Ὁ Ἅγιος Θεωνᾶς Α’, μετέπειτα Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, μαθητὴς τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Νεομάρτυρα, «τίνα μὲν εἶχε πατρίδα ἐπὶ τῇ γῇ, ἢ τίνας γονεῖς, ἢ μὲ ποῖον τρόπον ἐγένετο ἀρχιερεὺς τῆς Θεσσαλονίκης, ἀπὸ ἱστορίαν ἔγγραφον ἢ παραδοσίν τινα, δὲν ἐμάθομεν» μαρτυρεῖ ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, συγγραφέας τοῦ βίου τοῦ Ἁγίου. Μία παράδοση θέλει τὸν Ἅγιο Θεωνᾶ Μυτιληναῖο καὶ γι’ αὐτὸ πολλοὶ νεότεροι ἐρευνητὲς τὸν ἀποκαλοῦν Λέσβιο, εἴτε γιατί καταγόταν ἀπὸ τὴν Λέσβο, εἴτε γιατί παρέμεινε ἐκεῖ ὡς πνευματικός, στὸ Πλωμάρι.
Ὁ Ἅγιος Θωνᾶς ἴσως νὰ γεννήθηκε κατὰ τὸ δεύτερο ἥμισυ τοῦ 15ου αἰῶνος μ.Χ. Ἀγνοοῦνται ὅλα τὰ σχετικὰ μὲ τὴν ζωή του πρὶν ἀπὸ τὴν μετάβασή του στὸ Ἅγιον Ὄρος. Κατ’ ἀρχὴν ἀσκήτεψε στὴ Μονὴ Παντοκράτορος, ὡς Πρεσβύτερος. Ἀργότερα ὅμως ἐγκατέλειψε, γιὰ νὰ συγκαταριθμηθεῖ στὴ συνοδεία τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Νεομάρτυρα († 1 Νοεμβρίου), ὁ ὁποῖος μόναζε σὲ μία τοποθεσία πάνω ἀπὸ τὴ Μονὴ Ἰβήρων, στὸ μονύδριο τοῦ Τιμίου Προδρόμου. Κατὰ τὸ ἔτος 1518 ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος μὲ τὴν συνοδεία ἕξι μαθητῶν του, μεταξὺ αὐτῶν καὶ τοῦ Θεωνᾶ, ἐγκατέλειψε τὴν Σκήτη τοῦ Προδρόμου καὶ κατέφυγε στὰ ἐνδότερα τοῦ Ἄθωνος, ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ μία ὀπτασία ὁ Γέροντας ἀποφάσισε νὰ ἐξέλθουν ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἔτσι τὴν Παρασκευὴ τῆς Διακαινησίμου τοῦ ἔτους 1518, ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος καὶ ἡ συνοδεία του ἐγκατέλειψαν τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἀφοῦ διῆλθαν ἀπὸ τὴν περιοχὴ τῆς Θεσσαλονίκης καὶ ἀκολούθησαν τὴν ὁδὸ πρὸς τὴν Θεσσαλία, πέρασαν ἀπὸ τὸ κάστρο τῆς Πέτρας (Πλαταμῶνος) καὶ τὰ Μετέωρα καὶ ἐγκαταστάθηκαν στὴ μονὴ τοῦ Τιμίου Προδρόμου, στὴ Δερβεκίστα (Ἀνάληψη) τῆς Αἰτωλίας, ὅπου καὶ διέμειναν ἐπὶ ἕνα ἔτος.
