Ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος ὁ Θαυματουργὸς γεννήθηκε τὸ ἔτος 1316 στὴν πόλη Νίζνϊυ – Νόβγκοροντ τῆς Ρωσίας, μία μικρὴ πόλη τοποθετημένη στὴν συμβολὴ τῶν ποταμῶν Βόλγα καὶ Ὄκα, στὸ πριγκιπάτο τῆς Σουζδαλίας. Ἦταν τὰ χρόνια τοῦ ταταρικοῦ ζυγοῦ καὶ τῶν ἐσωτερικῶν πολέμων ἀνάμεσα στοὺς Ρώσους πρίγκιπες. Ἡ Ρωσία ἔπρεπε νὰ ὑποστεῖ πολέμους, πυρκαγιὲς καὶ ὀλέθρους. Ἐνῷ οἱ εἰδωλολάτρες λεηλατοῦσαν πόλεις καὶ μονὲς καὶ σκότωναν τοὺς φιλήσυχους κατοίκους ἢ τοὺς σκλάβωναν, οἱ Χριστιανοὶ πρίγκιπες, ἀντὶ νὰ ὑπερασπιστοῦν τοὺς ὑπηκόους τους ἀπὸ τοὺς καταπιεστές, σήκωναν ὁ ἕνας ἐναντίων τοῦ ἄλλου τὸ ἀδελφοκτόνο χέρι, καλώντας συχνὰ σὲ συνδρομὴ τοὺς εἰδωλολάτρες, ὥστε νὰ μπορέσουν μὲ τὴν βοήθεια τῶν Ταταρομογγολικῶν δυνάμεων νὰ προσθέσουν στὴν κυριαρχία τους νέα ἐδάφη ποὺ τὰ ἅρπαζαν ἀπὸ τοὺς γειτονικοὺς πρίγκιπες. Οἱ νέοι ἀσκητὲς στὴν δύσκολη ἐκείνη περίοδο συνεισέφεραν μὲ τὴν σοφία καὶ τὴν ψυχική τους δύναμη καὶ συμπαραστέκονταν στὴν πνευματικὴ στέρηση τοῦ Ρωσικοῦ λαοῦ.
Ὁ Ὅσιος ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία ἐξεδήλωσε τὴν δίψα του γιὰ τὰ γράμματα καὶ τὴν ἀγάπη του πρὸς τὸν μοναχικὸ βίο. Στὴν παιδική του ἡλικία, ὑπὸ τὴν καθοδήγηση τοῦ ἐφημέριου τοῦ χωριοῦ του, ἄρχισε νὰ μαθαίνει νὰ διαβάζει καὶ νὰ γράφει, γιὰ νὰ εἶναι σὲ θέση νὰ διαβάζει τὶς θεῖες Γραφὲς καὶ τὰ ἔργα τῶν Ἁγίων Πατέρων. Τὰ παιχνίδια δὲν τὸν ἐνδιέφεραν.
Τὸ δεύτερο σχολεῖο τοῦ μικροῦ Εὐθυμίου ἦταν ὁ οἶκος τοῦ Κυρίου, ὅπου συχνὰ πήγαινε. Ἀποσυρόταν σὲ μία σκοτεινὴ πλευρὰ τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ νὰ μὴν ἀπασχολεῖται μὲ ἀνούσιες συζητήσεις καὶ συγκεντρωνόταν στὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἀνάγνωση τοῦ Ψαλτηρίου, τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων. Καταλάβαινε βαθύτατα τὴ σκέψη τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ὅτι ὁ Χριστιανὸς πρέπει νὰ εἶναι παιδὶ ὡς πρὸς τὴν ἁγνότητα καὶ ἄνδρας ὡς πρὸς τὴν λογική. Ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ τὸν περιέβαλαν ἄκουγε διηγήσεις γιὰ ἁγίους ἀνθρώπους, ποὺ μιμούμενοι τὴν ἀγγελικὴ ζωὴ ἀποσύρονταν ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ τὶς πολυτέλειες, γίνονταν ἐρημῖτες καὶ ζοῦσαν σὲ ἡσυχία καὶ μετάνοια. Στὴν ψυχὴ τοῦ νεαροῦ ὡρίμασε ἡ ἀπόφαση νὰ ἀφιερώσει τελείως τὴν ζωή του στὸν Θεό. Ἀναζήτησε, λοιπόν, ἕναν πνευματικὸ καθοδηγητὴ ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ τὸν ὁδηγήσει στὴν ὁδὸ τῆς τελειώσεως.
