Ὁ Ἅγιος Νικόλαος (Ρομανώφ), τσάρος της Ρωσσίας, γεννήθηκε στίς 18 Μαΐου 1868 στήν Ἁγία Πετρούπολη καί ἦταν ὁ μεγαλύτερος υἱός τοῦ αὐτοκράτορος τῆς Ρωσσίας Ἀλεξάνδρου Γ’ καί τῆς Μαρίας. Ἡ περίοδος τῆς διακυβέρνησής του τελείωσε μέ τήν ἔναρξη τῆς Ρωσσικῆς Ἐπανάστασης, τό 1917, ὁπότε καί ἐκτελέσθηκε τόσο ὁ Νικόλαος ὅσο καί τά λοιπά μέλη τῆς αὐτοκρατορικῆς οἰκογένειας ἀπό τούς Μπολσεβίκους, παρ’ ὅλο πού εἶχε προηγουμένως παραιτηθεῖ.
Στίς ἀρχές Μαρτίου 1917, ἡ Προσωρινή Κυβέρνηση ἔβαλε τόν Νικόλαο Β’ καί τήν οἰκογένειά του σέ κατ’ οἶκον περιορισμό σέ ἀνάκτορο, κοντά στήν Ἁγία Πετρούπολη. Τόν Αὔγουστο τοῦ 1917, ἡ κυβέρνηση Κερένσκι μετέφερε τούς Ρομανώφ στό Τομπόλσκ στά Οὐράλια, ἰσχυριζόμενη ὅτι ἔτσι θά προστατευόταν ἀπό τό ἐντεινόμενο ἐπαναστατικό κλῖμα. Ὅταν οἱ Μπολσεβίκοι ἀνέβηκαν στήν ἐξουσία, τόν Ὀκτώβριο, τά μέτρα κράτησής τους ἔγιναν αὐστηρότερα καί ἡ σκέψη νά δικασθεῖ ὁ Νικόλαος ἀκουγόταν ὅλο καί πιο συχνά. Ὅσο ἡ ἀντιεπαναστατική Λευκή κίνηση συγκέντωνε δυνάμεις, ὁ Νικόλαος, ἡ Ἀλεξάνδρα καί ἡ κόρη τους Μαρία μεταφέρθηκαν τόν Ἀπρίλιο τοῦ 1918 στό Αἰκατερίνενμπουργκ. Ἐκεῖ, τό βράδυ τῆς 17ης Ἰουλίου 1918, οἱ Μπολσεβῖκοι ξύπνησαν τόν Νικόλαο, τήν Ἀλεξάνδρα, τά παιδιά τους, τόν γιατρό τους καί τρεῖς ὑπηρέτες, τούς πῆγαν στό ὑπόγειο καί τούς φόνευσαν. Τό τηλεγράφημα πού ἔδινε τήν ἐντολή ἐκ μέρους τοῦ Ἀνώτατου Σοβιέτ στήν Μόσχα ὑπογράφηκε ἀπό τόν Γιάκοβ Σβερντλόφ. Ὁ Νικόλαος, ὁ τό πάθος φέρων, ἦταν ὁ πρῶτος πού πέθανε. Φονεύθηκε μέ πολλαπλές σφαῖρες στό κεφάλι καί στό στῆθος. Τελευταῖες πέθαναν οἱ κόρες, πού τίς λόγχισαν μέ ξιφολόγχη.