τοῦ ἀρχιμ.Ἰακώβου Κανάκη
Ἀδελφοί μου ἐπιτρέψτε μου νά σᾶς ἀπευθύνω
δύο λόγια μέ ἀφορμή τήν μνήμη τοῦ ἁγίου Πορφυρίου.
Σκοπός τοῦ καθενός μας, ὡς
χριστιανοί, εἶναι νά μποῦμε σέ ἕνα σπίτι πού ὀνομάζεται Ἐκκλησία, ὀνομάζεται
βασιλεία, ὀνομάζεται παράδεισος. Σέ αὐτήν τήν προοπτική χρειάζεται ἐμπιστοσύνη
στό Θεό γιά τό τί θά δεῖς καί τί θά συναντήσεις στό σπίτι αὐτό. Χρειάζεται νά
πεῖς «μπαίνω καί ὅτι γίνει». Ὅταν αὐτό τό κάνεις, ὅταν αὐτό γίνει, ἀρχίζει τό ἅγιο
Πνεῦμα νά πλημμυρίζει τήν καρδιά σου ἀπό χαρίσματα.
Αὐτό ἔγινε μέ τόν ὅσιο
Πορφύριο τόν Καυσοκαλυβίτη. Μπῆκε στήν Ἐκκλησία ἀπό νεαρή ἠλικία καί ἐμπιστεύθηκε
σ᾽αὐτήν τήν ζωή του. Παραδόθηκε στήν κεφαλή της τόν Χριστό καί ἔλεγε αὐτό πού ἔνιωθε:
«Ὁ
Χριστός εἶναι τό πᾶν». Ἔτσι, οἱ πύρινες φλόγες τῆς Πεντηκοστῆς ἐπικάθησαν
στήν κεφαλή του, πλήρωσαν τήν ὕπαρξή του καί πλέον μποροῦσε νά προλέγει, νά
διακρίνει, νά θεραπεύει καί νά ἔχει τόσα θαυμαστά χαρίσματα. Πῶς θεράπευε; Μέ
τό κατεξοχήν χάρισμα του, πού εἶναι ἡ ἀγάπη. Εἶναι τό μέσο πού θεραπεύει ψυχικά
ἀλλά ἀκόμα καί σωματικά νοσήματα. Αὐτό νομίζω εἶναι τό βασικό χαρακτηριστικό
στοιχεῖο τῆς ζωῆς τοῦ ἁγίου μας. Αὐτή ἡ ἀγάπη πού δέν τόν ἐμπόδισε νά
συναναστραφεῖ καί νά βοηθήσει κάθε ἄνθρωπο. Καί ὄχι μόνο ἄνθρωπο ἀλλά καί ζῶα
καί νά ἀνακαλύψει τούς λόγους τῶν ὄντων σ᾽ ὅλη τήν δημιουργία. Γεύτηκε λοιπόν
τούς καρπούς τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Εἶναι πολύ σημαντικό νά ἐπισημάνουμε τήν ἐκούσια
αὐτή κίνησή του, πού εἶναι κίνηση ἀπόλυτης ἐμπιστοσύνης στό Θεό. Ἄς τό δοῦμε ὅμως
καί ἀπό τήν ἄλλη, τήν ἀντίθετη προσέγγιση.. Ἐμεῖς οἱ περισσότεροι χριστιανοί ἔχουμε μπεῖ στήν Ἐκκλησία
μέ τό βάπτισμά μας ἀλλά ὄχι μέ τήν ἐμπιστοσύνη αὐτή τοῦ ἁγίου. Δέν ἔχουμε μπεῖ
στήν οὐσία τῆς Ἐκκλησίας. Ἕνας λόγιος κληρικός τό λέει ὡς ἑξῆς: «Δέν ἔχουμε μπεῖ μέ τά δύο μας πόδια στήν Ἐκκλησία.
