Ὁ Συμεὼν ἦταν ἄνθρωπος δίκαιος καὶ εὐλαβής, «προσδεχόμενος παράκλησιν τοῦ Ἰσραήλ». Ἦταν ἄνθρωπος κατὰ τὴν φύση, ἀλλὰ στὴν ἀρετὴ ἄγγελος, ἄνθρωπος συναναστρεφόμενος μὲ ἀνθρώπους, ἀλλὰ συμπολιτευόμενος μὲ ἀγγέλους. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα τοῦ εἶχε ἀποκαλύψει ὅτι δὲν θὰ πεθάνει προτοῦ ἀξιωθεῖ νὰ δεῖ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ Τὸν κρατήσει στὴν ἀγκαλιά του.
Ἡ Θεοτόκος κατὰ τὸν Ἅγιο Ἀθανάσιο, τοῦ εἶπε: «Δέξαι γεραρώτατε ἄνθρωπε, τὸν πρὸς σὲ μᾶλλον ἢ πρὸς ἐμὲ τὴν τεκοῦσαν νῦν ἐπειγόμενον· δέξαι τὸν σὲ ποθοῦντα μᾶλλον ἢ Ἰωσήφ· δέξαι τὸν δευτέραν τῆς σῆς φιλίας τὴν πρὸς ἐμὲ τὴν μητέραν στοργήν, ὡς ἔοικε λογιζόμενον· δέξαι, καί, ὡς βούλει, τοῦ ποθουμένου καταπόλαυε». Καὶ ἀμέσως μετὰ ἀπέθεσε στὰ χέρια τοῦ Πρεσβύτου Συμεὼν τὸν Κύριο.
Ὁ Συμεὼν «σκιρτᾷ καὶ ἀγγαλιᾷ, καὶ λαμπρᾷ καὶ διαπρυσίῳ φωνὴ περὶ αὐτοῦ ἀνακέκραγε λέγων· οὗτός ἐστιν ὁ ὢν καὶ προὼν καὶ ἀεὶ τῷ Πατρὶ συμπαρὼν, ὁμοούσιος, ὁμόθρονος, ὁμόδοξος, ὁμοδύναμος, ἰσοδύναμος, παντοδύναμος, ἄναρχος, ἄκτιστος, ἀναλλοίωτος, ἀπερίγραπτος, ἀόρατος, ἄῤῥητος, ἀκατάληπτος, ἀψηλάφητος, ἀκατανόητος, ἀτέκμαρτος. Οὗτός ἐστι τῆς πατρικῆς δόξης τὸ ἀπαύγασμα, οὗτός ἐστιν ὁ χαρακτὴρ τῆς πάντως συστάσεως, τοῦτο τὸ φῶς τῶν φώτων, ἐκ πατρικῶν ἀνατέλλον κόλπων».
«Εἶδε δὲ ὁ Συμεὼν καὶ τὸν Δεσπότην ἐπέγνω καὶ τὴν ἑαυτοῦ ἀπόλυσιν. Τί λέγων; Νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλόν σου δέσποτα κατὰ τὸ ῥῆμά σου ἐν εἰρήνῃ, ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτήριόν σου, ἐπειδὴ προώρισε πρὸ τῶν αἰώνων ὁ νῦν γαλακτοτροφούμενος, ὁ ὑπὸ τῶν χειρῶν μου βασταζόμενος τοῦ μὴ ἰδείν με θάνατον πρὶν ἴδω τὸν Χριστὸν Κυρίου».