Τὴν πνευματικὴ καθοδήγησή του ἀνέλαβε ὁ Ἅγιος Διονύσιος, μοναχὸς στὴ μονὴ τῶν Σπηλαίων τοῦ Νιζνέγκοροντ καὶ μετέπειτα Ἀρχιεπίσκοπος Σουζδαλίας († 26 Ἰουνίου καὶ 15 Ὀκτωβρίου). Πῶς ὅμως ὁ Εὐθύμιος συνδέθηκε μὲ τὸν ἅγιο γέροντά του;
Περὶ τὸ ἔτος 1330 ἔφθασε στὸ Νίζνϊυ – Νόβγκοροντ ἕνας εὐσεβὴς μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Διονύσιος. Αὐτὸς ἔσκαψε μία σπηλιὰ σὲ μία ἀπόκρημνη ὄχθη τοῦ Βόλγα καὶ ἐγκαταστάθηκε ἐκεῖ, ἀφοσιωμένος στὸν ἀσκητικὸ βίο. Οἱ φῆμες σχετικὰ μὲ τὴν ἀσκητική του ζωὴ σύντομα διαδόθηκαν στὰ περίχωρα καὶ ὁ κόσμος ἄρχισε νὰ ἀπευθύνεται σὲ αὐτόν, ζητώντας του νά τοὺς συμβουλέψει καὶ νὰ προσευχηθεῖ γι’ αὐτούς. Ἔτσι δημιουργήθηκε μία ὁμάδα μαθητῶν καὶ δίπλα στὴν ἀρχικὴ σπηλιὰ κτίσθηκε ἕνα μοναστήρι καὶ μία Ἐκκλησία ἀφιερωμένη στὴν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου. Ἀλλὰ καὶ ὁ Εὐθύμιος εἶχε ἀκούσει πολλὲς φορὲς νὰ ὁμιλοῦν γι’ αὐτὸν τὸν ἀσκητή. Μία ἡμέρα, λοιπόν, ἀποφάσισε νὰ ἐπισκεφθεῖ τὸ μοναστήρι γιὰ νά τὸν συναντήσει. Ἀφοῦ τελικὰ ἔφθασε, ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ γέροντα ἀσκητῆ, βρέχοντάς τα μὲ δάκρυα, ἀλλὰ δὲν κατόρθωνε νὰ ἐκφράσει αὐτὸ ποὺ ἡ καρδιά του ἐπιθυμοῦσε. Ὁ Στάρετς τοῦ εἶπε νὰ σηκωθεῖ καὶ τὸν ρώτησε: «Γιατί, παιδί μου, ἦλθες σὲ ἐμένα τὸν ἄθλιο καὶ εὐτελή;». Ὁ νέος τότε ἀπάντησε: «Πάτερ, πάρε μὲ στὸ ἅγιο καὶ ἐκλεκτό σου ποίμνιο. Ἐπιθυμῶ, ὦ μακάριε καὶ ἅγιε ἄνθρωπε, ὁ Θεός, μὲ τὴν μεσολάβησή σου, νὰ μοῦ ἐπιτρέψει νὰ ζήσω τὴ μοναστικὴ ζωὴ καὶ νὰ εἶμαι προσανατολισμένος ἀπὸ σένα στὴν ὁδὸ τῆς σωτηρίας».
Ὁ Ἅγιος Διονύσιος ἔμεινε ἔκπληκτος ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία τοῦ νέου καὶ τοῦ ἔδωσε κουράγιο, δοξάζοντας τὸν Θεὸ γιὰ τὴν ἀπόφασή του νὰ ἀρνηθεῖ τὶς πολυτέλειες τοῦ κόσμου καὶ νὰ ἀναλάβει στοὺς ὤμους του τὸ θεῖο ζυγό.
Ἀφοῦ ἄφησε τὸν νέο νὰ μπεῖ στὸ κελί του, εἶχε μαζί του μία πνευματικὴ συζήτηση μὲ σκοπὸ νὰ ἐξετάσει τὶς πραγματικὲς προθέσεις του καὶ ἀφοῦ πείσθηκε γιὰ τὴν εἰλικρίνεια τοῦ χαρακτῆρος τοῦ νεαροῦ Εὐθυμίου, τὸν ἔκειρε λίγο ἀργότερα μοναχό, δίνοντάς του τὸ ὄνομα Εὐθύμιος.
Ἡ καρδιὰ τοῦ μοναχοῦ Εὐθυμίου πλημμύρισε ἀπὸ μεγάλη χαρὰ καὶ ἀπηύθυνε στὸν Κύριο δοξαστικὴ ἱκεσία: «Σὲ εὐλογῶ, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Θεέ, γιὰ τὴ σωτηρία μου, ἐπειδὴ ἔκρινες ἐμένα, τὸν ἁμαρτωλὸ καὶ εὐτελή, ἄξιο νὰ λάβει τὴν πολυπόθητη σωτηρία».
