Ὁ
Ἅγιος Ἰσίδωρος Τβερντίσλοβ (=πιστὸς τοῦ Λόγου), γεννήθηκε στὴν
Γερμανία ἀπὸ πλούσιους γονεῖς. Μεγαλωμένος σὲ Ρωμαιοκαθολικὸ
περιβάλλον, μεταστράφηκε ἀργότερα στὴν Ὀρθόδοξη πίστη. Ἀπὸ τὴ νεότητά
του ἔζησε ἀσκητικὸ βίο καὶ εἶχε στὴν καρδιά του μεγάλη εὐσπλαχνία γιὰ
τοὺς ἀνθρώπους. Ἐπιθυμώντας τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ὁ Ἅγιος ἐγκατέλειψε
τὴν πατρικὴ οἰκία, διαμοίρασε τὴν περιουσία του στοὺς φτωχοὺς καὶ
ἄρχισε νὰ ζεῖ περιπλανώμενος. Τελικὰ ἔφθασε στὴ Ρωσία καὶ ἀποφάσισε νὰ
ζήσει στὸ Ροστώβ. Ἐδῶ ὁ Ἅγιος Ἰσίδωρος ζοῦσε μέσα στὸ χιόνι καὶ στὸ
κρύο, ὑπομένοντας κάθε προσβολή. Ἐγκαταστάθηκε σὲ μία σαθρὴ ξύλινη
καλύβα, τὴν ὁποία ἔφτιαξε ὁ ἴδιος. Ἐπέλεξε ἕνα ἀκατανόητο τρόπο ζωῆς
γιὰ τὸ Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, τὸν ὁποῖο ὁ Ἀπόστολος Παῦλος περιγράφει στὴν
Α’ Ἐπιστολή του πρὸς Κορινθίους.
Ὁ
Ἅγιος Ἰσίδωρος περνοῦσε τὸν καιρό του μὲ ἀδιάλειπτη προσευχή, μὴ
ἐπιτρέποντας στὸν ἑαυτό του πολὺ ὕπνο ἢ ξεκούραση. Στεκόταν ὅλη τὴ νύχτα
ἄγρυπνος καὶ δοξολογοῦσε τὸν Θεό.
Τὴν
ἡμέρα ὁ Ἅγιος ἔκανε τοὺς γύρους τῆς πόλεως, ἐνεργώντας ὡς σαλός. Ὅπως ὁ
Ἰὼβ ὁ παλαιὸς στὴν ὑπομονή του, ἔτσι καὶ ὁ Ἅγιος Ἰσίδωρος, ἐνῷ ἦταν
ἀκόμα ζωντανός, ἦταν μαζὶ ἐπίγειος Ἄγγελος καὶ οὐράνιος ἄνθρωπος, μία
φιλεύσπλαχνη ψυχή, ἁγνὸς στὴ σκέψη, μὲ ἄγρυπνη καρδιά, πίστη
ἀκαταίσχυντη καὶ ἀληθινὴ ἀγάπη χωρὶς ὑποκρισία. Κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ
βίου του ἀξιώθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ ἐπιτελεῖ θαύματα.
Ὁ
Ἅγιος Ἰσίδωρος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1474. Οἱ Χριστιανοὶ
πληροφορήθηκαν τὴν κοίμησή του μόνο ὅταν περνώντας ἔξω ἀπὸ τὴν καλύβα
του ἔνιωσαν τὴν εὐωδία, ποὺ ἀνέδιδε τὸ ἱερὸ λείψανό του. Στὸν τόπο τοῦ
ἐνταφιασμοῦ τοῦ Ἁγίου, κτίσθηκε ὁ ναὸς τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Κυρίου, στὸν
ὁποῖο φυλάσσονται τὰ λείψανά του.Ὁ Ἅγιος Ἰσίδωρος ὀνομάζεται Τβερντίσλοβ (πιστὸς τοῦ Λόγου), ἐπειδὴ ὁμιλοῦσε συνεχῶς γιὰ τὸν Ἰησοῦ Χριστό.