Ὁ Συμεὼν προεῖπε στὴ Θεοτόκο ὅσες ἔμελλε νὰ ὑποστεῖ πικρίες καὶ ὅτι ὁ Κύριος θὰ ἦταν «εἰς σημεῖον ἀντιλεγόμενον». Στὸ σημεῖο αὐτὸ γράφει ὁ Ἅγιος Ἀμφιλόχιος, Ἐπίσκοπος Ἰκονίου: «Τοῦ Συμεῶνος εἰρηκότος περὶ τοῦ Κυρίου εἰς ἐξάκουστον τῶν παρθενικῶν ἀκοῶν τό· ἰδοὺ οὗτος κεῖται εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν πολλῶν ἐν τῷ Ἰσραὴλ καί, ἠγανάκτησεν εἰκὸς ἡ μήτηρ τοῦ Κυρίου κατὰ τοῦ Συμεῶνος λέγουσα πρὸς αὐτόν· Οὐκ οἶδας τί διαγορεύεις ἄνθρωπε. Ἐπὶ τὸν Χριστὸν σκυθρωπὰ καταγγέλλεις; Οὐκ οἶδας τὴν σύλληψιν τοῦ παιδίου καὶ ὡς περὶ κοινοῦ τόκου σημεῖον ἀντιλογίας μηνύεις. Οὐδεμία πτῶσις ἐν αὐτῷ, ὕψωσις δὲ πολλὴ καὶ συγκατάβασις τοῖς εὐεργετουμένοις. Τί οὖν οὐκ εὐλογεῖς φάσκων· ἰδοὺ οὗτος κεῖται οὐκ εἰς πτῶσιν, ἀλλ’ εἰς ἀνάστασιν πολλῶν ἐν τῷ Ἰσραήλ· διὰ τί δὲ καὶ λέγεις σημεῖον ἀντιλεγόμενον; Ὁ δὲ Συμεὼν πρὸς τὴν παρθένον· ἀρκεῖ σοι, παρθένε, τὸ μητέρα σε κληθῆναι· ἱκανόν σοι τὸ τροφὸν εὑρεθῆναι τοῦ τρέφοντος τὸν κόσμον· μέγα σοι τὸ σαρκὶ βαστάσαι τὸν τὰ πάντα βαστάζοντα. Ὁ ἐν σοὶ νῦν Χριστὸς κατοικήσας καὶ ἐν ἐμοὶ νῦν ὁ αὐτὸς τὰ περὶ αὐτοῦ λαληθῆναι παρεσκεύασεν ὅτι οὗτος κεῖται εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν πολλῶν ἐν τῷ Ἰσραήλ· εἰς πτῶσιν τῶν ἀπίστων Ἰουδαίων, εἰς ἀνάστασιν δὲ τῶν πιστευόντων ἐθνῶν… σημεῖον ἀντιλεγόμενον τὸν σταυρὸν προσαγορεύσας».
Ὁ Συμεὼν ὁ Θεοδόχος κοιμήθηκε εἰρηνικά. Ἡ Σύναξή του ἐτελεῖτο, μαζὶ μὲ τῆς Προφήτιδος Ἄννας στὸ Ἀποστολεῖο Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου, ποὺ ἦταν παρεκκλήσιο τοῦ ναοῦ τῆς Θεοτόκου Εὐουρανιωτίσσης.
Ὁ Συμεὼν ὁ Θεοδόχος κοιμήθηκε εἰρηνικά. Ἡ Σύναξή του ἐτελεῖτο, μαζὶ μὲ τῆς Προφήτιδος Ἄννας στὸ Ἀποστολεῖο Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου, ποὺ ἦταν παρεκκλήσιο τοῦ ναοῦ τῆς Θεοτόκου Εὐουρανιωτίσσης.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τὸν Ὕπερθεον Λόγον σάρκα γενόμενον, ἐνηγκαλίσω ὡς βρέφος ἐν τῷ Ναῷ τοῦ Θεοῦ, Θεοδόχε Συμεὼν Πρεσβῦτα ἔνδοξε· ὅθεν καὶ Ἄννα ἡ σεπτή, ἀνθομολόγησιν αὐτῷ, προσήγαγεν ὠς Προφῆτις· ὅθεν ὑμᾶς εὐφημοῦμεν, οἷα Χριστοῦ θείους θεράποντας.
Τὸν Ὕπερθεον Λόγον σάρκα γενόμενον, ἐνηγκαλίσω ὡς βρέφος ἐν τῷ Ναῷ τοῦ Θεοῦ, Θεοδόχε Συμεὼν Πρεσβῦτα ἔνδοξε· ὅθεν καὶ Ἄννα ἡ σεπτή, ἀνθομολόγησιν αὐτῷ, προσήγαγεν ὠς Προφῆτις· ὅθεν ὑμᾶς εὐφημοῦμεν, οἷα Χριστοῦ θείους θεράποντας.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ξυνωρὶς ἡ ἔνθεος, χαρμονικῶς εὐφημείσθω, Συμεὼν ὁ Δίκαιος, σὺν τῇ Προφήτιδι Ἄννῃ· οὗτοι γὰρ, εὐαρεστήσαντες τῷ Κυρίῳ, ὤφθησαν, τοῦ σαρκωθέντος Λόγου αὐτόπται· τοῦτον γὰρ καθάπερ βρέφος, εἶδον ἀξίως καὶ προσεκύνησαν.
Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἡ δυὰς ἡ ἔνθεος τῶν θεοφόρων, Συμεὼν ὁ δίκαιος, καὶ Ἄννα ἡ τοῦ Φανουήλ, μεγαλοφώνως αἰνείσθωσαν· ὅτι κατεῖδον, Χριστὸν ὥσπερ νήπιον.
