Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ἦταν ἑλληνικῆς καταγωγῆς καὶ ἐξελέγη πρῶτος Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Ροστὼβ τῆς Ρωσίας μεταξὺ τῶν ἐτῶν 990 – 992 μ.Χ. Ἐκεῖ ἔκτισε τὴν πρώτη ἐκκλησία καὶ ἐκήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο, ἀλλὰ οἱ εἰδωλολάτρες ἐστράφησαν ἐναντίον του καὶ τὸν ἀνάγκασαν νὰ ἀπομακρυνθεῖ. Ἔτσι ἐγκαταστάθηκε στὴν πόλη τῆς Σουζδαλίας. Τὸ 1010, ὁ πρίγκιπας Βλαδίμηρος ἀπέστειλε τὸν υἱό του Βόριδα (πρῶτο Ἅγιο τῶν Ρώσων, μαζὶ μὲ τὸν ἀδελφό του Γκλέμπ, † 24 Ἰουλίου) νὰ κυβερνήσει τὸ Ροστώβ. Μὲ τὴν ἀφορμὴ αὐτὴ ὁ Ἐπίσκοπος Θεόδωρος ἐπανῆλθε στὸ Ροστὼβ μαζὶ μὲ τὸν Βόριδα καὶ ἀπὸ κοινοῦ ἀνέλαβαν τὸ ἔργο τοῦ εὐαγγελισμοῦ τοῦ λαοῦ. Τὸ 1015, ὁ Βλαδίμηρος ἀσθένησε βαριὰ καὶ ἐκάλεσε στὸ Κίεβο τὸν Βόριδα, τὸν ὁποῖο ἐφόνευσε ὁ ἀδελφός του Σβιατοπόλκ, ὅπως λίγο νωρίτερα καὶ τὸν Γκλέμπ. Ὅταν τὸ ἔμαθαν αὐτὸ οἱ εἰδωλολάτρες ξαναπῆραν τὴ διοίκηση τοῦ Ροστὼβ στὰ χέρια τους καὶ ὁ Θεόδωρος ἀναγκάσθηκε ἐκ νέου νὰ ἀποσυρθεῖ στὴ Σουζδαλία. Ἀφοῦ ἐποίμανε τὸ ποίμνιό του θεοφιλῶς, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 1023, καὶ τὰ ἱερὰ λείψανα αὐτοῦ εὑρίσκονται κατατεθειμένα στὸν καθεδρικὸ ναὸ τοῦ Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου τῆς Σουζδαλίας.