Οἱ
Ἅγιοι Μάρτυρες Ἰανουάριος, Ἐπίσκοπος Βενεβέντου, Πρόκουλος ἢ Πρόκλος,
Σῶσσος, Φαῦστος, Ἀκουτίων ἢ Ἀκουστίων καὶ Εὐτύχιος, ἔζησαν κατὰ τοὺς
χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.), ὅταν ἡγεμόνας
στὴν Καμπανία τῆς Ἰταλίας ἦταν ὁ Τιμόθεος.
Οἱ
Ἅγιοι συνελήφθησαν ἐπειδὴ ἦσαν Χριστιανοὶ καὶ ὑποβλήθηκαν σὲ φρικτὰ
βασανιστήρια. Ἔμειναν ὅμως σταθεροὶ καὶ ἀκλόνητοι στὴν πίστη τους στὸν
Χριστό. Γιὰ τὸν λόγο αὐτό, ἀφοῦ πρῶτα τοὺς ἔριξαν σὲ καμίνι μὲ φωτιά,
τοὺς ἀποκεφάλισαν.Στὸ
Συναξάρι τοῦ Ἁγίου Ἰανουαρίου ἀναφέρεται ὅτι μία γυναίκα, ποὺ
ὀνομαζόταν Μαξιμίνα καὶ ἦταν χήρα, εἶχε τὴν ἀτυχία νὰ χάσει τὸ μονάκριβο
παιδί της. Κάποια στιγμή, ἐνῷ θρηνοῦσε, συνῆλθε γιὰ λίγο καὶ
κοιτάζοντας ψηλά, εἶδε πάνω ἀπὸ τὴν πύλη τοῦ ναοῦ ἕνα ὕφασμα κρεμασμένο,
στὸ ὁποῖο ἦταν ζωγραφισμένη ἡ εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Ἰανουαρίου. Τότε ἡ
γυναίκα ἔφερε στὸ νοῦ της ἐκεῖνο ποὺ κάποτε ἔκανε ὁ προφήτης Ἐλισσαῖος,
ὅταν ἀνέστησε τὸν υἱὸ τῆς Σωμανίτιδος.
Ἀφοῦ κινήθηκε λοιπὸν ἡ Μαξιμίνα
ἀπὸ θεῖο φωτισμό, ἔκανε καὶ αὐτὴ τὸ ἴδιο. Σχημάτισε δηλαδὴ κατάλληλα τὸν
υἱό της καὶ ἀκολούθως σχημάτισε τὸ
ὁμοίωμα τοῦ Ἁγίου Ἰανουαρίου. Στὴ συνέχεια δέ, στὰ μάτια τοῦ παιδιοῦ
της προσάρμοσε τὰ μάτια τῆς εἰκόνας τοῦ Ἁγίου. Τὸ ἴδιο ἔκανε καὶ μὲ τὰ
αὐτιά, τὸ στόμα καὶ μὲ τὰ ὑπόλοιπα μέλη. Κάνοντας τὸ ἔργο αὐτὸ ἡ γυναίκα
προσευχόταν θερμὰ πρὸς τὸν Ἅγιο Ἰανουάριο λέγοντας: «Δοῦλε τοῦ Θεοῦ, ἐλέησε με καὶ ἀνάστησε τὸν υἱό μου, γιατί εἶναι τὸ μόνο μου παιδί, δὲν ἔχω ἄλλο». Καὶ πραγματικά, ὁ Ἅγιος ἄκουσε τὴν παράκληση τῆς Μαξιμίνας καὶ ἀνέστησε τὸν υἱὸ αὐτῆς.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὡς
Ἱεράρχης καὶ σοφὸς θεηγόρος, τύπος ἐγένου πρὸς ἀθλήσεως πόνους, Πάτερ
Ἰανουάριε τοῖς περὶ σεαυτόν. Σῶσος γὰρ καὶ Πρόκουλος, Δισιδέριος
Φαῦστος, καὶ σὺν Ἀκουτίωνι, ὁ Εὐτύχιος ἅμα, σὺν σοὶ ἀθλοῦσι μάκαρ
εὐσεβῶς· μεθ' ὧν δυσώπει, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐν
τῷ κόσμῳ λάμψαντες ὥσπερ λυχνία, μυστικῶς ἑπτάφωτος, καταφωτίζετε ἡμᾶς,
Ἰανουάριε ἔνδοξε, σὺν τοῖς συνάθλοις, μεθ’ ὧν εὐφημοῦμέν σε.
Μεγαλυνάριον.
Ἰανουαρίου
τοῦ θαυμαστοῦ, τοὺς λαμπροὺς ἀγῶνας, τὶς οὐ μέλψει τῶν εὐσεβῶν; Δεῦτε
οὖν σὺν τούτῳ, καὶ τῶν συναθλησάντων, τὰς θείας ἀριστείας, ἐγκωμιάσωμεν.