Ἡ δυὰς ἡ ἔνθεος τῶν θεοφόρων, Συμεὼν ὁ δίκαιος, καὶ Ἄννα ἡ τοῦ Φανουήλ, μεγαλοφώνως αἰνείσθωσαν· ὅτι κατεῖδον, Χριστὸν ὥσπερ νήπιον.
Μεγαλυνάριον.
Δίκαιοι ἐν νόμῳ καὶ εὐλαβεῖς, Συμεὼν ὁ Πρέσβυς, καὶ ἡ Ἄννα ἡ Φανουήλ, ὤφθησαν Κυρίῳ, τῷ σεσωματωμένῳ, καὶ ὕμνησαν τὴν τούτου, ἄρρητον κένωσιν.
Δίκαιοι ἐν νόμῳ καὶ εὐλαβεῖς, Συμεὼν ὁ Πρέσβυς, καὶ ἡ Ἄννα ἡ Φανουήλ, ὤφθησαν Κυρίῳ, τῷ σεσωματωμένῳ, καὶ ὕμνησαν τὴν τούτου, ἄρρητον κένωσιν.
Ἡ Προφήτιδα Ἄννα ἦταν θυγατέρα τοῦ Φανουήλ, ὁ ὁποῖος καταγόταν ἀπὸ τὴν φυλὴ τοῦ Ἀσήρ. Ἀφοῦ ἔζησε μὲ τὸν σύζυγό της μόνο ἑπτὰ χρόνια, γιατί ἐκεῖνος ἀπεβίωσε, πῆγε καὶ ἐγκαταστάθηκε στὸ ναὸ καὶ πρόσφερε τὶς ὑπηρεσίες της. Ἔτσι λάτρευε τὸν Θεὸ νύχτα καὶ ἡμέρα, μὲ προσευχὴ καὶ νηστεία. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀξιώθηκε νὰ δεῖ καὶ αὐτὴ τὸν Κύριο, τὸν ὁποῖο προσήγαγε στὸ ναὸ ἡ Παναγία καὶ ὁ δίκαιος Ἰωσήφ.
Ἡ Προφήτιδα Ἄννα κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. Ἡ Σύναξή της ἐτελεῖτο, μαζὶ μὲ τοῦ δικαίου Συμεῶν στὸ Ἀποστολεῖο Ἰακώβου Ἀδελφοθέου, ποὺ ἦταν παρεκκλήσιο τοῦ ναοῦ τῆς Θεοτόκου Εὐουρανιωτίσσης.
Ὁ Ἅγιος Ρωμανὸς τοῦ Οὔγκλιχ ἦταν υἱὸς τοῦ ἡγεμόνα Βλαντιμὴρ Κωνσταντίνοβιτς καὶ γεννήθηκε τὸ 1235 στὴ Ρωσία. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1285 μ.Χ.
Ἡ Προφήτιδα Ἄννα κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. Ἡ Σύναξή της ἐτελεῖτο, μαζὶ μὲ τοῦ δικαίου Συμεῶν στὸ Ἀποστολεῖο Ἰακώβου Ἀδελφοθέου, ποὺ ἦταν παρεκκλήσιο τοῦ ναοῦ τῆς Θεοτόκου Εὐουρανιωτίσσης.
Ἅγιος Βλάσιος ὁ βουκόλος
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Βλάσιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας καὶ γεννήθηκε ἀπὸ πλούσιους καὶ φιλάνθρωπους γονεῖς. Οἱ ἐπαγγελματικὲς ἀνάγκες τῆς οἰκογένειάς του τὸν ἀνάγκασαν νὰ ἀπομακρυνθεῖ γιὰ λίγο ἀπὸ τὴν Καισάρεια. Ὅταν ἔγινε διωγμὸς ἐναντίων τῶν Χριστιανῶν, οἱ εἰδωλολάτρες τὸν καταζητοῦσαν ὡς Χριστιανό, ἀλλὰ δὲν τὸν εὕρισκαν. Ἡ μητέρα του, ποὺ ποθοῦσε τὴ σωτηρία του, τοῦ συνέστησε νὰ ἀκολουθήσει τὸν δρόμο τῆς φυγῆς. Ἀλλὰ ὁ Ἅγιος ἀρνήθηκε. Τόσοι ἄλλοι μαρτυροῦσαν. Γιατί, λοιπόν, αὐτὸς νὰ δραπετεύσει; Ἔτσι, προσῆλθε μὲ προθυμία καὶ παραδόθηκε στοὺς διῶκτες του, τοὺς ὁποίους καὶ φιλοξένησε καὶ περιποιήθηκε σὰν νὰ ἦταν εὐεργέτες του.
