Ἡ Ὁσία Ἐλισάβετ καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἡράκλεια τῆς Θράκης καὶ ἔζησε τὸν 5ο
αἰώνα μ.Χ. Οἱ γονεῖς της, Εὐνομιανὸς καὶ Εὐφημία, ἦταν ξακουστοὶ καὶ
ὀνομαστοί, φημισμένοι γιὰ τὰ πλούτη τους καὶ περίφημοι γιὰ τὴν ἀρετή
τους. Κατοικοῦσαν κοντὰ στὴν Ἡράκλεια, στὸν τόπο ποὺ ἀπὸ παλιὰ
ὀνομαζόταν Θρακοκρήνη καὶ ἀργότερα Ἀβυδηνοί. Ζοῦσαν μὲ εὐσέβεια ἔχοντας
ὡς πρότυπο τὸν Ἰώβ. Ποθώντας δὲ μὲ πάθος νὰ μιμηθοῦν τὴν φιλοξενία τοῦ
Ἀβραάμ, ἁπλόχερα βοηθοῦσαν ὅλους, ὅσοι εἶχαν ἀνάγκες ὑλικές.
Ὅμως
εἶχαν περάσει δεκαέξι χρόνια ἀπὸ τότε ποὺ νυμφεύθηκαν καὶ ἦταν ἀκόμη
ἄτεκνοι. Γι’ αὐτὸ παρακαλοῦσαν ἀδιάκοπα τὸν Θεὸ νὰ τοὺς χαρίσει ἕνα
παιδί, διάδοχο τοῦ γένους τους καὶ κληρονόμο τοῦ πλούτου τους. Ὁ Κύριος,
ποὺ ἰκανοποιεῖ τὰ αἰτήματα τῶν πιστῶν Του, ἄκουσε μὲ εὐμένεια τὴ δέησή
τους καὶ δὲν παρέβλεψε τὴν προσευχή τους.
Ὑπῆρχε στὸν τόπο ἐκεῖνο ἕνα παλαιὸ ἔθιμο νὰ συγκεντρώνονται οἱ Χριστιανοὶ στὴν μνήμη τῆς Ἁγίας Μάρτυρος Γλυκερίας (†
13 Μαΐου) καὶ νὰ ἑορτάζουν μία ὁλόκληρη ἑβδομάδα. Τότε λοιπόν, βρέθηκαν
ἐκεῖ μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους Χριστιανοὺς καὶ οἱ γονεῖς τῆς Ὁσίας. Ἔκαναν
λιτανεῖες καὶ ὁλονύκτιες δοξολογίες καὶ ἐπισκέπτονταν τοὺς ναοὺς τῆς
πόλεως, ποὺ σὲ αὐτοὺς φυλάσσονταν τὰ ἱερὰ λείψανα τῶν σαράντα Ἁγίων
Γυναικῶν, τοῦ διακόνου Ἀμὼς καὶ πολλῶν ἄλλων Ἁγίων. Λιτάνευαν τότε καὶ
τὴν πολυσέβαστη κάρα τῆς Ἁγίας Γλυκερίας. Ὅμως κατὰ τὴν διάρκεια τῆς
Θείας Λειτουργίας, τὴν ὁποία τελοῦσε ὁ Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Λέων, ὁ
πατέρας τῆς Ἐλισάβετ, Εὐνομιανός, ἔβλεπε τὴν ἁγία κάρα πότε νὰ χαμογελᾶ
καὶ πότε νὰ λυπᾶται. Αὐτὸ τὸ θεώρησε ὡς σημεῖο τῆς πίστεώς του στὴ
Μάρτυρα καὶ ἡ ψυχή του γέμισε μὲ χαρὰ καὶ λύπη μαζί. Μαζὶ μὲ τὴν σύζυγό
του ἱκέτευσαν τὴν ἀθληφόρο Ἁγία, νὰ λύσει τὰ δεσμὰ τῆς στειρώσεώς τους
