Ὁ Ἅγιος Μύρων, ὁ ὁποῖος καταγόταν ἀπὸ τὴν Κρήτη, ἀπὸ μικρὸς διακρινόταν γιὰ τὸ ζῆλο του καὶ τὴν βαθιὰ πίστη του στὸν Θεό.
Ἀφοῦ παντρεύτηκε, ἀσχολήθηκε μὲ τὴν καλλιέργεια τῆς γῆς. Ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ἔβγαζε ἔδινε ἕνα μέρος στοὺς φτωχοὺς καὶ ὅσο ἔδινε τόσο ἡ σοδειά του αὐξάνονταν. Ἡ συμπάθεια τοῦ Ἁγίου πρὸς τοὺς ἐνδεεῖς, ξεπερνοῦσε κάθε μέτρο.
Μάλιστα λέγεται ὅτι κάποτε συνέλαβε κάποιους μέσα στὴν ἀποθήκη νὰ τοῦ κλέβουν τὸ σιτάρι καὶ ἀντὶ νὰ τοὺς κυνηγήσει, ἀντίθετα τοὺς βοήθησε μεταφέροντας καὶ ὁ ἴδιος τὰ σακιά. Γιὰ ὅλες λοιπὸν τὶς ἀρετὲς αὐτές, ὁ Μύρων χειροτονήθηκε ἱερέας. Μετὰ τὸ σταμάτημα τοῦ διωγμοῦ τῶν χριστιανῶν, ἔγινε δεσπότης στὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο τῆς Κρήτης.Στὰ
χρόνια ποὺ ἦταν δεσπότης στὴν Κρήτη, ἔκανε πάρα πολλὰ θαύματα. Ἕνα ἀπὸ
αὐτὰ εἶναι καὶ τὸ ἑξῆς: Κάποτε ὁ Ἅγιος ἤθελε νὰ περάσει ἀπὸ τὸν ποταμὸ
Τρίτωνα καὶ ὁ ποταμὸς εἶχε πλημμυρίσει. Τότε ὁ Ἅγιος πρόσταξε καὶ ἡ ροὴ
τοῦ ποταμοῦ σταμάτησε καὶ τὰ νερὰ δὲν προχωροῦσαν μέχρι τὴν στιγμὴ ποὺ ὁ
Μύρων ξαναπέρασε καὶ πῆγε στὸ σπίτι του. Ὅταν ἔφθασε ἐκεῖ, ἔστειλε τὸ
ραβδί του μὲ κάποιους ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι τάραξαν τὰ νερὰ μὲ αὐτὸ καὶ
ἔτσι αὐτὰ ἐπανῆλθαν στὴν κανονική τους ροή.
Αὐτὰ καὶ ἄλλα πολλὰ ἔκανε μέχρι τὸν θάνατό του ὁ Ἅγιος Μύρων, ὁ ὁποῖος πέθανε σὲ ἡλικία ἑκατὸ ἐτῶν.