Τὸν συνέλαβαν καὶ ἀφοῦ τὸν μαστίγωσαν τὸν ἔριξαν μέσα σὲ κοχλαζόμενο λέβητα, ὅπου διέμεινε πέντε ἡμέρες χωρὶς νὰ πάθει τίποτα. Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ διαφύλαξε τὸν Ἅγιο σῶο καὶ ἀβλαβή. Ἔτσι, πολλοὶ στρατιῶτες, ποὺ εἶδαν τὸ θαῦμα, πίστεψαν στὸν Χριστὸ καὶ βαπτίσθηκαν ἀπὸ τὸν Ἅγιο μὲ τὸ νερὸ τοῦ λέβητος.
Μόλις πληροφορήθηκε ὁ ἡγεμόνας τὸ γεγονὸς αὐτό, ἔστειλε ἐκεῖ ἄλλους στρατιῶτες νὰ βγάλουν τὸ Ἅγιο Βλάσιο ἀπὸ τὸν λέβητα. Ὅταν ὅμως καὶ αὐτοὶ ἔφθασαν ἐκεῖ καὶ εἶδαν τὸ θαῦμα, πίστεψαν στὸν Χριστό. Ἔπειτα πῆγε ἐκεῖ καὶ ὁ ἴδιος ὁ ἡγεμόνας, γιὰ νὰ δεῖ τὸν Ἅγιο μέσα στὸν λέβητα μὲ τὸ βρασμένο νερό. Ἐπειδὴ δέ, νόμιζε ὅτι τὸ νερὸ εἶχε κρυώσει, ζήτησε νὰ ἀντλήσουν ἀπὸ αὐτό, γιὰ νὰ νίψει τὰ μάτια του. Μόλις ὅμως ἔκανε αὐτὴ τὴν ἐνέργεια, ἀμέσως τυφλώθηκε καὶ συγχρόνως ξεψύχησε.
Ἔτσι, ὁ Ἅγιος ἀφέθηκε ἐλεύθερος. Ἀμέσως ἐπισκέφθηκε τὴν οἰκογένειά του καὶ στὴ συνέχεια παρέδωσε τὴν ψυχή του στὸν Θεό. Ἐκεῖνοι δὲ ποὺ κατὰ τύχη παρευρίσκονταν ἐκεῖ, κατὰ τὴν τελείωσή του, εἶδαν τὴ μακαρία του ψυχή, ποὺ βγῆκε ἀπὸ τὸ στόμα του, σὰν περιστερὰ λευκὴ καὶ ἀπαστράπτουσα, καὶ πέταξε στὸν οὐρανό.
Ἔτσι, ὁ Ἅγιος ἀφέθηκε ἐλεύθερος. Ἀμέσως ἐπισκέφθηκε τὴν οἰκογένειά του καὶ στὴ συνέχεια παρέδωσε τὴν ψυχή του στὸν Θεό. Ἐκεῖνοι δὲ ποὺ κατὰ τύχη παρευρίσκονταν ἐκεῖ, κατὰ τὴν τελείωσή του, εἶδαν τὴ μακαρία του ψυχή, ποὺ βγῆκε ἀπὸ τὸ στόμα του, σὰν περιστερὰ λευκὴ καὶ ἀπαστράπτουσα, καὶ πέταξε στὸν οὐρανό.
Ἅγιος Ρωμανὸς ὁ Πρίγκιπας
Ὁ Ἅγιος Ρωμανὸς τοῦ Οὔγκλιχ ἦταν υἱὸς τοῦ ἡγεμόνα Βλαντιμὴρ Κωνσταντίνοβιτς καὶ γεννήθηκε τὸ 1235 στὴ Ρωσία. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1285 μ.Χ.
Ἅγιοι Σταμάτιος καὶ Ἰωάννης οἱ Νεομάρτυρες οἱ αὐτάδελφοι καὶ ὁ συνοδίτης αὐτῶν Νικόλαος
Οἱ Ἅγιοι Νεομάρτυρες Σταμάτιος, Ἰωάννης καὶ Νικόλαος κατάγονταν ἀπὸ τὶς Σπέτσες καὶ μαρτήρησαν ὑπὲρ τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ στὴ Χῖο, τὸ ἔτος 1822 μ.Χ. Ἀπὸ αὐτοὺς οἱ δύο πρῶτοι, ὁ Σταμάτιος καὶ ὁ Ἰωάννης, ἤσαν ἀδελφοί. Ὁ πατέρας τοὺς ὀνομαζόταν Θεόδωρος Γκίνης καὶ ἡ μητέρα τοὺς Ἀνέζω.
