Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἀντίοχος καταγόταν ἀπό τήν Σεβάστεια τῆς Καππαδοκίας καί ἄθλησε στά χρόνια τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.). Ἰατρός στό ἐπάγγελμα, προσῆλθε στόν Χριστιανισμό, ἀφοῦ κατηχήθηκε ἀπό τόν ἀδελφό του Πλάτωνα († 18 Νοεμβρίου). Πλήρης εὐσέβειας καί ἀγάπης πρός τόν πλησίον, περιδιάβαινε στίς πόλεις παρέχοντας τίς ὑπηρεσίες του δωρεάν καί κηρύττοντας τό Εὐαγγέλιο. Διερχόμενος τήν Γαλατική Καππαδοκία, συνελήφθη ἀπό τόν ἡγεμόνα της Ἀδριανό, ἀρνήθηκε δέ νά ἀποκηρύξει τόν Χριστό καί νά θυσιάσει στά εἴδωλα. Καταδικάσθηκε τότε σέ θάνατο καί ὑποβλήθηκε σέ σκληρά βασανιστήρια. Ἔτσι καταξεσχίσθηκαν οἱ σάρκες καί οἱ πλευρές του, κατακάηκε μέ ἀναμμένες λαμπάδες καί ἡμιθανής ρίφθηκε στήν φυλακή. Ἐμμένοντας καί μετά ἀπό αὐτά στήν ὁμολογία του, ἀφοῦ ὑποβλήθηκε σέ νέα σειρά βασανιστηρίων, τελειώθηκε δι’ ἀποκεφαλισμοῦ. Ὁ δήμιός του, ὀνόματι Κυριάκος, ἐπειδή θαύμασε τήν εὐψυχία καί τήν ἀγαθότητα τοῦ Ἀντιόχου, ὁμολόγησε τόν Χριστό καί ὑπέστη καί ὁ ἴδιος τόν μαρτυρικό θάνατο δι’ ἀποκεφαλισμού.