καὶ νά τοὺς χαρίσει ἕνα παιδί. Ἔτσι, ὅταν τοὺς πῆρε γιὰ λίγο ὁ ὕπνος, ὁ
Εὐνομιανὸς εἶδε σὲ ὄνειρο τὴν Ἁγία Γλυκερία, ἡ ὁποία τοῦ εἶπε: «Γι’
αὐτὸ μοῦ δημιουργεῖς κόπους, ἄνθρωπέ μου, καὶ μοῦ ζητᾶς αὐτὸ ποὺ μόνο ὁ
Θεὸς μπορεῖ νὰ σοῦ δώσει; Ὅμως, ἐὰν στ’ ἀλήθεια δίνεις τὸν λόγο σου πὼς
θ’ ἀποκτήσετε καρδιὰ καὶ πνεῦμα ταπεινὸ καὶ πὼς ποτὲ δὲν θὰ καυχιέσαι
σὲ βάρος τῶν ἄλλων, εὐχὴ κάνω νὰ σοῦ δώσει μὲ τὶς πρεσβεῖες μου ὁ
μεγαλόδωρος Κύριος, τὸ γρηγορότερο, ἕνα κορίτσι. Αὐτὸ θὰ τὸ ὀνομάσεις
Ἐλισάβετ, γιατί θὰ ἀναδειχθεῖ ὅμοια στὴν ψυχὴ μὲ τὴν μητέρα τοῦ Ἰωάννου
τοῦ Προδρόμου καὶ Βαπτισθοῦ».
Ὁ
πατέρας τῆς Ὁσίας συμφώνησε ὅτι θὰ κάνε αὐτὸ ποὺ ζήτησε ἡ Ἁγία
Γλυκερία. Τότε ἐκείνη τὸν σφράγισε μὲ τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ καὶ ἔφυγε. Ἡ
γυναῖκα του συνέλαβε ἀμέσως καὶ μετὰ ἀπὸ τὴ συμπλήρωση ἐννέα μηνῶν
γέννησε κορίτσι.
Ὅταν
ἡ Ἐλισάβετ ἔγινε δώδεκα ἐτῶν, ἡ μητέρα της ἔφυγε ἀπὸ τὴν πρόσκαιρη ζωή.
Μετὰ ἀπὸ τρία χρόνια ἔφυγε ἀπὸ τὴν ζωὴ καὶ ὁ πατέρας της. Ἡ μακαρία
Ἐλισάβετ ἀπέμεινε ὀρφανή. Ὅμως ἀμέσως ἐμπιστεύθηκε τὸν ἑαυτό της στὸν
Θεὸ καὶ διακρίθηκε στὴ διακονία τῶν φτωχῶν καὶ τῶν ἐλαχίστων ἀδελφῶν
της. Χάρισε τὴν περιουσία της στοὺς φτωχοὺς καὶ ἔτσι μὲ τὰ χέρια τους
τὴν κατέθεσε στὸν Θεό, ἐνῷ στοὺς δούλους χάρισε τὴν ἐλευθερία τους.
Ἔπειτα ἀναχώρησε γιὰ τὴν Κωνσταντινούπολη. Ἔφθασε στὴ μονὴ τοῦ Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, ποὺ εἶχε τὸ ὄνομα «Μικρὸς Λόφος»
καὶ ποὺ ἡγουμένη ἐκεῖ ἦταν κάποια θεία ἀπὸ τὸν πατέρα της. Στὴ μονὴ
αὐτὴ ἀπαρνήθηκε τὰ ἐγκόσμια καὶ τὶς βιοτικὲς μέριμνες καὶ ἐκάρη μοναχή.
Ζοῦσε μὲ σκληραγωγία, νηστεία καὶ ἄσκηση καὶ περπατοῦσε ἀνυπόδητη. Τὸ
σῶμα της ποτὲ δὲν δέχθηκε νὰ τὸ πλύνει μὲ νερό. Τὸ διατηροῦσε ὅμως
καθαρὸ λούζοντας τὸ καθημερινὰ μὲ τὶς ἀστείρευτες πηγὲς τῶν δακρύων της.