Κατὰ τὸ ἔτος 1822 μ.Χ. οἱ Ἅγιοι ξεκίνησαν τὸ ταξίδι τους γιὰ τὴν Κωνσταντινούπολη μαζὶ μὲ ἄλλους πέντε ναυτικούς, ποὺ ἀσχολοῦνταν μὲ τὸ ἐμπόριο, μεταξὺ τῶν ὁποίων ἦταν καὶ ὁ συναθλητὴς αὐτῶν Νικόλαος. Ἡ σφοδρὴ θαλασσοταραχὴ τοὺς ἀνάγκασε νὰ προσαράξουν ἀπέναντι ἀπὸ τὴ Χῖο, σὲ παραλία τῆς Μικρασιατικῆς γῆς ποὺ ὀνομαζόταν Τσεσμέ. Ἀφοῦ ἐξῆλθαν στὴν ξηρά, φοβούμενοι τοὺς Τούρκους, ἐμπιστεύτηκαν τὴν ζωὴ τους σὲ κάποιον Χριστιανό, τὸν ὁποῖο παρακάλεσαν νὰ μεριμνήσει, δίδοντάς του ἀμοιβὴ γιὰ τὴν ἐξεύρεση ὑλικῶν, προκειμένου νὰ ἐπισκευάσουν τὰ χαλασμένο πλοιάριό τους. Ὅμως αὐτὸς τοὺς πρόδωσε στὸν ἀγᾶ καὶ ὁδήγησε ἐναντίων τους, τοὺς Τούρκους στρατιῶτες, οἱ ὁποῖοι τοὺς κατεδίωξαν. Ἀπὸ τοὺς ἑπτὰ οἱ δύο φονεύθηκαν, ἄλλοι δὲ δύο ἔφυγαν διὰ θαλάσσης. Οἱ Ὀθωμανοί, ἐξαγριωμένοι, συνέλαβαν τοὺς δύο ἀδελφούς, Σταμάτιο καὶ Ἰωάννη καὶ τὸν γέροντα πλοίαρχο Νικόλαο. Ὁ πασᾶς, ἀφοῦ τοὺς ἀνέκρινε, ἔδωσε ἐντολὴ νὰ φυλακίσουν τοὺς δύο ἀδελφοὺς καὶ νὰ ἀποκεφαλίσουν τὸ Νικόλαο στὴν ἐκτὸς τοῦ κάστρου πεδιάδα.
Οἱ Τοῦρκοι προέτρεπαν τὸ Νικόλαο νὰ ἀλλαξοπιστήσει, γιὰ νὰ γλυτώσει τὸν θάνατο καὶ νὰ κερδίσει τὴν ζωή, ἐκεῖνος ὅμως ἀπάντησε μὲ θάρρος ὅτι δὲν ἀρνεῖται τὴν πίστη του. Ἔτσι, ὀμολογώντας τὸν Χριστό, δέχθηκε τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου, ἀφοῦ ἀπέκοψαν τὴν τίμια κεφαλὴ αὐτοῦ.
Οἱ Τοῦρκοι προσπάθησαν νὰ ἐξισλαμίσουν καὶ τοὺς δύο ἀδελφούς. Παρὰ τὶς μεθοδικὲς καὶ ἐπίμονες προσπάθειες αὐτῶν, ἐπὶ ἑπτὰ συνεχεῖς ἡμέρες, δὲν κατάφεραν τίποτε. Οἱ Μάρτυρες βρῆκαν τὴν εὐκαιρία καὶ ἀπέστειλαν κρυφὰ ἔγγραφη τὴν ἐξομολόγησή τους πρὸς τὸν Μητροπολίτη Χίου, ὁ ὁποῖος τοὺς ἔδωσε τὴν εὐλογία του, γιὰ νὰ προχωρήσουν πρὸς τὸν δρόμο τοῦ μαρτυρίου μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία. Κοινωνήσαντες δὲ τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, τῶν ὁποίων τὴν ἀποστολὴ οἰκονόμησε ὁ Ἐπίσκοπος διὰ γυναικὸς, ἦσαν ἕτοιμοι γιὰ τὴν μεγάλη θυσία. Προσαχθέντες ἐνώπιον τοῦ πασᾶ, διεκήρυξαν καὶ πάλι τὴν ἀκλόνητη πίστη τους στὸν Χριστὸ καὶ πορευόμενοι πρὸς τὸ μαρτύριο φώναξαν πρὸς τὸ πλῆθος: «Χριστιανοὶ εἴμεθα, γιὰ τὸν Χριστὸ πηγαίνουμε στὸν θάνατο». Ἔτσι δέχθηκαν τοὺς στέφανους τοῦ μαρτυρίου, ἀποκεφαλισθέντες, ὁ μὲν νεομάρτυρας Σταμάτιος σὲ ἡλικία 18 ἐτῶν, ὁ δὲ νεομάρτυρας Ἰωάννης σὲ ἡλικία 22 ἐτῶν.