Ὁ Εὐθύμιος ἀφιερώθηκε στὴν ἄσκηση τῆς ἀδιάλειπτης προσευχῆς καὶ στὴ νηστεία, θέλοντας νὰ δαμάσει τὶς ἐπιθυμίες του. Τὴν ἡμέρα ἐκτελοῦσε μὲ ὑπακοὴ καὶ ζῆλο τὰ καθήκοντα ποὺ τοῦ ἀνέθεταν οἱ πατέρες τῆς μονῆς. Τὴ νύχτα ἀποσυρόταν σὲ μία σπηλιὰ μόνος καὶ προσευχόταν φλογερὰ πρὸς τὸν Κύριο, δίχως σχεδὸν νὰ κοιμᾶται ποτέ. Ἀγαποῦσε ἰδιαίτερα τὴν τήρηση τῆς νηστείας καὶ ζήτησε ἀπὸ τὸν Ἅγιο Διονύσιο τὴν εὐλογία νὰ τρώει κάθε δύο ἢ τρεῖς ἡμέρες. Ὁ Στάρετς, περιορίζοντας τὸν ὑπερβολικὸ ζῆλο τοῦ νεαροῦ μοναχοῦ, δὲν τοῦ ἔδωσε τὴν εὐλογία καὶ τὸν ἐπιτίμησε νὰ τρώγει κάθε ἡμέρα μαζὶ μὲ τὴν μοναχικὴ κοινότητα.
Ὁ Εὐθύμιος ὑπάκουσε, ἀλλὰ ἔτρωγε μόνο γιὰ νὰ μὴν πεθάνει ἀπὸ τὴν πεῖνα. Καμιὰ φορὰ ἔκανε ὅτι ἔτρωγε, γιὰ νὰ μὴν προκαλεῖ τὴν προσοχὴ τῶν ἀδελφῶν του μὲ τὴν ὑπερβολική του ἀσιτία. Ἔπινε μόνο νερὸ καὶ μονάχα ὅταν ἡ δίψα γινόταν ἀνυπόφορη. Κοιμόταν στὴν γῆ καὶ ὁ ὕπνος του διακοπτόταν ἀπὸ ὁλονύκτιες προσευχές. Θεωρώντας τα ὅλα αὐτὰ ἀκόμα ἀνεπαρκή, κουβαλοῦσε πάνω του σιδερένιες ἁλυσίδες. Οἱ ἀδελφοί του τὸν ἀγαποῦσαν γιὰ τὴν πραότητα καὶ τὴν ταπείνωσή του καὶ ὁ ἀσκητικός του βίος προκαλοῦσε τὸν γενικὸ θαυμασμό. Μὲ τὴν συναίνεση τοῦ Ἁγίου Διονυσίου ἐργαζόταν στὴν κουζίνα, στὴν προετοιμασία τοῦ ἄρτου, κουβαλοῦσε τὸ νερὸ καὶ ἔκοβε ξύλα. Ἀντέχοντας τὴν θερμότητα τοῦ πύρινου φούρνου ὁ Ὅσιος ἔλεγε: «Ἄντεξε αὐτὴ τὴ φωτιά, Εὐθύμιε, γιὰ νὰ μὴν χρειαστεῖ νὰ ἀντέξεις τὴ φωτιὰ τῆς κολάσεως».
Ὁ μεγάλος του ἀσκητικὸς ἀγῶνας τοῦ χάρισε ἀπὸ τὸν Θεὸ τὸ μεγάλο δῶρο τῶν δακρύων. Ἔτσι πέρασε πολλὰ ἔτη στὴν ἐργασία καὶ τὴν ἄσκηση, μέχρι τὴν στιγμὴ ποὺ ἔφθασε ἡ ὥρα νὰ ἀλλάξει τόπο ἀσκήσεως.
Οἱ πρίγκιπες τῆς Σουζδαλίας ἐκείνη τὴν ἐποχὴ εἶχαν μεγάλη ἐπιρροὴ καὶ δύναμη καὶ ἡ πόλη τοῦ Βλαντιμὶρ – ἕδρα τοῦ μεγάλου πρίγκιπα γιὰ μικρὸ χρονικὸ διάστημα – ἦταν κάτω ἀπὸ τὴν ἐπιρροή τους. Σιγὰ σιγὰ ὅμως, οἱ πρίγκιπες τῆς Σουζδαλίας καὶ τοῦ Βλαντιμὶρ ἔπρεπε νὰ ὑποταχθοῦν στὴ Μόσχα καὶ ἀπὸ καιρὸ σὲ καιρὸ νὰ θέτουν τὶς στρατιωτικές τους δυνάμεις στὴν διάθεση τῶν Μοσχοβιτῶν πριγκίπων. Παρόλα αὐτὰ οἱ πρίγκιπες τῆς Σουζδαλίας δὲν παρέδωσαν τὴν αὐτονομία τους δίχως νὰ ἀγωνισθοῦν. Ὁ πρίγκιπας Κωνσταντίνος Βασίλεβιτς κυριολεκτικὰ μετέφερε τὴν πρωτεύουσά του ἀκόμα πιὸ μακριὰ ἀπὸ τὴν Μόσχα, στὸ Νίζνϊυ, ἀλλὰ στὰ τέλη τοῦ 14ου αἰῶνα μ.Χ. ὁ πρίγκιπας τῆς Μόσχας Βασίλειος Ντιμιτρίεβιτς, μὲ τὴν συγκατάθεση τοῦ χάνη Τοχτάμυ, κατέλαβε τὴν πόλη, βάζοντας ἔτσι τέλος στὴν ἀνεξαρτησία τοῦ πριγκιπάτου τῆς Σουζδαλίας καὶ τοῦ Νίζνϊυ, ποὺ ἀπὸ ἐκείνη τὴν στιγμὴ ὑπήχθησαν στὴ Μόσχα.
