Ὁ
Ἅγιος Ἀβράμιος ἦταν Ἐπίσκοπος τῆς Περσικῆς πόλεως Ἀρβὴλ ἐπὶ βασιλέως
Σαβωρίου. Κατὰ τὸ πέμπτο ἔτος τοῦ διωγμοῦ κατὰ τῶν Χριστιανῶν, ὁ ὁποῖος
ἔγινε στὴν Περσία, ὁ Ἅγιος συνελήφθη ἀπὸ τὸν ἀρχιμάγο τοῦ βασιλέως ποὺ
ὀνομαζόταν Ἀδελφωρᾶς.
Ὁ εἰδωλολάτρης ἀρχιμάγος τὸν ἐπίεζε, μὲ ἀπειλὲς
καὶ ὑποσχέσεις νὰ ἀρνηθεῖ τὴν πίστη του στὸν Χριστὸ καὶ νὰ θυσιάσει στὰ
εἴδωλα. Τότε ὁ Ἅγιος εἶπε πρὸς αὐτόν: «Ἄθλιε καὶ ταλαίπωρε, πῶς δὲν
φοβᾶσαι προτρέποντάς με νὰ πράξω κάτι ποὺ δὲν πρέπει; Νομίζεις ὅτι εἶναι
φυσικὸ νὰ ἀρνηθῶ τὸ Δημιουργὸ καὶ νὰ προσκυνήσω τὸ κτίσμα καὶ
δημιούργημά Του;».Ἡ στάση τοῦ Ἁγίου ἐξόργισε τὸν ἄρχοντα, ὁ ὁποῖος ἔδωσε ἐντολὴ νὰ τὸν μαστιγώσουν μὲ ράβδους γεμάτες ρόζους. Ὅση ὥρα τὸν ἐκτυποῦσαν ὁ Ἅγιος προσευχόταν καὶ ἔλεγε: «Κύριε, μὴν τοὺς λογαριάσεις αὐτὴ τὴν ἁμαρτία· δὲν ξέρουν τί κάνουν». Καὶ σὲ κάθε βασανιστήριο ἐπεκαλεῖτο τὸν Χριστὸ καὶ ἔλεγε: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, βοήθα ἐμένα τὸν δοῦλον σου, ἐπειδὴ σὲ ἐσένα πιστεύει ἡ ψυχή μου». Μόλις εἶδε αὐτὸ ὁ ἀρχιμάγος διέταξε τὸν διὰ ξίφους ἀποκεφαλισμὸ τοῦ Ἁγίου Ἀβραμίου. Ἔτσι ὁ Ἅγιος παρέδωσε τὴν ἁγία του ψυχὴ στὸν Θεό.