Οἱ Τοῦρκοι προσπάθησαν νὰ ἐξισλαμίσουν καὶ τοὺς δύο ἀδελφούς. Παρὰ τὶς μεθοδικὲς καὶ ἐπίμονες προσπάθειες αὐτῶν, ἐπὶ ἑπτὰ συνεχεῖς ἡμέρες, δὲν κατάφεραν τίποτε. Οἱ Μάρτυρες βρῆκαν τὴν εὐκαιρία καὶ ἀπέστειλαν κρυφὰ ἔγγραφη τὴν ἐξομολόγησή τους πρὸς τὸν Μητροπολίτη Χίου, ὁ ὁποῖος τοὺς ἔδωσε τὴν εὐλογία του, γιὰ νὰ προχωρήσουν πρὸς τὸν δρόμο τοῦ μαρτυρίου μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία. Κοινωνήσαντες δὲ τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, τῶν ὁποίων τὴν ἀποστολὴ οἰκονόμησε ὁ Ἐπίσκοπος διὰ γυναικὸς, ἦσαν ἕτοιμοι γιὰ τὴν μεγάλη θυσία. Προσαχθέντες ἐνώπιον τοῦ πασᾶ, διεκήρυξαν καὶ πάλι τὴν ἀκλόνητη πίστη τους στὸν Χριστὸ καὶ πορευόμενοι πρὸς τὸ μαρτύριο φώναξαν πρὸς τὸ πλῆθος: «Χριστιανοὶ εἴμεθα, γιὰ τὸν Χριστὸ πηγαίνουμε στὸν θάνατο». Ἔτσι δέχθηκαν τοὺς στέφανους τοῦ μαρτυρίου, ἀποκεφαλισθέντες, ὁ μὲν νεομάρτυρας Σταμάτιος σὲ ἡλικία 18 ἐτῶν, ὁ δὲ νεομάρτυρας Ἰωάννης σὲ ἡλικία 22 ἐτῶν.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Νομίμως ἀθλήσαντες, ὑπὲρ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, παμμάκαρ Σταμάτιε, σὺν Ἰωάννῃ ὁμοῦ, αὐτάδελφοι ἔνδοξοι, σύναθλον δὲ ἐν πᾶσι, τὸν Νικόλαον σχόντες, δόξης τῆς τῶν Μαρτύρων, ἠξιώθητε ἅμα, πρεσβεύοντες τῇ Τριάδι, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Νομίμως ἀθλήσαντες, ὑπὲρ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, παμμάκαρ Σταμάτιε, σὺν Ἰωάννῃ ὁμοῦ, αὐτάδελφοι ἔνδοξοι, σύναθλον δὲ ἐν πᾶσι, τὸν Νικόλαον σχόντες, δόξης τῆς τῶν Μαρτύρων, ἠξιώθητε ἅμα, πρεσβεύοντες τῇ Τριάδι, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Οἱ στερροὶ αὐτάδελφοι, μιᾷ ἀθλήσαντες γνώμῃ, ὁ κλεινὸς Σταμάτιος, σὺν Ἰωάννῃ ἐνθέως, τέτμηνται, σὺν Νικολάῳ, τῷ ὁμοψύχῳ, χαίροντες αὐτῶν τὰς κάρας πίστει Κυρίου· διὰ τοῦτο μαρτυρίου, τὸ θεῖον γέρας θεόθεν ἔλαβον.
Οἱ στερροὶ αὐτάδελφοι, μιᾷ ἀθλήσαντες γνώμῃ, ὁ κλεινὸς Σταμάτιος, σὺν Ἰωάννῃ ἐνθέως, τέτμηνται, σὺν Νικολάῳ, τῷ ὁμοψύχῳ, χαίροντες αὐτῶν τὰς κάρας πίστει Κυρίου· διὰ τοῦτο μαρτυρίου, τὸ θεῖον γέρας θεόθεν ἔλαβον.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις αὐταδέλφων ἡ ξυνωρίς, Ἰωάννη μάκαρ, καὶ Σταμάτιε καρτερέ, σὺν τῷ Νικολάῳ, ὑμῶν τῷ συνοδίτῃ, Σπετςῶν οἱ πολιοῦχοι, Χίου σεμνώματα.