Ὁ τελευταῖος πρίγκιπας τῆς Σουζδαλίας, Μπόρις, τὸ ἔτος 1351 ἀποφάσισε νὰ ἱδρύσει στὴν γενέτειρά του ἕνα μοναστήρι καὶ γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτὸ ἐπιθυμοῦσε νὰ λάβει τὴν εὐλογία τοῦ ἡγουμένου τῆς μονῆς τῆς Ἀναλήψεως, Ἁγίου Διονυσίου. Ἀφοῦ ἔλαβε τὴν εὐλογία, ὁ πρίγκιπας ζήτησε νὰ τοῦ ἀποστείλουν ἕνα μοναχὸ γιὰ νὰ ἐπιτηρεῖ τὴν κατασκευὴ καὶ τὴν ὀργάνωση τοῦ μοναστηριοῦ. Ὁ πρίγκιπας ἐπέστρεψε στὴ Σουζδαλία, μὲ τὴν εὐλογία καὶ τὴν ὑπόσχεση τοῦ Ἁγίου Διονυσίου ὅτι θὰ τὸν βοηθήσει.
Στὸ μεταξύ, ὁ Ἅγιος Διονύσιος ἐπέλεξε ἀνάμεσα ἀπὸ τοὺς μαθητές του ὄχι μόνο αὐτὸν ποὺ θὰ ἔστελνε στὴ Σουζδαλία, ἀλλὰ καὶ ἄλλους μοναχοὺς γιὰ νὰ τοὺς στείλει σὲ ἄλλα μέρη, ὥστε νὰ διακονήσουν τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸν λαὸ καὶ νὰ διαδοθεῖ ὁ μοναχισμός. Ἀφοῦ κλήθηκε ἡ ἀδελφότητα, ὁ Ἅγιος Διονύσιος διάλεξε δώδεκα μοναχοὺς ἀπὸ τοὺς πιὸ δυνατοὺς στὴν πίστη καὶ ζηλωτὲς καὶ τοὺς ἀπέστειλε σὲ ὅλες τὶς βορειοανατολικὲς περιοχὲς τῆς Ρωσίας. Ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος, ποὺ ἦταν τὴν ἐκείνη τὴν ἐποχὴ τριάντα ἕξι ἐτῶν, ἀνέλαβε τὴν ὑποχρέωση νά πάει στὴ Σουζδαλία, στὸν πρίγκιπα Μπόρις, ἀλλὰ ἐξέφρασε καὶ τὴν ἀμφιβολία του γιὰ τὸ ἂν εἶχε τὴν δύναμη νὰ φέρει εἰς πέρας ἕνα τόσο μεγάλο ἔργο. Ὁ Ἅγιος Διονύσιος εἶπε: «Μὴν πέφτεις στὴν ἀνυπακοή, ἀλλὰ νὰ εἶσαι ὑπάκουος στὸν Χριστό. Πήγαινε ἔχοντας τὸν Θεὸ στὴν ὁδό σου, ζῆσε ἤρεμος καὶ μὴ στενοχωρεῖσαι. Ἂν καὶ θὰ εἴμαστε χωρισμένοι σωματικά, θὰ εἴμαστε ἑνωμένοι πνευματικὰ μὲ τὴν προσευχή».
Ἔτσι ὁ Στάρετς Διονύσιος ἔδωσε κουράγιο στὸν μαθητή του καὶ γιὰ νὰ τὸν παρηγορήσει τοῦ ἀποκάλυψε ὅτι ὁ Θεὸς θὰ τοῦ χάριζε τὸ προνόμιο τῆς διορατικότητας. Ὁ ἴδιος ὁ Ἅγιος Διονύσιος εἶχε αὐτὸ τὸ χάρισμα ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τώρα βλέποντας τὸ τί θὰ συνέβαινε στὴν ἱστορία τοῦ πριγκιπάτου τῆς Σουζδαλίας καὶ τοῦ Νίζνϊυ – Νοβγκοροντ, δακρύζοντας εἶπε στὸν Εὐθύμιο: «Ἐξαιτίας τῶν ἁμαρτιῶν μας καὶ τῆς αὐξανόμενης ἀνυπακοῆς στὸ νόμο τοῦ Θεοῦ, ἡ πόλη μας θὰ ἀφανισθεῖ, οἱ ἅγιες Ἐκκλησίες τοῦ Θεοῦ καὶ τὰ μοναστήρια θὰ καταστραφοῦν ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες καὶ τοὺς ἄπιστους».