Τό ἕνα βρίσκεται μέσα στήν Ἐκκλησία καί τό ἄλλο βρίσκεται ἀκόμα ἐκτός αὐτῆς,
γιά τυχόν ἀπολαύσεις τῆς ζωῆς πού πιθανόν δέν προλάβαμε νά γευθοῦμε». Ποιό
εἶναι τό ἀποτέλεσμα; Οὔτε τήν ἐν Χριστῶ ζωή χαιρόμαστε, οὔτε ὅμως καί τά τοῦ
κόσμου. Αυτό τί δημιουργεῖ; Θρησκεία δημιουργεῖ καί μάλιστα μιά θρησκεία πού
παράγει ἄγχος καί ἀγωνία. Μιά κατάσταση πού δέν προσφέρει πραγματική ἀνάπαυση
ψυχῆς.[2]
Λείπει αὐτή ἡ ὁλόκαρδη προσφορά τοῦ ἐαυτοῦ μας στό Χριστό, τήν ὁποία ὁ ὅσιος εἶχε
στό μέγιστό βαθμό, καί γι᾽αὐτό δέν ζοῦμε τήν χαρά καί τήν πληρότητα, ὅπως ἐκεῖνος.
Ὁ ὅσιος Πορφύριος ἀναφέρει γιά τήν ἐμπιστοσύνη
αὐτή στό Θεό ἕνα περιστατικό. Τό περιγράφει ὁ ἴδιος: «Πρίν ἀρκετά χρόνια, θυμᾶμαι μία
γριά κυρτωμένη πού συναντήσαμε στήν νότια Κρήτη, κοντά στό Ἁγιοφάραγγο. Ζοῦσε
μόνη, σ᾽ἕνα ἐρημωμένο χωριό, χωρίς ἐπικοινωνία μέ τόν ἔξω κόσμο. Τήν βρήκαμε σέ
ἕνα ἐρημοκκλήσι νά διαβάζει προσηλωμένη τίς Ὧρες καί τόν Ἑσπερινό. Ἡ γυναίκα αὐτή
ζοῦσε σέ μιά ὑπέρβαση, μέ ἔρωτα θεῖο καί φλογερή ἀγάπη γιά τόν Χριστό. Δέν τήν ἔνοιαζε,
σ᾽αὐτό τό ἔρημο χωριό πού ζοῦσε μόνη, ἄν θ᾽ἀρρώσταινε καί ποιός θά τήν πήγαινε
στό γιατρό, οὔτε βέβαια ἐνδιαφερόταν νά κάνει τούς συχνούς ἰατρικούς ἐλέγχους
πού συνιστᾶ ἡ σύγχρονη ἐπιστήμη. Θύμιζε τούς παλαιούς ἀσκητές πού ζοῦσαν στήν ἐρημιά
καί ὅταν ἐρχόταν τό τέλος τους, ἔμπαιναν μόνοι τους στόν τάφο πού εἶχαν οἱ ἴδιοι
ἐτοιμάσει. Χωρίς καμμία ἀμφιβολία αὐτή ἡ ἁπλή καί ἀγράμματη γυναίκα εἶχε ἤδη
περάσει στήν αἰωνιότητα. Ὅταν τήν συναντήσαμε, σκέφθηκα ὅτι αὐτή ἡ γριά εἶχε
μοναχική συνείδηση».