Ὁ Ἅγιος Θεωνᾶς ἦταν ὁ πιστότερος καὶ καλύτερος μαθητὴς τοῦ Ἰακώβου. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἐστάλη πρὸς τὸν Ἐπίσκοπο Ἄρτας, Ἀκάκιο, προκειμένου νὰ ἐξασφαλίσει ἐνταλτήριο γράμμα γιὰ τὴν ἀπρόσκοπτη πνευματικὴ ἐργασία στοὺς Χριστιανοὺς τῆς περιοχῆς. Ἐπειδὴ ὅμως ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος σύντομα κατέστη λαοφιλὴς καὶ σημειοφόρος, ὁ Ἐπίσκοπος Ἄρτας Ἀκάκιος τὸν φθόνησε. Ἔτσι ἀποδέχθηκε τὶς συκοφαντίες κάποιων ψευδομοναχῶν καὶ διέβαλε τὸν Ἅγιο Ἰάκωβο στοὺς Τούρκους ὡς ἐπαναστάτη. Ὁ μπέης τῶν Τρικάλων ἀπέστειλε στρατιῶτες, οἱ ὁποῖοι συνέλαβαν τὸν Ἰάκωβο καὶ δύο μαθητές του, τὸν διάκονο Ἰάκωβο καὶ τὸν μοναχὸ Διονύσιο καὶ τοὺς μετέφεραν στὰ Τρίκαλα, ὅπου παρέμειναν στὴ φυλακὴ γιὰ σαράντα ἡμέρες. Ἐκεῖ ἐπισκέφθηκαν τὸν Ἰάκωβο καὶ δύο ἄλλοι μαθητές του, ὁ Θεωνᾶς καὶ ὁ Μαρκιανὸς καὶ τὸν ρώτησαν γιὰ τὴν τύχη τῆς μονῆς καὶ τῶν ἀδελφῶν μετὰ τὸν θάνατό του. Τότε ὁ Ἰάκωβος προφήτευσε ὅτι αὐτοὶ θὰ ἐγκαταλείψουν τὴ μονὴ καὶ θὰ συγκεντρωθοῦν σὲ κάποιο μοναστήρι κοντὰ στὴν Θεσσαλονίκη. Ἀπέστειλε μάλιστα καὶ ἐπιστολὴ στοὺς μαθητές του, μὲ τὴν ὁποία ὅριζε τὸν Ἅγιο Θεωνὰ ὡς διάδοχο καὶ ἡγούμενο τῆς μονῆς Προδρόμου.
Τὴν 1η Νοεμβρίου τοῦ ἔτους 1519 ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος καὶ οἱ δύο μαθητές του, Ἰάκωβος καὶ Διονύσιος, ἀφοῦ βασανίσθηκαν φρικτὰ στὸ Διδυμότειχο καὶ στὴν Ἀδριανούπολη ἀντίστοιχα, ἀπαγχονίστηκαν. Τὰ ἱερὰ σκηνώματα τῶν τριῶν Νεομαρτύρων ἀγοράσθηκαν ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς καὶ ἐνταφιάσθηκαν στὸ χωριὸ Ἀρβανιτοχώρι, πέντε χιλιόμετρα ἔξω ἀπὸ τὴν Ἀδριανούπολη.
Σύμφωνα μὲ τὴν προφητεία τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου, μετὰ τὸν θάνατό του, ὁ Ἅγιος Θεωνᾶς καὶ ἡ συνοδεία τῆς Δερβεκίστας ἐγκατέλειψαν τὸ ἑπόμενο ἔτος τὴ μονὴ καὶ μετέβησαν στὸ Ἅγιον Ὄρος, στὴ μονὴ τῆς Σιμωνόπετρας. Ἀπὸ κάποιο Ἀρτινὸ ἱερέα πληροφορήθηκαν γιὰ τοὺς τάφους τῶν Ἁγίων καὶ φρόντισαν γιὰ τὴν ἀνακομιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων τους. Μετὰ ἀπὸ λίγο, τὸ ἔτος 1522, «οἱ μαθηταὶ τοῦ Ἁγίου καὶ διὰ τὴν ἔνδειαν τῶν ἀναγκαίων, καὶ μᾶλλον διὰ τὴν προφητείαν τοῦ Ἁγίου ἀνεχώρησαν ἀπὸ τὴν Σιμωνόπετραν», μαζὶ μὲ τὰ ἅγια λείψανα τῶν τριῶν Νεομαρτύρων καὶ ἦλθαν στὰ περίχωρα τῆς Θεσσαλονίκης. Ἐγκαταστάθηκαν στὸ μοναστήρι τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας τῆς Φαρμακολυτρίας, «τὸ ὁποῖον ἦτο τότε, μονύδριον μικρότατον, παλαιότατον καὶ σεσαθρωμένον, ἀνοικοδόμησαν ἐκ βάθρων καὶ ἱκανὰ κελλία ἔκτισαν διὰ τοὺς ἀδελφούς, χάριτι Θεοῦ συνήχθησαν ἕως ἑκατὸν πεντήκοντα ἀδελφοί, οἵτινες διῆγον κοινοβιακὴν ζωήν».