Ἡ φοβερὴ πρόβλεψη ἔγινε πραγματικότητα καὶ τὸ πριγκιπάτο τοῦ Νίζνϊυ – Νόβγκοροντ καταστράφηκε ἀπὸ τοὺς Τατάρους τὸ ἔτος 1375, πυρπολήθηκε δύο φορές, τὸ 1377 καὶ τὸ 1378, ἐνῷ τὸ 1445 ἡ Σουζδαλία ἔγινε πεδίο μάχης ἀνάμεσα στὸν μεγάλο πρίγκιπα Βασίλειο Βασίλεβιτς καὶ τὶς Ταταρικὲς δυνάμεις. Οἱ Ρώσοι ἡττήθηκαν καὶ ὁ πρίγκιπας φυλακίσθηκε. Οἱ δὲ Τάταροι λαφυραγώγησαν τὴν μονὴ τῆς Ἀναλήψεως.
Τὴν στιγμὴ τοῦ ἀποχαιρετισμοῦ ὁ Ἅγιος Διονύσιος προειδοποίησε τὸν Ὅσιο Εὐθύμιο γιὰ μία συνάντηση ποὺ θὰ εἶχε στὴ Σουζδαλία: «Ὅταν θὰ ἔχεις φθάσει στὴν Σουζδαλία καὶ στὴ λαμπρὴ Ἐκκλησία τῆς Θεοτόκου, ἐκεῖ θὰ συναντήσεις τὸν Ἅγιο Ἐπίσκοπο τῆς πόλεως». Ἔτσι ἀνάπαυσε τὸν μαθητή του, λέγοντάς του ὅτι θὰ τύγχανε ἀπὸ τὸν πρίγκιπα καὶ τὸν Ἐπίσκοπο εὐνοϊκῆς ὑποδοχῆς, προστασίας καὶ ὑποστηρίξεως.
Κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ ταξιδῖου του πρὸς τὴ Σουζδαλία ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος βρῆκε ἕνα μέρος, σὲ ἀπόσταση 5 χιλιομέτρων ἀπὸ τὴν πόλη Γκοροχόμπεβο, μὲ μία λίμνη περιβαλλόμενη ἀπὸ ἕνα πυκνὸ δάσος, ποὺ τοῦ ἄρεσε πολύ. Ὁ Ὅσιος ἀποφάσισε ὅτι ἔπρεπε νὰ χτίσει ἐκεῖ ἕνα ναὸ ἀφιερωμένο στὸν Μέγα Βασίλειο καὶ ὅτι ἔπρεπε, στὸ ἴδιο σημεῖο, νὰ ἱδρύσει ἕνα μοναστήρι.
Φθάνοντας στὴ Σουζδαλία εἰσῆλθε, ὅπως τοῦ εἶχε πεῖ ὁ Ἅγιος Διονύσιος, στὸ ναὸ τῆς Θεοτόκου καὶ ἐκεῖ συνάντησε τὸν Ἐπίσκοπο τῆς πόλεως, Δανιήλ. Ὁ Ἐπίσκοπος τὸν δέχθηκε ἐγκάρδια, τὸν ὁδήγησε στὴν κατοικία του καὶ συζήτησε πολὺ μαζί του. Σύντομα καὶ ὁ πρίγκιπας Μπόρις Κωνσταντίνοβιτς θέλησε νὰ τὸν συναντήσει. Ἔτσι, λοιπόν, ἐπισκέφθηκε τὸν Ὅσιο Εὐθύμιο καὶ τοῦ ἐξέθεσε τὰ σχέδιά του, προτείνοντάς τον στὸν Ἐπίσκοπο ὡς μελλοντικὸ ἡγούμενο τοῦ μοναστηριοῦ. Ὁ Ἐπίσκοπος ἐνέκρινε τὸ σχέδιο τοῦ πρίγκιπα καὶ ἔδωσε τὴν εὐλογία του.