Σᾶς εἶπα ἀγαπητοί μου, ὅτι ὁ ὅσιος μπῆκε
στήν Ἐκκλησία καί ἔζησε σέ αὐτήν σάν νά ἦταν τό σπίτι του. Σέ συνέχεια λοιπόν
μέ τά προηγούμενα, σᾶς λέω τώρα, ὅτι ὁ ὅσιος γνώριζε ὅτι ἡ χαρά στό σπίτι αὐτό
τοῦ Θεοῦ πατέρα, μέσα στήν Ἐκκλησία δηλαδή, εἶναι συνύπαρξη, συνύπαρξη ἀγάπης
μέ τόν πλησίον. «Δέν μπορῶ νά χαίρομαι μόνος μου, ἀκόμα καί στόν παράδεισο. Ἡ
χαρά μου ξεκινᾶ ἀπό τήν ἐλπίδα ὅτι μποροῦμε νά σωθοῦμε ὅλοι. Δέν πρόκειται γιά ἕνα
προσωπικό γεγονός σωτηρίας. Παράδεισο ἔχω ὅταν μπορῶ καί χωρῶ τούς ἄλλους μέσα
μου, ὅλους τούς ἄλλους. Ὁ ὅσιος γνώριζε ὅτι στήν ζωή δέν περισσεύει κανείς. Τό ἤξερε
καί τό ζοῦσε. Τούς χωροῦσε ὅλους ἀκόμα καί τούς πιό δύσκολους, τούς πιό ἰδιόμορφους
χαρακτῆρες. Ἀκοῦστε τί ἔλεγε μπροστά στό ἅγιο Ποτήριο: «Μπροστά στό Ἅγιο Ποτήριο ἀνοίγω
τήν ψυχή μου νά δεχθεῖ τόν Κύριο καί προσεύχομαι γιά σᾶς, γιά τόν ἄλλον, γιά ὅλη
τήν Ἐκκλησία. Αὐτό νά κάνετε καί σεῖς».[3] Μοῦ
ἄρεσε καί κάτι ἄλλο πού θέλω νά σᾶς πῶ, ἔλεγε: «εἴμαστε ὅλοι ἕνα σῶμα μέ κεφαλή
τόν Χριστό, ἕνα, ἀκόμη καί μέ τούς ἀνθρώπους πού δέν εἶναι κοντά στήν Ἐκκλησία».[4]
Αὐτός συνεχῶς λοιπόν, ὡς «καιομένη
λαμπάδα», στεκόταν μέ ὑπομονή καί ἄκουγε τόν κάθε πληγωμένο, κουρασμένο ἀπό τήν
ζωή ἄνθρωπο, γινόταν ἕνα μέ τόν καθένα. Δέν συνέπασχε συναισθηματικά ἀλλά ὀντολογικά,
ἀφοῦ εἶχε ἑνώσει τόν ἑαυτό του μέ τόν ἄλλον. Ἡ ἀστείρευτη αὐτή προσφορά ἀπό ἀγάπη
δέν τόν κούραζε, ἀντίθετα τόν φώτιζε, τόν δυνάμωνε, τόν ἐνίσχυε καί ἔτσι συνεχῶς
προσφερόταν ὅλο καί πιό πολύ στούς ἄλλους. Ξέχασε
τόν ἑαυτό του γι᾽αὐτό καί τόν ἀνέλαβε ἀποκλειστικά ὁ Θεός! Ἔλεγε: «Μέσα
στήν Ἐκκλησία γινόμαστε ἕνα μέ κάθε δυστυχισμένο καί πονεμένο καί ἁμαρτωλό.
Κανείς δέν πρέπει νά θέλει νά σωθεῖ μόνος του, χωρίς νά σωθοῦν καί οἱ ἄλλοι. Εἶναι
λάθος νά προσεύχεται κανείς γιά τόν ἑαυτό του, γιά νά σωθεῖ ὁ ἴδιος. Τούς ἄλλους
πρέπει νά ἀγαπᾶμε καί νά προσευχόμαστε νά μή χαθεῖ κανείς× νά μποῦν ὅλοι στήν Ἐκκλησία. Αὐτό ἔχει
ἀξία».[5]
Νά γιατί ἡ Ἐκκλησία τοῦ ἔδωσε τό ἐπώνυμο
«καυσοκαλυβίτης».
