Ἡ
Ἁγία Μάρτυς Ἀγάθη καταγόταν ἀπὸ τὴν Κατάνη τῆς Σικελίας. Τὸ λατινικὸ
Μαρτύριον, ποὺ εἶναι ἀρχαιότερο, ὅπως καὶ τὸ Ἐγκώμιον, ποὺ συνέταξε ὁ
Πατριάρχης Μεθόδιος, δὲν ἀναφέρουν τὴν ἰδιαίτερη πατρίδα της.
Ἀντίθετα ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Μεταφραστὴς σημειώνει ὅτι τόπος καταγωγῆς τῆς Ἁγίας ἦταν τὸ Παλέρμο.
Τὴν πληροφορία αὐτὴ υἱοθέτησαν ἀβασάνιστα καὶ οἱ ὑπόλοιποι
Συναξαριστές, ἐπώνυμοι καὶ ἀνώνυμοι. Τὴν καταγωγὴ τῆς Ἁγίας Ἀγάθης ἀπὸ
τὴν πόλη τῆς Κατάνης ἐνισχύει καὶ ὁ Ἅγιος Πέτρος, Ἐπίσκοπος Ἄργους, στὸ
Ἐγκώμιον ποὺ ἔγραψε γιὰ τὸν σικελικῆς καταγωγῆς, ἀπὸ τὴν πόλη τῆς
Κατάνης, Ἐπίσκοπο Μεθώνης Ἀθανάσιο. Ὁ Ἅγιος Πέτρος ἀναφέρει μάλιστα ὅτι
στὴν πόλη αὐτὴ ἡ Ἁγία γεννήθηκε, ἀνατράφηκε καὶ μαρτύρησε.Ἀντίθετα ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Μεταφραστὴς σημειώνει ὅτι τόπος καταγωγῆς τῆς Ἁγίας ἦταν τὸ Παλέρμο.
Ἡ
Ἁγία Ἀγάθη προερχόταν ἀπὸ εὐγενικὴ καὶ εὔπορη οἰκογένεια. Οἱ γονεῖς της
ἦταν εἰδωλολάτρες καὶ πρέπει νὰ τοὺς ἔχασε σὲ μικρὴ ἡλικία. Ὅμως ἡ Ἁγία
ἀπὸ παιδὶ ἔβαλε στὴν καρδιά της τὸν Χριστὸ καὶ ἀφιερώθηκε στὴν
Ἐκκλησία.
Ἡ
Ἁγία Ἀγάθη μαρτύρησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Δεκίου (249 –
251 μ.Χ.). Τὸ μαρτύριο τῆς Ἁγίας ἄρχισε ὅταν ὁμολόγησε τὴν πίστη της
στὸν Χριστό. Πρῶτα ἀσκήθηκε σὲ αὐτὴν ἕνας ψυχικὸς βιασμός, ποὺ εἶχε
διάρκεια τριάντα ἡμέρες, χωρὶς ὅμως νὰ τὴν κάμψει. Βλέποντας ὁ ἔπαρχος
τῆς Σικελίας Κυντιανός, ἄνθρωπος μὲ ἄγρια ἔνστικτα, τὴν σταθερότητα τῆς
Ἁγίας, προσπάθησε νὰ μεταστρέψει τὸ φρόνημά της ὥστε νὰ θυσιάσει στοὺς
θεούς. Ὕστερα τὴν παρέδωσε σὲ κάποια ἄπιστη γυναῖκα, ποὺ τὴν ὀνόμαζαν
Ἀφροδισία καὶ τὶς θυγατέρες της, γιὰ νὰ τὴν πείσουν νὰ ἀρνηθεῖ τὴν πίστη
της στὸν Κύριο.
