Ἔζησε τὸν 6ο
αἰώνα μ.Χ. καὶ καταγόταν ἀπὸ τὰ Μεδιόλανα. Οἱ γονεῖς του ὀνομάζονταν
Ἀγάπιος καὶ Θεοδότη καὶ ἦταν πολὺ εὐσεβεῖς. Ὁ Γρηγέντιος ἀπὸ πολὺ μικρὸς
διακρινόταν γιὰ τὴν εὐγλωττία του καὶ γιὰ τὴν μεγάλη ἀρετή του. Γιὰ νὰ
καταρτίσει τὸν ἑαυτό του περισσότερο πνευματικό, ἔκανε ταξίδι στὴν
Ἀνατολή, ποὺ τότε ἦταν τὸ μεγαλύτερο θεολογικὸ καὶ πνευματικὸ κέντρο.
Κατόπιν πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἔγινε γνωστὸς τοῦ τότε
αὐτοκράτορα Ἰουστίνου καὶ στὸν Πατριάρχη.
Στὴν
συνέχεια ἐπισκέφτηκε τὴν Ἀλεξάνδρεια ἐπὶ Πατριάρχου Προτερίου, ὁ ὁποῖος
καὶ τὸν χειροτόνησε πρεσβύτερο. Τὰ δὲ ἱερατικά του καθήκοντα, ὁ
Γρηγέντιος, ἐκτελοῦσε ἄριστα. Ὅταν χήρεψε ἡ ἐπισκοπὴ Αἰθιοπίας, ὁ
βασιλιὰς Ἐλεσβαᾶν ζήτησε ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας νὰ τοῦ στείλει
ἐπίσκοπο μορφωμένο καὶ ἐνάρετο. Τότε ὁ Πατριάρχης ἐξέλεξε τὸν Γρηγέντιο,
ὁ ὁποῖος ἐπετέλεσε τὴν ἀποστολή του μὲ πολὺ ζῆλο καὶ μεγάλη καρποφορία.
Στὸν
τόπο αὐτὸ ἦταν πολλοὶ Ἑβραῖοι καὶ ἦταν φανατικὰ προσκολλημένοι στὴ
θεωρία τους. Ἕνας μάλιστα δεινὸς συζητητὴς ἀπ’ αὐτούς, ἦταν καὶ ὁ
Ραβῖνος Ἐρβᾶς. Ἀλλὰ ὁ Γρηγέντιος, μὲ τὰ σοφὰ ἐπιχειρήματά του, τὴν
ἀγαθότητά του καὶ μὲ τὴ θεία χάρη, κατόρθωσε νὰ φέρει στοὺς κόλπους τῆς
Ἐκκλησίας τοὺς περισσότερους Ἑβραίους τοῦ τόπου καὶ τὸν ἴδιο τὸν Ἐρβᾶ,
ποὺ βαπτίστηκε παρουσία τοῦ βασιλιὰ καὶ μετονομάστηκε Λέων καὶ τιμήθηκε
μὲ τὸ ἀξίωμα τοῦ Πατρικίου. Ὁ διάδοχος τοῦ Ἐλεσβαᾶν, γιὸς τοῦ Ἔρδιδος,
συνέχισε τὴν ἴδια πολιτικὴ εὐλάβειας πρὸς τὸν Γρηγέντιο.
Ὁ Γρηγέντιος πέθανε εἰρηνικὰ στὶς 19 Δεκεμβρίου 552 καὶ τὴν στέρησή του, θρήνησε πολὺς κόσμος.