Στν Ιερό Ενοριακό Ναό Παμμεγίστων
Ταξιαρχών Ορεστιάδος ιερούργησε την Κυριακή των Θεοφόρων Πατέρων της Α΄
Οικουμενικής Συνόδου, 31 του μηνός Μαΐου ε.ε. ο Σεβασμιώτατος
Μητροπολίτης Διδυμοτείχου, Ορεστιάδος και Σουφλίου κ. Δαμασκηνός, ο
οποίος με αφορμή το ευαγγελικό χωρίον «Αὕτη δέ ἐστίν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσί σε τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ὃν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν» (Ιω. 17,3) επεσήμανε βασικές αλήθειες περί των οποίων εδογμάτισαν οι Θεοφόροι Πατέρες, με την καθοδήγηση του Αγίου Πνευμάτος·
«Πρῶτον περί τῆς αἰωνίου ζωῆς τήν
ὁποία ἐπαγγέλλεται ὁ Χριστός. Δυστυχῶς πολλοί νομίζουν ὅτι ἡ αἰώνιος
ζωή εἶναι κάτι τό ἀφηρημένο καί ἀόριστο, ἀπροσδιόριστο καί ἀνέφικτο,
κάτι πού ξεπερνᾶ τά δεδομένα τῆς παρούσης ζωῆς. Ἀντίθετα ὁ Κύριος ἐδῶ
μᾶς διαβεβαιώνει ὅτι ἡ αἰώνιος ζωή εἶναι μία τομή στήν ἱστορία τῆς παρούσης ζωῆς.
Εἶναι μία πραγματικότης, τήν ὁποία ζοῦν καί ἀπολαμβάνουν οἱ πιστοί ὄχι
μόνον μετά θάνατον ἀλλά, ὑπό προϋποθέσεις βεβαίως, καί ἐδῶ, εὑρισκόμενοι
στή ζωή. Ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ στή ζωή τῶν πιστῶν ἀνατρέπει ὅλα τά
δεδομένα τοῦ κόσμου τούτου καί τούς δίδει τήν δυνατότητα νά ζήσουν
στιγμές καί ὧρες τῆς αἰωνιότητας καί τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν σ’αὐτό
τόν κόσμο. Αὐτή εἶναι ἄλλωστε καί ἡ ἐμπειρία τῶν Θεοφόρων Πατέρων καί
τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας.
»Δεύτερον ἡ περί τοῦ Θεοῦ μαρτυρία
τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Κύριος ἐδόξασε τὸν Πατέρα στὴ γῆ μὲ ὁλόκληρη
ἀσφαλῶς τὴ ζωή Του, κατ’ ἐξοχήν ὅμως μὲ τὴ φανέρωση τῆς ἀλήθειας
περὶ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ ἄλλωστε ἦλθε στὸν κόσμο, ὅπως διεκήρυξε ὁ
Ἴδιος, «ἵνα μαρτυρήσῃ τῇ ἀληθείᾳ», γιὰ νὰ
ἀποκαλύψει καὶ κηρύξει, δηλαδή, τὴν ἀλήθεια περὶ τοῦ Θεοῦ.
Ἀποκάλυψε ὁ Κύριος ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι Τριαδικός, Πατήρ, Υἱὸς καὶ
Πνεῦμα τὸ Ἅγιο· ὅτι δηλαδή εἶναι κοινωνία προσώπων, κοινωνία ἀγάπης καὶ
ὅτι Αὐτὸς ὁ ἐν Τριάδι Θεός ἐξικνούμενος ἀπό ἀγάπη γιά τὸν ἁμαρτωλὸ
ἀπεργάζεται τὴ σωτηρία του παρεκτραπέντος ἀνθρώπου· καὶ ὅτι γι’ αὐτὴ
τὴ σωτηρία τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, ὁ Υἱὸς καὶ
Λόγος τοῦ Θεοῦ, ἔγινε ἄνθρωπος· γιὰ νὰ προσφέρει τὸν Ἑαυτό Του
θυσία «ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς καὶ σωτηρίας», γιὰ νὰ ζήσει καὶ νὰ
σωθεῖ ὁ κόσμος.
»Τρίτον· ἡ Διδασκαλία τῶν Θεοφόρων Πατέρων εἶναι θεόπνευστη.
Κατὰ τὸ τέλειο παράδειγμα τοῦ Κυρίου, καὶ οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς
Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου δόξασαν τὸν Θεὸ μὲ τὴ θεόπνευστη
διδασκαλία τους. Δὲν συνήχθησαν ἐν Συνόδῳ γιὰ τὴ δική τους δόξα.
