Ὅμως ὁ διάβολος ἔστησε μία ὀλέθρια παγίδα στὸν Ὅσιο. Ὅταν πιὰ ὅλα τὰ πλούτη του εἶχαν χρησιμοποιηθεῖ γιὰ τὴν Ἐκκλησία τῆς Παναγίας, ὁ μακάριος Ἔρασμος σκέφθηκε ὅτι μάταια τὰ ξόδεψε γι’ αὐτὸ τὸν σκοπὸ καὶ ὅτι ἔπρεπε νὰ τὰ μοιράσει στοὺς πτωχούς. Ὁ Ὅσιος δὲν κατάλαβε πὼς οἱ λογισμοὶ αὐτοὶ ἦταν πειρασμικοί. Ἔπεσε σὲ ἀθυμία καὶ ἀπόγνωση. Οὔτε οἱ προσπάθειες τοῦ ἡγουμένου, οὔτε ἡ συμπαράσταση καὶ οἱ συμβουλὲς τῶν ἀδελφῶν στάθηκαν ἱκανὲς νὰ τὸν βοηθήσουν καὶ νὰ τὸν παρηγορήσουν. Ἄρχισε νὰ ζεῖ ἀπρόσεκτα γιὰ μοναχό. Σπαταλοῦσε τὸν χρόνο τοῦ μοναχικοῦ βίου του ἄσκοπα, χωρὶς πνευματικὸ ἀγῶνα, χωρὶς προσευχή, χωρὶς ὑπακοή, βυθισμένος στὴν ψυχόλεθρη ἀκηδία καὶ τὴν ἀμέλεια.
Ὅταν
εἶδαν οἱ πατέρες ὅτι τὰ λόγια τους ὄχι μόνο δὲν τὸν ὠφελοῦσαν, ἀλλὰ τὸν
ἐρέθιζαν κιόλας, σταμάτησαν πιὰ νὰ τοῦ μιλοῦν καὶ ἄρχισαν νά
προσεύχονται. Ὁ φιλάνθρωπος Κύριος δὲν ἄφησε νὰ πᾶνε χαμένοι οἱ
προηγούμενοι κόποι καὶ οἱ ἀρετὲς τοῦ δούλου Του. Παρεχώρησε, λοιπόν, νὰ
ἀσθενήσει. Ὁ Ὅσιος ἔφθασε στὰ πρόθυρα τοῦ θανάτου. Γιὰ ἑπτὰ ἡμέρες ἦταν
ἀναίσθητος, μὴν μπορώντας νὰ πάρει τροφὴ ἢ νὰ ἐπικοινωνήσει μὲ κανένα.
Τὴν ὄγδοη ἡμέρα ὁ ἡγούμενος κάλεσε ὅλη τὴν ἀδελφότητα γύρω στὴν κλίνη
του. Ἐκείνη τὴν στιγμὴ ὅμως, ὁ ἑτοιμοθάνατος Ἔρασμος, συνῆλθε,
ἀνασηκώθηκε, κάθισε στὸ κρεβάτι καὶ εἶπε πρὸς τοὺς πατέρες: «Ἀδελφοί,
εἶμαι ἁμαρτωλὸς καὶ ἔζησα ράθυμα. Ὁ θάνατος μὲ βρῆκε ἀμετανόητο. Ἐνῷ
ὅμως ὁ διάβολος μὲ χαρὰ περίμενε τὸ τέλος μου, παρουσιάσθηκαν οἱ Ὅσιοι
Πατέρες μας Ἀντώνιος καὶ Θεοδόσιος καὶ μοῦ εἶπαν ὅτι προσευχήθηκαν γιὰ
μένα στὸν Κύριο. Καὶ Ἐκεῖνος, σὰν πολυεύσπλαχνος, μοῦ χάρισε καιρὸ
μετανοίας. Μετὰ εἶδα καὶ τὴν Κυρία Θεοτόκο, ἡ ὁποία μοῦ εἶπε ὅτι, ἐπειδὴ
στόλισα τὴν Ἐκκλησία της καὶ τὴν πλούτισα μὲ ὡραῖες εἰκόνες καὶ
πολύτιμα σκεύη, μεσολάβησε γιὰ μένα στὸν Υἱό της καὶ σὲ τρεῖς ἡμέρες θὰ
μὲ πάρει κοντά της, ἐπειδὴ ἀγάπησα τὴν εὐπρέπεια τοῦ οἴκου αὐτῆς».
Ἔτσι, μετὰ τρεῖς ἡμέρες ὁ Ὅσιος Ἔρασμος, τὸ ἔτος 1160, κοιμήθηκε εἰρηνικά.