Ὅταν
ἄκουσε ὁ Κυντιανὸς ἀπὸ τὴν Ἀφροδισία ὅτι ἡ Ἁγία Ἀγάθη παρέμενε ἄκαμπτη,
πλημμύρισε ἀπὸ ὀργή. Διέταξε νὰ τὴν ὁδηγήσουν μπροστά του καὶ ἄρχισε
πάλι τὶς ἀπειλές. Στὸν διάλογο ποὺ ἀκολούθησε, ἡ Ἁγία ὑποστήριξε μὲ
πνευματικὴ ἀνδρεία καὶ παρὰ τὸ νεαρὸ τῆς ἡλικίας της, ὅτι εἶναι δούλη
Χριστοῦ. Κατηγόρησε εὐθέως τὸν ἔπαρχο ὅτι πιστεύει σὲ ξόανα καί,
μάλιστα, ἀναρωτήθηκε, πῶς ἕνας τόσο ἔξυπνος ἄνθρωπος παρουσιάζεται μὲ
τὴν πίστη του τόσο ἀνόητος. Ὁ ἔπαρχος, μόλις ἄκουσε αὐτό, ράπισε τὴν
Ἁγία καὶ διέταξε νὰ τὴν κρεμάσουν καὶ νὰ τὴν λογχίσουν. Παρὰ τοὺς
φρικτοὺς πόνους, ἡ Ἁγία Ἀγάθη ἐξακολουθοῦσε νὰ ὁμολογεῖ τὴν πίστη της
στὸν Χριστὸ καὶ νὰ δηλώνει ὅτι τὰ βασανιστήρια τῆς προξενοῦν χαρά, γιατί
εἶναι πρόσκαιρα. Ὁ Κυντιανός, ἔξαλλος ἀπὸ ὀργή, διέταξε νὰ τὸν
ἀποκόψουν τὸν μαστό. Ὕστερα ἀπὸ τὴν φρικώδη αὐτὴ πράξη τὴν ὁδήγησαν στὴ
φυλακή.
Μόλις
πλησίασαν τὰ μεσάνυκτα, ἐπισκέφθηκαν τὴν Ἁγία ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, μὲ
μορφὴ γέροντα καὶ ἕνας Ἄγγελος, μὲ μορφὴ παιδιοῦ, ποὺ κρατοῦσε λαμπάδα.
Ἄπλετο φῶς πλημμύρισε τὸ ὑγρὸ καὶ σκοτεινὸ κελὶ τῆς Ἁγίας. Ὁ Ἀπόστολος
γιάτρεψε τὶς πληγές της καὶ ἀποκατέστησε τὸν κομμένο μαστό. Ἡ πόρτα τῆς
φυλακῆς ἄνοιξε καὶ οἱ λοιποὶ κρατούμενοι ὠθοῦσαν τὴν Ἁγία νὰ ἀποδράσει.
Αὐτή, ὅμως, σκεπτόμενη ἀπὸ τὴ μία ὅτι θὰ τιμωρηθοῦν οἱ δεσμοφύλακες ἂν
δραπετεύσει καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ὅτι ἔπρεπε νὰ ὑπομείνει τὸ μαρτύριο, δὲν
ἔφυγε ἀπὸ τὸ δεσμωτήριο.
Τὴν
τέταρτη ἡμέρα, ὁ Κυντιανὸς τὴν προσάγει στὸ δικαστήριο. Ἐκεῖ τῆς
ἐπαναλαμβάνει ὅτι ἂν δὲν ὑπακούσει στὸ αὐτοκρατορικὸ διάταγμα καὶ δὲν
θυσιάσει στοὺς θεούς, θὰ θανατωθεῖ. Καμιὰ ὅμως ἀπειλὴ δὲν ἔκαμψε τὴν
Ἁγία. Ὁμολόγησε καὶ πάλι τὴν πίστη της στὸν Χριστὸ καὶ ἐπέδειξε τὶς
θεραπευμένες πληγές της. Ὁ ἀπάνθρωπος τότε ἔπαρχος διέταξε νὰ ρίξουν
γυμνὴ τὴν Ἁγία πάνω σὲ αἰχμηρὰ κεραμίδια, ποὺ πάνω τους ἔκαιγαν
κάρβουνα. Ξαφνικά, μεγάλος σεισμὸς ἔγινε στὴν πόλη τῆς Κατάνης καὶ
προξένησε πολλὲς ζημιές. Ἀνάμεσα στὰ θύματα ἦταν ὁ σύμβουλος τοῦ ἔπαρχου
Σιλουανὸς καὶ ὁ φίλος του Φαλκόνιος. Μπροστὰ σὲ αὐτὴν τὴν κατάσταση ὁ
Κυντιανὸς διέταξε νὰ μεταφέρουν τὴν Ἁγία στὴ φυλακή. Μέσα στὸ δεσμωτήριο
ἡ Ἁγία προσευχήθηκε στὸν Κύριο καὶ Τὸν εὐχαρίστησε γιὰ τὴ δύναμη ποὺ
τῆς χάρισε. Καὶ μόλις τελείωσε τὴν προσευχή της, παρέδωσε τὸ πνεῦμα της.