Ἀντίθετα ἡ ἀγωνία τους ἦταν νὰ μείνει ἀπαραχάρακτη ἡ ἐν Χριστῷ
ἀποκαλυφθεῖσα ἀλήθεια, νὰ φυλαχθεῖ ἀκεραία καί ἀνόθευτη, ἔτσι
ἀκριβῶς ὅπως τὴν κήρυξε ὁ Κύριος καὶ τὴν μετέδωσαν οἱ ἅγιοι
Ἀπόστολοι. Γνώριζαν ὅτι ὁποιαδήποτε ἔκπτωση τῆς ἀλήθειας περὶ
Θεοῦ θά σήμαινε ἔκπτωση τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ. Αὐτοὶ οἱ ἅγιοι Πατέρες
ἦταν ἡ γενιὰ ποὺ εἶχε βγεῖ ἀπὸ τὶς Κατακόμβες καί τούς διωγμούς
μόλις πρὶν ἀπὸ λίγα χρόνια καὶ ἔφεραν τὰ στίγματα τοῦ Κυρίου στὸ
σῶμα τους. Εἶχαν δοξάσει τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ μὲ τὴ σταθερὴ
ὁμολογία τους· καὶ τώρα στὴ Σύνοδο δόξασαν τὸν Θεὸ
διατυπώνοντας, μὲ τὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὴν
ἀλήθεια ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι Θεὸς ἀληθινός, ὁμοούσιος μὲ τὸν
Πατέρα.
»Τέταρτον· ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ θεματοφύλαξ τῆς Ἀληθείας.
Μόνο μέσα στήν Ἐκκλησία σώζεται ἡ Ἀλήθεια. Ἡ Ἐκκλησία γιά τήν ὁποία
γίνεται λόγος στό Σύμβολο τῆς Πίστεως εἶναι τό θεανθρώπινο Σῶμα τοῦ
Χριστοῦ. Αὐτή δέ ἡ Ἐκκλησία συνδέεται στενώτατα μέ τήν Ὀρθοδοξία καί τήν
Θεία Εὐχαριστία. Στήν Ἐκκλησία ἀνήκουν ὅλοι ἐκεῖνοι πού ἔχουν ἀληθινή
πίστη (Ὀρθοδοξία) καί ἀληθινή Εὐχαριστία. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι «μία» καί
«καθολική» γιατί Ἕνας εἶναι ὁ Διδάσκαλος καί γιατί κατέχει ὁλόκληρη τήν
ἀλήθεια γιά τόν Θεό, τόν ἄνθρωπο καί τή σωτηρία καί γιατί ἡ ζωή της
εἶναι κοινή γιά ὅλα τά μέλη, γιατί Αὐτός ὁ Χριστός ἀείποτε «ἐκκλησιάζει»
τόν λαό τῶν ἁγίων Του καί «ἁγιάζει καί ἱερουργεῖ καί μεταλαμβάνει καί
ποιμαίνει».
»Πέμπτον· Ἡ Ἐκκλησία «σημαίνεται ἐν τοῖς μυστηρίοις».
Διά τῶν μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας ὁ Χριστιανός ἀποδεικνύει ὅτι εἶναι
μέλος τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ δι’ αὐτῶν ἑνώνεται μέ τό Θεανθρώπινο
Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί γεύεται τῶν δωρεῶντῆς θείας Χάριτος. Τό Βάπτισμα
εἰσάγει τόν ἄνθρωπο στήν Ἐκκλησία καί ἔχει σκοπό νά τόν ὁδηγήση στήν
κοινωνία τοῦ Σώματος καί του Αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Ἑπομένως ἡ Θεία
Εὐχαριστία εἶναι τό κέντρο ὅλων των μυστηρίων καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς καί
πνευματικῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου. Χωρίς Θεία Κοινωνία δέν μπορεῖ νά ζήση ὁ
πιστός».
Και έκλεισε λέγων· «Ἀγαπητοί μου, ἄς μάθουμε στήν χριστιανική ζωή μας νά πιστεύουμε
χωρίς συμβιβασμούς καί ἐκπτώσεις στήν ἀποκεκαλυμμένη Ἀλήθεια, πού
δίδαξε ὁ Χριστός καί μετέδωσαν εἰς ἡμᾶς οἱ ἀπόστολοι καί οἱ Θεοφόροι
Πατέρες· νά ὁμολογοῦμε καθημερινά τήν πίστη μας μέ τά ἔργα μας, γιατί ὁ Χριστός δέν εἶναι θεωρία ἀλλά ἐμπειρία καί νά προσδοκοῦμε
ἀνάστασιν νεκρῶν καί ζωήν τήν αἰώνιον, γεγονός πού προσφέρει στόν πιστό
τήν δυνατότητα νά ἀντιμετωπίζει τίς δυσκολίες τῆς παρούσας ζωῆς μέ
ἐλπίδα καί προοπτική».
Προ του πέρατος της Θείας Λειτουργίας ο
Σεβασμιώτατος συνεχάρη τον Προϊστάμενο του Ιερού Ναού Αρχιμ. Θεόφιλο
Βασιλάκο, για την εργατικότητα και την αφοσίωση του, και το περί αυτόν
Εκκλησιαστικό Συμβούλιο, για την φιλότιμη και αξιέπαινη προσπάθειά τους
για την αναβάθμιση της ενορίας. Τέλος, ο Σεβασμιώτατος συνεχάρη τον
Πρωτοψάλτη του Ναού Μαργαρίτη Αστεριάδη, διότι κοντά του μαθητεύουν
πολλοί νέοι στην βυζαντινή μουσική.