Γεννήθηκε στὴν Ἀντιόχεια καὶ ἦταν στρατιωτικὸς γιὰ ἑξήντα ὁλόκληρα χρόνια. Στρατεύθηκε ὅταν βασίλευε ὁ Κώνστας ὁ Χλωρός, πατέρας τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου. Ἔζησε πολλὰ χρόνια καὶ πρόφθασε μέχρι καὶ τὴ βασιλεία τοῦ Ἰουλιανοῦ του Παραβάτη.
Ὅταν κάποτε ὁ βασιλιὰς αὐτὸς ἔφθασε στὴν Ἀντιόχεια, ζήτησε νὰ τὸν δεῖ κάποιος γέροντας στρατιώτης 110 χρονῶν! Ὁ Ἰουλιανὸς ἀπὸ περιέργεια τὸν δέχθηκε, καὶ ἔμεινε ἔκπληκτος ὅταν εἶδε τὸ γέροντα στρατιώτη τόσων χρονῶν νὰ διατηρεῖ ἀλύγιστο τὸ σῶμα του. Διέταξε καὶ τὸν περιποιήθηκαν ὅσο τὸ δυνατὸν καλύτερα. Ἀλλὰ ὁ Εὐσίγνιος δὲν ἱκανοποιήθηκε ἀπ' αὐτὲς τὶς περιποιήσεις τοῦ Ἰουλιανοῦ καὶ τοῦ δήλωσε ὅτι εἶναι χριστιανὸς καὶ ὅτι μάταια προσπαθεῖ νὰ ζωντανέψει ἕνα πτῶμα, ὅπως εἶναι ἡ εἰδωλολατρία. Καὶ ἐπὶ τέλους, νὰ πάψει νὰ διώκει τὸν Χριστό.
Ὅταν ἄκουσε αὐτὰ ὁ Ἰουλιανός, ἐξαγριώθηκε καὶ διέταξε ἀμέσως νὰ τὸν ἀποκεφαλίσουν. Τότε ὁ Εὐσίγνιος, γεμάτος ἀπὸ χαρά, εἶπε: «Εὐχαριστῶ, βασιλιά. Ὁ
θάνατος μὲ σεβάστηκε στὸ πεδίο τῶν μαχῶν, γιὰ νὰ μὲ εὕρει τώρα καὶ νὰ
μοῦ δώσει τὸ κτύπημα χάριν τοῦ Χριστοῦ. Τέτοιο τέλος εἶναι ἄξιο
χριστιανοῦ στρατιώτη, καὶ δοξολογῶ τὸν Ὕψιστο ποὺ εὐδόκησε νὰ μὲ
ἐπιφυλάξει γιὰ τέτοιο τέλος».
Ἔτσι ὁ Εὐσίγνιος ἔλαβε τὸν τίμιο θάνατο τοῦ μαρτυρίου μὲ ἀποκεφαλισμό.
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς
ἔμπλεως πίστεως, τῆς πρὸς Χριστὸν εὐσεβῶς, νεάζον τὸ φρόνημα, ἔσχες ἐν
γήρᾳ καλῶς, Εὐσίγνιε ἔνδοξε· ὅθεν ὁμολογήσας, τὸν Ὑπέρθεον Λόγον,
ἤλεγξας θαρσαλέως, Παραβάτου τὸ θράσος· ἐντεῦθεν μετὰ Μαρτύρων, ὡς
Μάρτυς δεδόξασαι.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.
Ὡς
πολιὸς τῷ σώματι, σύνεσιν θείαν ἤνεγκας, δι’ ἧς ἀμβλύνας ἀσυνέτων τὴν
ἔπαρσιν, νεανικῶς ἠρίστευσας, καὶ τιμηθεὶς τὸν αὐχένα, τῶν αἱμάτων τοῖς
ῥείθροις ἐνθέως ἤρδευσας, Εὐσίγνιε τρισμάκαρ, τοὺς μέλποντας τὴν σὴν
ἄθλησιν.
Μεγαλυνάριον.
Πίστει
ἀναθάλλων τῇ πρὸς Χριστόν, ἐν γήρατι χαίρων, ἠγωνίσω νεανικῶς, καὶ τοῦ
Παραβάτου, τὴν ἄνοιαν αἰσχύνας, μαρτυρικῆς ἐπέβης, δόξης Εὐσίγνιε.