Ὁ πρίγκιπας σηκώθηκε, εὐχαρίστησε τὸν Ἐπίσκοπο καὶ πρότεινε νὰ πᾶνε ἀμέσως καὶ οἱ τρεῖς νὰ ἐπιλέξουν τὸ σημεῖο γιὰ τὴν κατασκευὴ τοῦ μοναστηριοῦ. Ὄχι μακριὰ ἀπὸ τὴν πόλη, στὶς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Καμένκα, ἐντόπισαν ἕνα ὑψίπεδο καὶ ἐκεῖ ἀποφάσισαν νὰ θεμελιώσουν τὸ ναὸ καὶ τὴ μονή. Λίγο καιρὸ ἀργότερα τοποθέτησαν μὲ κάθε ἐπισημότητα τὸν θεμέλιο λίθο τοῦ ναοῦ, ποὺ ἀφιερώθηκε στὴν Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου. Ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος ἀμέσως ἄρχισε τὴν ἐργασία γιὰ νὰ προετοιμάσει τὸ μέρος τῆς ἀναπαύσεώς του. Ἔκοψε μὲ τὰ χέρια του τρεῖς πέτρες καὶ κατασκεύασε ἀπὸ αὐτὲς ἐπάνω στὴ βορεινὴ θύρα τῶν τειχῶν, ἕνα τάφο, ὅπου ἀργότερα τοποθετήθηκε τὸ ἱερὸ λείψανό του.
Ἡ κατασκευὴ τοῦ ναοῦ ὁλοκληρώθηκε τὸ ἔτος 1352 καὶ ἦταν τόσο περίλαμπρος ποὺ προκαλοῦσε τὸν θαυμασμὸ ὅλων. Ὁ πρίγκιπας Μπόρις διακόσμησε εἰκονογραφικὰ τὸ ναὸ μὲ δικά του ἔξοδα. Ὁ ναὸς ἐγκαινιάσθηκε ἐπίσημα, ἀλλὰ ἡ κατασκευή του ἦταν μονάχα ἡ ἀρχὴ τοῦ καθήκοντος ποὺ εἶχε ἀνατεθεῖ στὸν Ὅσιο Εὐθύμιο. Πράγματι, ἀπέμενε νὰ κατασκευασθοῦν τὰ κελιὰ γιὰ τοὺς μοναχούς, ἡ τραπεζαρία, διάφορα ἄλλα προσκτίσματα, καθὼς καὶ τὰ τείχη ποὺ θὰ ξεχώριζαν τὴ μονὴ ἀπὸ τὸν λοιπὸ κόσμο. Μέχρι ἐκείνη τὴν στιγμὴ ὁ Εὐθύμιος ἦταν ἕνας ἁπλὸς μοναχός, ἀλλὰ τώρα ποὺ θὰ γινόταν ὁ πνευματικὸς ὁδηγὸς τῆς μονῆς, χειροτονήθηκε ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο πρῶτα διάκονος καὶ ἔπειτα πρεσβύτερος, γιὰ νὰ τοποθετηθεῖ ἀργότερα ἀρχιμανδρίτης τῆς μονῆς.
Ὁ πρίγκιπας Μπόρις συνεισέφερε μὲ γενναιοδωρία στὴν κατασκευὴ τῆς μονῆς, δωρίζοντας χρυσὸ καὶ ἀσῆμι γιὰ τὸ ἐπιχρύσωμα τῶν τρούλων τοῦ ναοῦ καὶ ἄλλα ὑλικά. Ὁ Ὅσιος φρόντιζε γιὰ τὸ ἱερὸ αὐτὸ ἔργο μὲ τὴν ἐργασία, τὴν ἄσκηση, τὰ δάκρυα καὶ τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή.
Κατὰ τὴν ἑορτὴ τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου, στὴ Θεία Λειτουργία, ἐνῷ ὁ εὐσεβὴς πρίγκιπας Μπόρις προσευχόταν μὲ θέρμη, εἶδε ἕνα ὅραμα. Ἀνάμεσα στοὺς παριστάμενους εἶδε ξαφνικὰ ἕναν ἄγνωστο, ποὺ ἐξέπεμπε ἕνα ὑπέρλαμπρο φῶς καὶ τοῦ ὁποίου τὰ ἄμφια ἔλαμπαν ἐκτυφλωτικά. Ὁ πρίγκιπας ἔκπληκτος , στὸ τέλος τῆς Θείας Λειτουργίας, διηγήθηκε στὸν Ὅσιο Εὐθύμιο αὐτὸ τὸ παράξενο ὅραμα καὶ τοῦ ζήτησε κάποια ἐξήγηση. Ὁ Ὅσιος ἀπάντησε: «Ἂν ὁ Κύριος θέλησε νὰ σοῦ τὰ ἀποκαλύψει, σίγουρα δὲν μπορῶ ἐγὼ νὰ σοῦ τὸ κρατήσω κρυφό. Αὐτὸς ποὺ εἶδες ἦταν Ἄγγελος τοῦ Θεοῦ μαζὶ μὲ τὸν ὁποῖο, δίχως νὰ εἶμαι ἄξιος καὶ μὲ τὴν θεία φιλευσπλαχνία, λειτουργοῦσα, ὄχι μόνο σήμερα, ἀλλὰ πάντοτε. Ἀλλὰ νὰ μὴν διηγηθεῖς ὅσο ζεῖς σὲ κανέναν τίποτα γιὰ τὸ ὅραμά σου».
