Ὁ
Ἅγιος Εὐτύχιος γεννήθηκε τὸ ἔτος 512 μ.Χ. καὶ ἔζησε κατὰ τὴν ἐποχὴ
τοῦ αὐτοκράτορος Ἰουστινιανοῦ Α’ τοῦ Μεγάλου. Καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη
Θεία Κώμη τῆς Φρυγίας καὶ ἦταν υἱὸς τοῦ Ἀλεξάνδρου, σχολαρίου ὑπὸ τὸν
στρατηγὸ Βελισσάριο καὶ τῆς Συνεσίας. Διδάχθηκε τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο καὶ
βαπτίσθηκε Χριστιανὸς ἀπὸ τὸν ἱερέα Ἡσύχιο, ὁ ὁποῖος ἦταν παππούς του
καὶ λειτουργοῦσε στὴν Ἐκκλησία τῆς Αὐγουστοπόλεως. Σύμφωνα μὲ τὸ
Συναξάρι ὁ Ἡσύχιος εἶχε τὸ ὀφφίκιο τοῦ σκευοφύλακος καὶ λόγω τῆς
ἁγιότητας τοῦ βίου του εἶχε λάβει ἀπὸ τὸν Θεὸ τὸ χάρισμα τῆς
θαυματουργίας.
Ὁ
Ἅγιος χειροτονήθηκε ἀναγνώστης ἀπὸ τὸν τότε Ἐπίσκοπο Ἀμασείας στὸ ναὸ
τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου Οὐρβικίου. Στὴν συνέχεια χειροτονήθηκε
διάκονος καὶ πρεσβύτερος καὶ εἰσῆλθε σὲ μονὴ τῆς Ἀμασείας, ποὺ εἶχε
ἱδρυθεῖ ἀπὸ τοὺς Ἀρχιερεῖς Μελέτιο καὶ Σέλευκο, τῆς ὁποίας ἀργότερα
ἀνεδείχθη καὶ ἡγούμενος.
Τὰ
χρόνια ποὺ ἀκολούθησαν δὲν ἦταν εἰρηνικὰ γιὰ τὴν Ἐκκλησία, λόγω τῶν
αἱρετικῶν δοξασιῶν ποὺ δίδασκαν νέοι Ὠριγενιστὲς καὶ κρυπτομονοφυσίτες.
Οἱ ἔριδες τῶν μοναχῶν τῆς Παλαιστίνης περὶ τοῦ Ὠριγένους ἀποτελοῦν
τὴν Τρίτη καὶ τελευταία φάση τῶν ὠριγενιστικῶν ἐρίδων. Προοίμιο αὐτῶν
ὑπῆρξε ἡ κατὰ τὸ ἔτος 507 μ.Χ. διάσταση λογίων μοναχῶν τῆς Μεγάλης
Λαύρας πρὸς τὸν ἡγούμενο αὐτῆς, τὸν Ὅσιο Σάββα τὸν Ἡγιασμένο, ποὺ
ἔφυγαν ἀπὸ τὴν Λαύρα καὶ ἵδρυσαν περὶ τὸ 514 μ.Χ. τὴ Νέα Λαύρα, ἡ ὁποία
κατέστη κέντρο τοῦ ὠριγενισμοῦ. Οἱ ἀντιωριγενιστὲς μοναχοὶ ἔκαναν
ἔκκληση πρὸς τὸν αὐτοκράτορα Ἰουστινιανὸ νὰ καταδικάσει τὸν Ὠριγένη.
Τὴν αἴτηση αὐτὴ ὑποστήριξε ὁ Πατριάρχης Μηνᾶς.
Ἔτσι,
τὸ ἔτος 543 μ.Χ., συνῆλθε στὴν Κωνσταντινούπολη Ἐνδημοῦσα Σύνοδος,
ὕστερα ἀπὸ πρόσκληση τοῦ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μηνᾶ, μὲ σκοπὸ τὴν
εἰρήνευση τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν καταδίκη τῶν αἱρετικῶν. Διὰ
διατάγματος ποὺ ἐκδόθηκε τὸ ἔτος 543 μ.Χ. ὁ Ἰουστινιανὸς ἐστράφη κατὰ
τῶν αἱρετικῶν. Καταδίκασε τὶς κακοδοξίες τοῦ Ὠριγένους, θεώρησε τὰ
συγγράμματα αὐτοῦ κακόδοξα καὶ καταδίκασε αὐτὸ τὸ πρόσωπο τοῦ Ὠριγένους.