Ἔχει σχέση μέ ὅσα ἤδη εἴπαμε. Ποιόν ὀνομάζουμε
καυσοκαλυβίτη; Εἶναι ὁ ἀφιερωμένος ἄνθρωπος στό Θεό, ὁ μοναχός, πού ἔφτιαξε μιά
πρόχειρη καλύβα στήν ἔρημο καί τήν
στιγμή πού περνᾶ ἀπό τόν τόπο αὐτό ἕνας διερχόμενος τοῦ λέει: «Ὡραία, ἡ καλύβα
σου». Τότε, τήν ἴδια στιγμή, ὁ μοναχός βάζει φωτιά καί τήν καίει. Γίνεται
«καυσοκαλυβίτης»! . Ὁ καυσοκαλυβίτης βάζει φωτιά σέ ὅλο του τό εἶναι, στό ἴδιο
του τό ἑαυτό, γίνεται «παρανάλωμα γιά
τόν πλησίον». Εἶναι ὁ ἴδιος πού δέν γαντζώνεται σέ τίποτα ὑλικό, πού δέν
θέλει νά δεσμεύεται ἀπό ὁτιδήποτε τόν κρατᾶ δέσμιο στή γῆ, κατ᾽ ἐπέκταση καί οὐσιαστικά
δηλαδή δέν τόν ἐξουσιάζει κανένα «θέλω». Σέ ὅλους μας ὅμως ἀφορᾶ ὁ τρόπος του αὐτός,
σέ ὅλους, ἔστω καί ἄν ζοῦμε στόν κόσμο. Δέν εἶναι αὐτός ἕνας ἀκραῖος τρόπος ὕπαρξης
μόνο γιά ἀσκητές καί μοναχούς ἀλλά ἀφορᾶ σέ κάθε ἄνθρωπο. Ὅλοι ἔχουμε κοινό
σκοπό τήν ἁγιότητα καί ἔτσι βρισκόμαστε σέ παράλληλους δρόμους. Παράλληλοι
δρόμοι μέ κοινό σκοπό, μέ τό ἴδιο τέλος. «Καυσοκαλυβίτες
τῶν πόλεων λοιπόν» καλούμαστε νά γίνουμε. Ὁ καθένας μας μέ τόν τρόπο του
καί μέ τίς δυνάμεις του.
Μοῦ ἄρεσε αὐτό πού διάβασα γιά τό ἄνοιγμα
τῆς καρδιᾶς τοῦ ἁγίου πρός ὅλο τόν κόσμο, γιά τήν θυσιαστική του ἀγάπη.
Στέκομαι σέ ἕνα χαρακτηριστικό περιστατικό.
Εἶναι τότε πού τόν ἐπισκέφθηκαν μοναχές ἀπό τήν Χρυσοπηγή καί τόν εἶδαν νά κρατᾶ
τά χέρια δύο παιδιῶν, νέων, ἑνός κοριτσιοῦ καί ἑνός ἀγοριοῦ. Ἔκλαιγαν
χαρούμενοι γιατί εἶχαν γνωρίσει ἕναν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ, καί εἶχαν αἰσθανθεῖ τό
λόγο ὕπαρξης τους σέ αὐτήν τήν ζωή. Λέει
ὁ ἴδιος: «Τά βλέπετε αὐτά τά παιδιά, ἔχουν φύγει ἀπό τά σπίτια τους γιατί δέν εὕρισκαν
στοργή. Πῆγαν καί ταξίδεψαν σέ ἕνα ἐρημικό νησί, ἐκεῖ γνωρίστηκαν μεταξύ τους
καί ἔλεγαν ὅτι ψάχνουν τόν Θεό. Κάποιος τούς εἶπε νά ἔρθουν ἐδῶ καί μίλησα μαζί
τους δύο ὧρες. «ἀγάπησα αὐτά τά παιδιά, ἦταν πολύ μπερδεμένα, ψάχναν τήν ἀλήθεια
σέ λάθος δρόμο, ὅμως ἐγώ τά ἀγάπησα καί θά προσεύχομαι γι᾽αὐτά», ἀπό ἐκείνη τήν
στιγμή τά ἀγκάλιαζε μέ τήν προσευχή του καί αὐτά θά ἔνιωθαν τό χάδι του αὐτό,
καί θά «δημιουργοῦσε γύρω τους μιά ἀσπίδα προστασίας» πού τελικά θά τούς ὁδηγοῦσε
στό Θεό.