Ἀπὸ ταπείνωση ὁ Ὅσιος δὲν ἤθελε νὰ μάθει ὁ κόσμος γιὰ τὶς ἀρετές του. Μία φορά, ὅταν ρωτήθηκε ποιὰ εἶναι ἡ ἀνώτερη ἀπὸ ὅλες τὶς ἀρετές, ἀπάντησε: «Αὐτὴ ποὺ ἀσκεῖται κρυφά».
Τὸ ἔργο στὸ μοναστήρι προχωροῦσε ἀκατάπαυστα. Κτίσθηκε ἕνας πέτρινος ναὸς ἀφιερωμένος στὸν Ὅσιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος, στὸν ὁποῖο προστέθηκε μία τραπεζαρία καὶ κάτω ἀπὸ αὐτὴν τὸ ἀρτοποιεῖο. Οἱ ἀδελφοὶ τῆς μοναστικῆς κοινότητας πλήθαιναν συνεχῶς καὶ στὰ μέσα τοῦ 14ου αἰῶνος, ἡ ἀδελφότητα ἀριθμοῦσε περὶ τοὺς τριακόσιους μοναχούς. Ὑπῆρχε ἄμεση ἀνάγκη νὰ χτισθοῦν νέα κελιά. Ὅλα τακτοποιήθηκαν μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Ἕνας τρίτος ναὸς ἀφιερώθηκε στὸν Ἅγιο Νικόλαο, Ἐπίσκοπων Μύρων τῆς Λυκίας καὶ κατασκευάσθηκε ἀναρρωτήριο γιὰ τοὺς μοναχοὺς καὶ τοὺς προσκυνητές. Σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση ὁ ἴδιος ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος ἔσκαψε τὸ πηγάδι τῆς μονῆς, ἀπὸ τὸ νερὸ τοῦ ὁποίου ἀντλοῦσε νερὸ ὁλόκληρη ἡ ἀδελφότητα. Ὡς καλὸς ποιμένας, ὁ Ὅσιος ἐπέβλεπε μὲ διάκριση, καθοδηγοῦσε μὲ σοφία καὶ μὲ τὸ δικό του παράδειγμα, καλλιεργοῦσε στὴ μονὴ τὸ φρόνημα τῆς ὑπακοῆς καὶ ἐνίσχυε τὴν ἐκκλησιαστικὴ τάξη.
Τὸ ἔτος 1364 ἔπρεπε νὰ ἱδρύσει ἕνα καινούργιο μοναστήρι, πάντα στὴν πόλη τῆς Σουζδαλίας. Ὁ μεγαλύτερος ἀδελφὸς τοῦ πρίγκιπα Μπόρις, Ἀνδρέας, μεγάλος πρίγκιπας τοῦ Νίζνϊυ – Νόβγκοροντ καὶ τῆς Σουζδαλίας, λίγο προτοῦ πεθάνει ἐξέφρασε τὴν ἐπιθυμία νὰ οἰκοδομήσει ἕνα καινούργιο μοναστήρι, γιὰ νὰ πραγματοποιήσει ἕνα τάμα ποὺ εἶχε κάνει στὸν Θεό. Ὁ πρίγκιπας φθάνοντας στὴ Σουζδαλία ζήτησε τὴν εὐλογία τοῦ Ἐπισκόπου γιὰ τὴν ἀνέγερση τῆς μονῆς. Ὁ Ἐπίσκοπος ἐπικαλέσθηκε τὸν Ὅσιο Εὐθύμιο. Ὁ πρίγκιπας διηγήθηκε μὲ κάθε λεπτομέρεια στὸν Ἅγιο πῶς μὲ θαυματουργὸ τρόπο εἶχε διασωθεῖ ἀπὸ μία καταιγίδα, ποὺ τὸν εἶχε σταματήσει στὸ ποτάμι καὶ γιὰ τὸ τάμα ποὺ εἶχε κάνει γιὰ νὰ εὐχαριστήσει τὸν Θεό. «Δῶσε μου ἕνα μέρος ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ τοῦ ποταμοῦ, μπροστὰ ἀπὸ τὸ μοναστήρι σου», εἶπε ὁ πρίγκιπας. Ὁ Ὅσιος ἀμέσως συμφώνησε καὶ εὐθὺς διάλεξε μία τοποθεσία στὴν ὄχθη τοῦ ποταμοῦ Καμέλκα, μπροστὰ ἀπὸ τὴ μονὴ τοῦ Σωτῆρος, ὅπου μὲ ἐπισημότητα τοποθετήθηκε ὁ θεμέλιος λίθος τῆς μονῆς τῆς Προστάτιδος Θεοτόκου. Ὅταν ὁλοκληρώθηκε τὸ μοναστήρι, ὁ Ἐπίσκοπος ὅρισε ὡς ἡγουμένη μία ἀνεψιὰ τοῦ Ἀλεξάνδρου τῆς Σουζδαλίας.