Διὰ τρίτου διατάγματος ὁ Ἰουστινιανός, τὸ ἔτος 544 μ.Χ., καταδίκασε
τὰ «Τρία Κεφάλαια», δηλαδὴ α) τὸν Θεόδωρο Μοψουεστίας καὶ τὰ
αἱρετικά του συγγράμματα, β) τὰ κατὰ τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας
καὶ τῆς Γ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ ὑπὲρ τοῦ Νεστορίου συγγράμματα τοῦ
Θεοδωρήτου Κύρου καὶ γ) τὴν ἐπιστολὴ τοῦ Ἴβα Ἐδέσσης πρὸς τὸν Πέρση
Μάρη.
Ὅταν
τὸ ἔτος 552 μ.Χ. κοιμήθηκε ὁ Πατριάρχης Μηνᾶς, ὁ Ἅγιος Εὐτύχιος ἦλθε
ἀπὸ τὴν Ἀμάσεια στὴ Βασιλεύουσα καὶ ἐξελέγη Πατριάρχης
Κωνσταντινουπόλεως.
Οἱ
ταραχὲς ὅμως τῶν αἱρετικῶν συνεχίζονταν καὶ ταλάνιζαν τὴν Ἐκκλησία. Ἡ
Ε’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ἡ ὁποία συνῆλθε στὴν Κωνσταντινούπολη, τὸ
ἔτος 553 μ.Χ. ὑπὸ τὴν προεδρία τοῦ Ἁγίου Εὐτυχίου, ἐπικύρωσε τὴν
ἀπόφαση τῆς Ἐνδημούσης Συνόδου καὶ προέβη στὴν καταδίκαση τῶν «Τριῶν Κεφαλαίων». Ὁ σκοπὸς ὅμως τῆς καταδίκης τῶν «Τριῶν Κεφαλαίων»
δὲν ἐπετεύχθη, διότι οἱ μονοφυσίτες ἐνέμεναν στὴν ἀπόσχιση καὶ στὶς
αἱρετικὲς δοξασίες τους. Ἕνεκα τούτου ὁ Ἰουστινιανὸς τὸ ἔτος 564 μ.Χ.
ἐξέδωσε διάταγμα, διὰ τοῦ ὁποίου ἐπέβαλε τὸν ἀφθαρτοδοκητισμό. Ἡ
διδασκαλία αὐτὴ εἶχε διατυπωθεῖ ἀπὸ τὸν καταφυγόντα στὴν Αἴγυπτο
μονοφυσίτη Ἐπίσκοπο Ἁλικαρνασσοῦ Ἰουλιανό. Συγκεκριμένα ὁ Ἰουλιανὸς
δίδασκε ὅτι τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἤδη ἀπὸ τῆς συλλήψεως καὶ γεννήσεως
Αὐτοῦ, ἀπηλλάγη τῆς φθορᾶς καὶ ἑπομένως τῶν φυσικῶν ἀναγκῶν (πείνας,
δίψας, καμάτου, ἱδρῶτος, δακρύων κ.τ.λ) – τῶν λεγομένων «ἀδιαβλήτων παθῶν»
– καὶ μόνο «κατ’ οἰκονομίαν» καὶ «κατὰ χάριν» φαινόταν ὑποκείμενο σὲ
αὐτά. Ὁ Ἅγιος Εὐτύχιος καὶ οἱ λοιποὶ Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς, πρὸς
τοὺς ὁποίους ἀπευθύνθηκε, δὲν δέχθηκαν τὸ δυσσεβὲς διάταγμα.