Χαίροις αὐταδέλφων ἡ ξυνωρίς, Ἰωάννη μάκαρ, καὶ Σταμάτιε καρτερέ, σὺν τῷ Νικολάῳ, ὑμῶν τῷ συνοδίτῃ, Σπετςῶν οἱ πολιοῦχοι, Χίου σεμνώματα.
Ἅγιος Νικόλαος ὁ Ἰσαπόστολος
Ὁ Ἅγιος Νικόλαος, κατὰ κόσμο Ἰωάννης Ντιμιτρέβιτς Κασάτκιν, γεννήθηκε τὴν 1η Αὐγούστου 1836 στὸ χωριὸ Μπεργιοζόβσκυ τοῦ Μπέλκ, κοντὰ στὴν περιοχὴ τοῦ Σμολένκ. Οἱ γονεῖς του ὀνομάζονταν Δημήτριος καὶ Ξένη καὶ ἦσαν εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεοι. Ἔτσι ὁ Ἅγιος ἀγάπησε τὸν ἐκκλησιαστικὸ βίο ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία καὶ ἔκανε τὰ πρῶτα βήματά του μέσα στὴν Ἐκκλησία μὲ τὴν βοήθεια τοῦ πατέρα του, ὁ ὁποῖος ἦταν ἱερεύς. Ὅταν ὁ Ἰωάννης μεγάλωσε, πῆγε στὸ τοπικὸ δημοτικὸ σχολεῖο καὶ μετὰ στὸ ἐκκλησιαστικὸ σεμινάριο τοῦ Μελίνσκι. Ἀφοῦ ἀποφοίτησε μεταξὺ τῶν πρώτων, συνέχισε τὶς σπουδές του στὴ θεολογικὴ ἀκαδημία τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως, ἀπὸ τὴν ὁποία τελείωσε τὸ ἔτος 1861.
Στὴν Ἰαπωνία, λίγο μετὰ τὴν ἄφιξη τῶν Πορτογάλων Ἰησουϊτῶν στὸ νότιο ἄκρο τὸν 17ο αἰῶνα, οἱ Ὀλλανδοὶ ἔμποροι εἶχαν πείσει τὴν κυβέρνηση πὼς πρέπει ἡ χώρα νὰ προφυλαχθεῖ ἀπὸ τὴν ὀλέθρια ἐπιρροὴ τῶν ξένων. Τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν νὰ κλείσουν τὰ λιμάνια γιὰ ὅλους ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς ἐμπόρους αὐτούς. Γιὰ διακόσια χρόνια κράτησε ἡ πολιτικὴ τοῦ ἀπομονωτισμοῦ, ποὺ ἄρχισε σιγὰ – σιγὰ νὰ ὑποχωρεῖ. Ἔτσι δόθηκε στὸν Ἅγιο Νικόλαο ἡ εὐκαιρία νὰ κηρύξει τὸ Εὐαγγέλιο στὴν Ἄπω Ἀνατολή.
Στὸ Χακοντάτε, λιμάνι τῆς βόρειας Ἰαπωνίας, ἐγκαταστάθηκε Ρωσικὴ Πρεσβεία καὶ τὸ προσωπικό της χρειαζόταν ἐφημέριο. Ὁ Ἰωάννης, ποὺ πρὶν τελειώσει τὴν ἀκαδημία εἶχε καρεῖ μοναχός, εἶχε μετονομασθεῖ σὲ Νικόλαο καὶ εἶχε χειροτονηθεῖ Πρεσβύτερος τὸ 1860 ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Νόβγκοροντ καὶ Ἁγίας Πετρουπόλεως Γρηγόριο, ἦταν ἐκεῖνος ποὺ μὲ χαρὰ δέχθηκε νὰ ἐργαστεῖ ἱεραποστολικὰ στὴν Ἰαπωνία. Καὶ ἔτσι τὸ 1861, σὲ ἡλικία 26 ἐτῶν, ὁ νεαρὸς ἱερομόναχος ξεκίνησε χωρὶς συνοδεία καὶ ταξίδεψε στὴν Σιβηρία. Ἔτσι ἔφθασε στὸ Χακοντάτε ὡς ἐφημέριος τοῦ διπλωματικοῦ σώματος. Ἀπὸ ἐκεῖ ἔστειλε γράμμα στὸν Μητροπολίτη τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως περιγράφοντας τὸν πολιτισμό, τὴν εὐγένεια καὶ τὸν λεπτὸ χαρακτῆρα τῶν Ἰαπώνων. Τοὺς θαύμαζε γι’ αὐτὰ καὶ ὅμως συγχρόνως τοὺς λυπόταν, ἐπειδὴ τοὺς ἔλειπε τὸ κυριότερο: ἡ Ὀρθόδοξη πίστη.