Ὅταν ὁ Ὅσιος ἐπισκέφθηκε τὸ μοναστήρι, ποὺ μόλις εἶχε ἐγκαινιασθεῖ, γιὰ νὰ συζητήσει μὲ τὴν ἀδελφότητα, μίλησε προφητικὰ γιὰ τὴ μελλοντικὴ δόξα τῆς μονῆς τῆς Προστάτιδος. Πράγματι, σὲ αὐτὸ θὰ κατέληγαν πολλὲς χῆρες μεγάλων πριγκίπων καὶ Μοσχοβιτῶν τσάρων, ποὺ ἐπιθυμοῦσαν νὰ ἐνδυθοῦν τὸ μοναχικὸ ἔνδυμα.
Ὅσο αὐστηρὸς ἦταν μὲ τὸν ἑαυτό του, ὁ Ὅσιος, τόσο φιλεύσπλαχνος ἦταν πρὸς τοὺς ἄλλους. Τὸ μοναστήρι του, τοποθετημένο στὰ περίχωρα μία μεγάλης πόλεως, ποὺ ἦταν σταυροδρόμι πολλῶν ὁδῶν, ἦταν ἀνοικτὸ γιὰ ὅλους. Ὁ ἡγούμενος δὲν ἀρνιόταν ποτὲ νὰ βοηθήσει ὅποιον τοῦ τὸ ζητοῦσε. Ὁ ξένος εὕρισκε κοντά του καταφύγιο, ὁ φτωχὸς ἐλεημοσύνη, ὁ πεινασμένος τροφή. Ἡ ἐλεημοσύνη καὶ γενναιοδωρία του σὲ ὁρισμένους φαινόταν ὑπερβολικὴ καὶ ἔτσι ἀναγκαζόταν νὰ ἐλεεῖ στὰ κρυφά, γιὰ νὰ μὴν διεγείρει παράπονα ἐκ μέρους τῆς ἀδελφότητας καὶ τὴν ὁδηγήσει σὲ πειρασμούς. Ἐξαγόρασε τὰ χρέη αὐτῶν ποὺ δὲν εἶχαν τὰ μέσα νὰ ἀποπληρώσουν τοὺς ὀφειλέτες τους καὶ συχνὰ χάριζε τὰ χρέη ποὺ ἄλλοι ὄφειλαν στὴ μονή. Ἐξέθετε τοὺς ἄδικους καὶ διεφθαρμένους δικαστές, προστατεύοντας ἀπὸ καταχρήσεις ὅλους ὅσοι εἶχαν ἄδικα καταδικασθεῖ καὶ παρακαλοῦσε νὰ συμπεριφέρονται στοὺς ἀληθινοὺς ἐγκληματίες μὲ ἐπιείκεια καὶ φιλευσπλαχνία. Κάθε ἁμαρτωλὸς ποὺ ἀναζητοῦσε τὴν σωτηρία, εὕρισκε σὲ αὐτὸν τὸν ὁδηγὸ τῆς μετάνοιας. Μὲ τὴν προσευχή του θεράπευε ἀσθενεῖς καὶ δίωκε τὰ δαιμόνια.
Ὅταν ὁ Ὅσιος ἔνιωσε ὅτι τὸ τέλος του εἶναι πλέον κοντά, κάλεσε ὅλους τοὺς μοναχοὺς καὶ εὐλόγησε τὸν καθένα ξεχωριστά. Τοὺς ἐμπιστεύθηκε ὅλους στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ. Τοὺς ἀσπάσθηκε πατρικὰ καὶ ζήτησε συγγνώμη ἀπὸ ὅλους. Στὴν συνέχεια κοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων καὶ παράδωσε τὴν ψυχή του στὸν Ἅγιο Θεό.
Ὁ
Ὅσιος Εὐθύμιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1404, σὲ ἡλικία ὀγδόντα ὀκτὼ
ἐτῶν. Οἱ μοναχοὶ ἐνταφίασαν τὸ ἱερὸ λείψανό του κάτω ἀπὸ τὰ τείχη τοῦ
ναοῦ τῆς Μεταμορφώσεως, στὸ μνῆμα ποὺ κατὰ τὴν κατασκευὴ τοῦ ναοῦ, ὁ
Ὅσιος εἶχε κτίσει μὲ τὰ ἴδια του τὰ χέρια.
Μετὰ
τὴν κοίμησή του, ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος συνέχισε νὰ προστατεύει τὸ μοναστήρι,
ὅπως μαρτυροῦν τὰ πολλὰ θαύματα ποὺ ἔλαβαν χώρα πλησίον τοῦ τάφου του.
Στὶς 4 Ἰουλίου 1507, μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς ἀνακατασκευῆς τοῦ ναοῦ, τὰ ἱερὰ
λείψανά του βρέθηκαν ἄφθαρτα.