Ἒτσι ἔφθασε στὰ ὕψη τῆς ἁγιότητας καὶ ὁ Ἅγιος Θεὸς τὴν ἀξίωσε τοῦ
προορατικοῦ χαρίσματος καὶ αὐτοῦ τῆς θαυματουργίας.Δυὸ
χρόνια ἀργότερα ἡ ἡγουμένη τῆς μονῆς ἔφυγε ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωή, ἀφοῦ
ὅρισε διάδοχό της τὴν Ὁσία Ἐλισάβετ, τὴν ὁποία ἐγκατέστησε ὁ Πατριάρχης
Γεννάδιος Α’ (458 – 471 μ.Χ.).Ἡ
Ὁσία γέμιζε μὲ φῶς αὐτοὺς ποὺ μὲ πίστη τὴν πλησίαζαν. Κάποτε, τὴν ὥρα
ποὺ ἐτελεῖτο ἡ Θεία Λειτουργία στὸ ναό, εἶδε νὰ ἀστράφτει ἕνα
ἀπερίγραπτο φῶς καὶ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα νὰ κατέρχεται μετὰ τὸν Χερουβικὸ
ὕμνο μέσα στὸ Θυσιαστήριο καὶ νὰ καλύπτει τὸν ἱερέα ποὺ στεκόταν μπροστὰ
στὴν Ἁγία Τράπεζα. Ἡ Ὁσία πλημμύρισε ἀπὸ θάμβος καὶ ἔκπληξη. Ὅμως αὐτὸ
δὲν τὸ εἶπε σὲ κανένα, μέχρι ποὺ ἔφθασε ὁ καιρὸς τῆς ἐκδημίας της στὸν
Θεό. Ὅσο πλησίαζε ἡ ὥρα της, ὁ πόθος της – ὅπως ἔλεγε – νὰ δεῖ τὴν
πατρίδα της, περίσσευε. Ἦλθε λοιπὸν στὴν Ἡράκλεια καὶ προσκύνησε τοὺς
ἐκεῖ σεπτοὺς ναοὺς τῶν Ἁγίων. Καὶ ἐκεῖ, στὸ ναὸ τῆς Θεοτόκου, εἶδε σὲ
ὅραμα τὴν Παναγία, ποὺ τὴν ὑποδέχθηκε. Τὸ πρόσωπο τῆς Θεοτόκου τὸ
ἀναγνώρισε σὲ εἰκόνα, ὅταν ἔφθασε στὸ ναὸ τοῦ Ἱερομάρτυρα Ρωμανοῦ. Ἡ
φωνὴ τῆς Παναχράντου τὴν κάλεσε νὰ ἐπιστρέψει στὸ μοναστήρι της, γιατί ὁ
καιρὸς τῆς κοιμήσεώς της ἦταν κοντά. Ἔτσι ἡ Ὁσία Ἐλισάβετ, ἀφοῦ
ἐπέστρεψε πίσω, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. Τὸ ἱερὸ λείψανό της ἐνταφιάσθηκε
στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, μένοντας ἀκέραιο καὶ ἀνέπαφο.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Μητρικῶν
ἐκ λαγόνων Χριστὸν ἠγάπησας, ὥσπερ βλαστὸς Ἐλισάβετ δικαιοσύνης
τερπνός, καὶ τοῖς ἴχνεσιν αὐτοῦ ἀκολουθήσασα, τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν,
γεωργεῖς τὰς ἀπαρχὰς, ἀμέμπτῳ σου πολιτείᾳ, θαυματουργοῦσα θεόφρον, πρὸς
σωτηρίαν τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.
Ὡς
παρθενίας τέμενος, καὶ ἀρετῶν θησαύρισμα, τὴν τῶν θαυμάτων βλυσταίνεις
χρηστότητα, ὥσπερ πηγὴ ἀκένωτος, καὶ ψυχῶν καὶ σωμάτων, Ἐλισάβετ
καθαίρεις τὰ ἀρρωστήματα, τῶν εὐλαβῶς ψαλλόντων, τῷ Κτίσαντι· Ἀλληλούϊα.
Μεγαλυνάριον.
Ὡς
ἐπαγγελίας δῶρον σεμνόν, τῶν ἐπηγγελμένων, κατηξίωσαι ἀγαθῶν, βίῳ
καταλλήλῳ, Ὁσία Ἐλισάβετ, ὧν καὶ ἡμᾶς λιταῖς σου, Μῆτερ ἀξίωσον.