Ἦταν τὸ ἔτος 251 μ.Χ
Ὁ λαὸς τῆς Κατάνης, ἔντονα θορυβημένος ἀπὸ τὸ γεγονός, διαμαρτυρήθηκε στὸν
ἔπαρχο. Στὴ συνέχεια, μετέφεραν τὸ τίμιο λείψανό της σὲ ἀσφαλὲς μέρος.
Τότε παρουσιάσθηκε ἕνας λευκοντυμένος νεαρός, ἄγνωστος στοὺς αὐτόχθονες,
ὁ ὁποῖος κατευθύνθηκε πρὸς τὸν τάφο τῆς Ἁγίας Ἀγάθης καὶ πάνω σὲ
μαρμάρινη πλάκα ἔγραψε τὰ ἑξῆς: «Νοῦς ὅσιος, αὐτοπροαίρετος τιμὴ ἐκ Θεοῦ, καὶ πατρίδος λύτρωσις». Οἱ παριστάμενοι εἶπαν ὅτι ὁ νεαρὸς ἐκεῖνος ἦταν ὁ Ἄγγελος τῆς Ἁγίας.
Ὁ
λαὸς τῆς Κατάνης τιμοῦσε καὶ σεβόταν τὴν Ἁγία. Ὡς ἀνταπόκριση στὴν τιμὴ
αὐτή, ἡ Ἁγία Ἀγάθη ἔσωσε τὴν πόλη της ἀπὸ τὴ φοβερὴ ἔκρηξη τοῦ
ἡφαιστείου τῆς Αἴτνας. Οἱ κάτοικοι τῆς Κατάνης ἔτρεξαν στὸν τάφο της καὶ
ἀφοῦ πῆραν τὴ λάρνακα μὲ τὸ ἅγιο λείψανό της, τὴν ἔστρεψαν πρὸς τὴν
λάβα, ποὺ ζύγωνε τὴν πόλη καὶ ἔτσι ἀποσοβήθηκε ἡ συμφορά. Τὸ γεγονὸς
αὐτὸ συνέβη στὶς 5 Φεβρουαρίου τοῦ ἔτους 252 μ.Χ., ἀκριβῶς ἕνα χρόνο
μετὰ τὸ μαρτύριο τῆς Ἁγίας.
Ἡ Σύναξη τῆς Ἁγίας Μάρτυρος Ἀγάθης ἐτελεῖτο στὸ
Μαρτύριό της, τὸ ὁποῖο βρισκόταν στὸ ἕβδομο τοῦ Βυζαντίου. Τὰ ἱερὰ
λείψανά της μεταφέρθηκαν στὴν Κωνσταντινούπολη κατὰ τὴν περίοδο τῶν
αὐτοκρατόρων Βασιλείου Β’ (976 – 1025 μ.Χ.) καὶ Κωνσταντίνου Η’ (1025 –
1028 μ.Χ.).
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Ρόδον
εὔοσμον, τῆς παρθενίας, νύμφη ἄφθορος, τοῦ Ζωοδότου, ἀναδέδειξαι Ἀγάθη
πανεύφημε· τῶν ἀγαθῶν τὴν πηγὴν γὰρ ποθήσασα, μαρτυρικῶς ἐν τῷ κόσμῳ
διέπρεψας. Μάρτυς ἔνδοξε, λιταῖς σου θείαις ἀγάθυνον, τοὺς πόθῳ
μεγαλύνοντας τοὺς ἄθλους σου.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Στολιζέσθω
σήμερον ἡ Ἐκκλησία, πορφυρίδα ἔνδοξον, καταβαφεῖσαν ἐξ ἁγνῶν, λύθρων
Ἀγάθης τῆς Μάρτυρος· χαῖρε, βοῶσα, Κατάνης τὸ καύχημα.
Μεγαλυνάριον.
Εἰς
ὀσμὴν τῶν μύρων σου τῶν τερπνῶν, ἔδραμον Σωτήρ μου, ἀνεβόας τῷ Ἰησοῦ,
νομίμως ἀθλοῦσα, Ἀγάθη Ἀθληφόρε· διὸ τοῦ σοῦ Νυμφίου, τρυφᾷς τοῖς
κάλλεσι.