Στὸ Χακοντάτε δὲν τὸν εἶχαν ὑποδεχθεῖ θερμὰ οὔτε οἱ Ρώσοι οὔτε οἱ Ἰάπωνες. Εἰδικὰ οἱ τελευταῖοι, ἐξ’ αἰτίας τοῦ χρόνιου ἀπομονωτισμοῦ τους, δὲν εἶχαν τὴν διάθεση νὰ ἀκούσουν τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου. Αὐτὸ ἀποθάρρυνε κάπως τὸ Νικόλαο. Στὶς 9 Σεπτεμβρίου τοῦ 1861, ὅμως, δέχθηκε τῆς ἐπίσκεψη τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἰννοκεντίου, ἱεραποστόλου τῆς Ἀμερικῆς. Ἐκεῖνος τὸν ἐπετίμησε γιὰ τὸν φθίνοντα ἐνθουσιασμό του καὶ τὸν συμβούλεψε νὰ μάθει τὴν ἰαπωνικὴ γλῶσσα. Ἔτσι καὶ ἔγινε. Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ἔμαθε τὴν γλῶσσα καὶ ἄρχισε νὰ κηρύττει. Κάποια βραδιά, λοιπόν, καθὼς μελετοῦσε στὸ κελί του, βλέπει ἕνα σαμουράϊ νὰ ὁρμᾶ στὸ δωμάτιό του μὲ τὸ σπαθὶ στὸ χέρι. Θὰ τὸν ἔσφαζε, τοῦ εἶπε, ἐὰν δὲν σταματοῦσε νὰ «διαφθείρει» μὲ τὰ κηρύγματά του τοὺς ντόπιους. Ταπεινὰ ὁ Ἅγιος Νικόλαος δέχθηκε νὰ πεθάνει, ἂν ὅμως πρῶτα ὁ ἐπίδοξος δολοφόνος του θὰ μάθαινε τί μελετοῦσε τὴν ὥρα ἐκείνη. Ὁ σαμουράϊ ἄφησε τὸ σπαθί του, γιὰ νὰ ἀκούσει τί εἶχε νὰ τοῦ πεῖ ὁ Ἅγιος. Καὶ ἔτσι αὐτὸς ἄρχισε νὰ τοῦ ἐξηγεῖ τὴν δημιουργία τοῦ σύμπαντος ἀπὸ τὸν Θεό, τὸ σχέδιο τῆς Θείας Οἰκονομίας καὶ πῶς ὁ Χριστὸς ᾖλθε στὸν κόσμο γιὰ νὰ σώσει τὸν ἄνθρωπο. Τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν, ὁ παραλίγο δήμιός του νὰ κατηχηθεῖ καὶ νὰ βαπτισθεῖ. Λίγα χρόνια ἀργότερα ὁ σαμουράϊ Τακούμα Σαβάμπε ἔγινε ὁ πατὴρ Παῦλος, ὁ πρῶτος Ὀρθόδοξος Ἰάπωνας ἱερέας. Ἀκολούθησαν χρόνια ἱεραποστολικῆς δράσεως, μεταφράσεως λειτουργικῶν βιβλίων καὶ τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ ἔντονης κατηχητικῆς διακονίας.
Τὸ ἔτος 1880, μετὰ ἀπὸ πολλὰ χρόνια ἱεραποστολικῆς δράσεως, ἐξελέγη καὶ χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος τῆς Ὀρθόδοξης Ἰαπωνικῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσικῆς Διασπορᾶς. Τὸ ἱεραποστολικό του ἔργο ἦταν πολὺ μεγάλο. Κατήχησε καὶ βάπτισε χιλιάδες ἀνθρώπους. Φρόντισε γιὰ τὴν ἀνέγερση ναῶν, τὴν πνευματικὴ καλλιέργεια καὶ τὴν λειτουργικὴ ἀγωγὴ τοῦ ἐφημεριακοῦ κλήρου. Ὁ ἴδιος ἔλεγε χαρακτηριστικά: «Ὁ Ὀρθόδοξος ἱεραπόστολος ὀφείλει νὰ ἔχει ἀνοιχτὲς τὶς πόρτες τοῦ σπιτιοῦ του, γι’ αὐτοὺς ποὺ ἐπιθυμοῦν μία προσωπικὴ ἐπικοινωνία καὶ νὰ μεταβαίνει πρόθυμα ὅπου ὑπάρχει δυνατότητα μεταδόσεως τοῦ Εὐαγγελίου».
Ὁ Ἅγιος Νικόλαος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1912.
Ὁ Ἅγιος Νικόλαος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1912.