Ὡς ἡγούμενος τῆς μονῆς τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας μαρτυρεῖται ὁ Ἅγιος Θεωνᾶς σὲ διάφορες πηγές, μέχρι τὸ 1535. Ἡ ἀνάρρηση τοῦ Ἁγίου στὸ μητροπολιτικὸ θρόνο τῆς Θεσσαλονίκης θὰ πρέπει νὰ συνέβη μετὰ τὸ ἔτος αὐτό, διότι μέχρι τὸ 1535 Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης ἦταν ὁ Ἰωάσαφ καὶ σὲ ἔγγραφο τοῦ ἔτους 1538 ἀναφέρεται ὁ Ἅγιος Θεωνᾶς ὡς Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης.
Ἡ
παρουσία τοῦ Ἁγίου στὸ θρόνο τῆς Θεσσαλονίκης δὲν ἦταν πολύχρονη, διότι
μαρτυρεῖται ὡς Μητροπολίτης τὸ Μάιο τοῦ 1541, ἐνῷ τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1542
ἀναφέρεται ὡς κεκοιμημένος πλέον. Συνεπῶς θὰ πρέπει νά κοιμήθηκε περὶ τὰ
μέσα τοῦ ἔτους 1541.
Τὸ
ἱερὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου Θεωνᾶ, ἀμέσως μετὰ τὴν κοίμησή του, μεταφέρθηκε
μὲ τρόπο θαυμαστὸ καὶ ἐνταφιάσθηκε στὴ μονὴ τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας. Τὸ
ἔτος 1821 μεταφέρθηκε στὴ Σκόπελο καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὴ μονὴ Ἐσφιγμένου τοῦ
Ἁγίου Ὄρους καὶ ἐκ νέου στὴ μονὴ τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας, ὅπου φυλάσσεται
μὲ εὐλάβεια μέχρι σήμερα. Ἡ μνήμη του στὴ μονὴ τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας
ἑορτάζεται τὴν Δ’ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ὁσιότητι
βίου Πάτερ κοσμούμενος, Θεσσαλονίκης ἐδείχθης ἀρχιεράρχης σοφός, καὶ
ποίμην ἀληθινὸς Ἁγίῳ Πνεύματι, θεοφόρε Θεωνᾶ, Ἐκκλησίας καλλονή, δοχεῖον
τοῦ Παρακλήτου. Καὶ νῦν ἀπαύστως δυσώπει, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου.
Θεσσαλονίκης
ποιμὴν ἐνθεώτατε, καὶ πρεσβευτὰ πρὸς Θεὸν ἡμῶν μέγιστε, σοφὲ Θεωνᾶ ἀεὶ
πρέσβευε, πάσης ἀνάγκης λυτροῦσθαι καὶ θλίψεως, τοὺς πόθῳ τιμῶντάς σε
Ἅγιε.
Μεγαλυνάριον.
Ἔλαμψας
ἐν Ἄθῳ ἀσκητικῶς, καὶ τὸν ὑπὲρ λόγον, ἠξιώθης θεωριῶν· ἔνθεν ψήφῳ θείᾳ,
ποιμὴν Θεσσαλονίκης, ἐδείχθης θεοφόρος, Θεωνᾶ Ἅγιε.