Νά πῶς γίνεται εὐλογημένα ἡ
διαπαιδαγώγηση τῶν παιδιῶν καί γενικότερα ὅσων μᾶς πλησιάζουν. Προέτρεπε νά
γίνονται ἅγιοι οἱ γονεῖς καί τότε δέν θά ἔχουν κανένα πρόβλημα μέ τά παιδιά
τους. Τά παιδιά θέλουν νά βλέπουν δίπλα τους παράδειγμα, ἅγιο παράδειγμα καί ἀνθρώπους
προσευχόμενους. Ἀκοῦστε πῶς τό ἔλεγε: «Νά προσεύχεσθε οἱ γονεῖς σιωπηλά καί μέ τά
χέρια ψηλά πρός τόν Χριστό καί νά ἀγκαλιάζετε τά παιδιά σας μυστικά. Καί ὅταν
κάνουν ἀταξίες, νά παίρνετε κάποια παιδαγωγικά μέτρα, ἀλλά νά μήν τά πιέζετε.
Κυρίως νά προσεύχεσθε».[6]Καί πρόσθεσε: « χωρίς τήν ἀγάπη, ἡ συμβουλή πληγώνει, ἡ ὑπόδειξη βλάπτει, ἀκόμα καί ἡ
προσευχή δέν ὠφελεῖ».[7]
Θά ἤθελα νά σᾶς ἐπισημάνω κάτι πού
μπορεῖ νά ἔχετε καί ἐσεῖς σκεφθεῖ. Γίνεται ἀπό κάποιους μιά μονομερῆς
προσέγγιση τῆς ζωῆς τοῦ ἁγίου. Ἀπομονώνουν καί ὑπερτονίζουν κάποια χαρίσματά
του καί τόν περιγράφουν σάν ἕνα θαυματοποιό καί τίποτα παραπάνω. Δέν βλέπουν τό
πρόσωπό του συνολικά. Γίνεται μιά σχεδόν μαγική προσέγγιση. Δέν ἀσχολοῦνται μέ
τήν ὅλη πνευματική του πορεία καί ζωή. Ἄς ποῦμε, δέν προχωροῦν στήν εὔλογη
σκέψη, πῶς ὁ γέροντας ἔφθασε σέ αὐτά τά χαρίσματα. Τόν τρόπο δηλαδή, τήν
πνευματική ζωή πού ὁδηγεῖ στίς ἀρετές. Νά ἀναζητήσουν τήν μέθοδο πού κόβονται
τά πάθη, τά ὁποῖα εἶναι καί τά βασικά μας ἐμπόδια γιά νά ἑνωθοῦμε μέ τόν Θεό.
Γιά τά πάθη καί τίς ἀρετές λοιπόν, ἔλεγε ὁ ὅσιος, ὅτι εἶναι δύσκολος ὁ ἀγώνας.
Δύσκολος γιά τήν ἀπόκτηση τῶν ἀρετῶν, ἀλλά ἐπίσης δύσκολος γιά τήν ἐκκοπή τῶν
παθῶν. Ὁ ἴδιος ὑποβλήθηκε σέ πολλούς κόπους, σέ ἄσκηση, σέ ἀγρυπνίες καί νηστείες γιά τόν σκοπό αὐτό. Ὄχι μόνο ὑπέμεινε
ἀσθένειες χωρίς γογγυσμό ἀλλά ἀντίθετα δοξολογοῦσε γιά καθετί τόν Θεό. Ἐκτός αὐτῶν
ὅμως τόνιζε ἀκόμα ὅτι δέν σώζει τόν ἄνθρωπο ἡ δική του προσπάθεια ἀλλά ἡ χάρις
τοῦ Θεοῦ: «Ἡ ψυχή ἁγιάζεται…μέ τήν συνειδητή συμμετοχή στά Μυστήρια, μέ τήν
μελέτη τῶν λόγων τῶν Πατέρων, μέ τήν ἀποστήθιση τῶν ψαλμῶν καί τῶν ἁγιογραφικῶν
χωρίων, μέ τήν ψαλτική καί μέ τήν εὐχή τοῦ Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με».