Γι’ αὐτὸ τὸν λόγο ὁ Ἅγιος, τὸ ἔτος 565 μ.Χ., καθαιρέθηκε ἀπὸ τὸν
πατριαρχικὸ θρόνο ὑπὸ Συνόδου ἐρήμην, ἀφοῦ ἀρνήθηκε νὰ παρουσιασθεῖ καὶ
ἐξορίσθηκε ἀρχικὰ στὴν Πρίγκηπο. Στὸ Συναξάρι του ἀναφέρεται ὅτι μετὰ
κατέφυγε σὲ μοναστήρι τῆς Ἀμασείας στὸ ὁποῖο ζοῦσε ἀσκητικὰ καὶ
ἀξιώθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ ἐπιτελεῖ θαύματα.
Μετὰ
ἀπὸ δώδεκα χρόνια ἐξορίας, ὁ αὐτοκράτορας Ἰουστίνος ὁ Β’, τὸ ἔτος 577
μ.Χ., ἀποθανόντος τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Ἰωάννου τοῦ Γ’,
ἐπανέφερε μὲ τιμὴ καὶ δόξα τὸν Ἅγιο στὸν πατριαρχικὸ θρόνο. Κατὰ τὴν
δεύτερη πατριαρχία του ὁ Ἅγιος μὲ τὴν προσευχή του ἔσωσε τὸν λαὸ ποὺ
μαστιζόταν ἀπὸ θανατηφόρα ἐπιδημία. Τὸ ὀρθόδοξο φρόνημά του καὶ ὁ ἀγώνας
του γιὰ τὴν ἀκεραιότητα τῆς πίστεως τὸν ὁδήγησαν σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν
ἀποκρισάριο τῆς Ρώμης Γρηγόριο, τὸν μετέπειτα Πάπα, λόγῳ τῶν δοξασιῶν
του περὶ ἀναστάσεως σαρκός.
Ὁ
Ἅγιος Εὐτύχιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 582 μ.Χ. Τὸ ἱερὸ λείψανό
του ἐναποτέθηκε στὸ θυσιαστήριο τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, μετὰ τὴν κρηπίδα
τῆς Ἁγίας Τραπέζης, ὅπου κατέκειντο καὶ τὰ ἱερὰ λείψανα Ἀνδρέου,
Τιμοθέου καὶ Λουκᾶ τῶν Ἀποστόλων.Σώζονται ἀποσπάσματα τοῦ ἔργου αὐτοῦ «Περὶ Εὐχαριστίας», «Ἐπιστολὴ πρὸς Πάπαν Βιγίλιον περὶ τῶν Τριῶν Κεφαλαίων» καὶ «Συνοδικὴ Ἐπιστολή». Τρία ἄλλα ἔργα του χάθηκαν, ἤτοι τὸ «Περὶ ἀναστάσεως σαρκός», τὸ «Κατὰ Ἀφθαρτοδοκητῶν» καὶ τὸ «Κατὰ τῆς μονοφυσιτικῆς διασκευῆς τοῦ Τρισαγίου». Τὸν Βίο τοῦ Ἁγίου συνέταξε ὁ μαθητής του Εὐστράτιος.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’ . Τὴν ὡραιότητα.
Βίον
οὐράνιον, Πάτερ κτησάμενος, σκεῦος ἐπάξιον, ὤφθης τῆς χάριτος, λόγῳ
καὶ πράξει βεβαιῶν, τὴν θείαν σοι χορηγίαν· ὅθεν ἱεράτευσας, ἰσαγγέλως
τῷ Κτίσαντι, ἔνδοξε Εὐτύχιε, Ἐκκλησίας ὡράϊσμα, ἣν φύλαττε ταῖς σαῖς
προστασίαις, πάσης ἀνάγκης ἀνωτέραν.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Εὐκληρίας
χάριτας θεοδωρήτου, ἱερὲ Εὐτύχιε, ἀναβλυστάνεις δαψιλῶς, τοῖς ἐν
αἰνέσει κραυγάζουσι· χαίροις Πατέρων φαιδρὸν ἀγαλλίαμα.
Μεγαλυνάριον.
Ὤφθης
εὐτυχίας πνευματικῆς, ἀμάραντον δένδρον, Ἱεράρχα καρποδοτοῦν, ἀμοιβῶν
τὴν χάριν, ὥσπερ Ἀγγέλων βρῶσιν, Εὐτύχιε τρισμάκαρ, τοῖς σὲ
γεραίρουσι.