποιμενάρχης καὶ ὁδηγός,
καὶ τῆς Ἐκκλησίας, νυμφαγωγὸς ἐδείχθης, Πορφύριε τρισμάκαρ, σώζων τοὺς
δούλους σου.