Ἀγαπητοί μου, κάποιοι εἶχαν τήν
μεγάλη εὐλογία νά δοῦν τόν ἅγιο καί νά πάρουν τήν εὐχή του. Ὅλοι οἱ ἄλλοι, καί ἰδιαίτερα
οἱ νεότεροι, ἄς μήν στεναχωροῦνται πού δέν τό ἔζησαν αὐτό, γιατί ὁ ἅγιος εἶναι
πάντοτε παρών καί πρόθυμος νά ἐπισκεφθεῖ ὅποιον τόν ἀναζητήσει. Ὅσοι ψάχνουν νά
τόν βροῦν μποροῦν νά τόν ἀνακαλύψουν μέ τήν προσευχή τους ἀλλά καί μέ τό βιβλίο
«Βίος καί Λόγοι» πού ἔχει ἐκδοθεῖ ἀπό τίς μοναχές τῆς μονῆς Χρυσοπηγῆς τῆς
Κρήτης. Θά αἰσθανθοῦν μέ τήν μελέτη τοῦ βιβλίου σάν νά τόν βλέπουν καί νά τόν
συναναστρέφονται. Καί μάλιστα ὅταν οἱ ἴδιοι θά χαροῦν αὐτήν τήν ἐπικοινωνία θά
αἰσθανθοῦν τήν ἀνάγκη νά προσφέρουν τό βιβλίο αὐτό ὡς δῶρο στούς φίλους τους
καί γνωστούς τους. Πολλοί ἄνθρωποι πλησίασαν τό Χριστό καί τήν Ἐκκλησία μετά
τήν ἀνάγνωση αὐτοῦ τοῦ βιβλίου.
Ἑορτάζουμε τόν ὅσιο Προφύριο ἀδελφοί μου, τόν ἀγαπητό καί
γλυκύτατο ἅγιο, καί ὅπως κάνουμε σέ κάθε μνήμη ἁγίου τελοῦμε τήν Θεία εὐχαριστία.Δέν
ὑπάρχει ἐπί γῆς κάτι μεγαλύτερο ἀπό αὐτό. Στήν Θεία λειτουργία κυρίως συναντᾶμε
τούς ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως γίνεται καί μέ τόν Θεό μας καί μέ τούς
συνανθρώπους μας. Ἐδῶ στόν ναό, στήν ἱερή μας σύναξη κατεξοχήν ζοῦμε τόν
Χριστό. Ἡ Θεία λειτουργία εἶναι αὐτή πού ἀνοίγει τόν δίαυλο τῆς ἐπικοινωνίας
μας μαζί Του.
Μᾶς σύναξε λοιπόν σήμερα ἐδῶ γιά νά εὐφρανθοῦμε
ὁ ἁγιασμένος γέροντας ἀλλά καί ἡ πρόσκληση
τοῦ ἀγαπητοῦ μας π.Γεωργίου καί τῶν συνεργατῶν του, πρόσκληση γιά τήν ὁποία
ἔδωσε εὐλογία ὁ σεπτός ποιμενάρχης τῆς ἱερᾶς αὐτῆς Μητροπόλεως, ὁ σεβάσμιος καί
σεβαστός σέ ὅλους μας μητροπολίτης Πειραιῶς
κύριος Σεραφείμ, ὁ συνετός αὐτός ἱεράρχης τῆς Ἑλλαδικῆς μας Ἐκκλησίας.
Εὐχαριστίες ἐγκάρδιες καί εὐχές ἐκφράζουμε
σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους πού ἐπιτελοῦν τό θεάρεστο καί πολυσχιδές ἔργο στήν ἐνορία
αὐτή καί σέ ἐσᾶς πού «συνοδοιπορήσαμε» στήν σημερινή ἀγρυπνία.
Οἱ πρεσβεῖες τοῦ ὁσίου ἄς συνοδεύουν τόν καθένα ἀπό ἐμᾶς προσωπικά, τήν πατρίδα
μας καί ὁλόκληρο τόν κόσμο. Ἀμήν.
[2] Βίος καί Λόγοι, Γέροντος
Προφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Μονή Χρυσοπηγής, Χανιά 2006, σελ.206
[3] Βίος καί Λόγοι, Γέροντος
Προφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Μονή Χρυσοπηγής, Χανιά 2006, σελ.484
[6] Βίος καί Λόγοι, Γέροντος
Προφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Μονή Χρυσοπηγής, Χανιά 2006,σ. 420