Ὁ πολιός καί πολυσέβαστος καί βαθυνούστατος Μητροπολίτης Ἠλείας κ.κ. Γερμανός μέ τήν ὀξυδέρκεια καί τόν δυναμισμό πού τόν διακρίνουν μέ ἀφορμή Ἀνακοινωθέν μας διά τόν ἐκπεσόντα Ἀρχιμανδρίτην κ. Ἀνδρέαν Κονάνον μοῦ ἐζήτησε διευκρινίσεις διά τό ζήτημα τῆς κανονικῆς καί νομίμου προσκτήσεως τῆς μοναχικῆς ἰδιότητος, ἕνεκεν τῆς πολυετοῦς μου θητείας εἰς τήν Γραμματεία τῶν Συνοδικῶν Δικαστηρίων. Ἐπειδή τό θέμα συζητεῖται ταπεινῶς εἰσφέρω τά κάτωθι:
Ὁ μοναχικός βίος ἀπό τῆς συστάσεώς του, ἔχει σκοπό τήν σωτηρία τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς. Αὐτός πού ἀνήκει στό χριστεπώνυμο πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας καί πού τηρεῖ τίς ἱερές ἐπαγγελίες τῆς Εὐαγγελικῆς τελειότητος μέ ἀποκλειστική ἀφοσίωση στή λατρεία τοῦ Θεοῦ, ἐγκαταλείπει μέ τήν θέλησή του τόν μεταξύ τῶν ἀνθρώπων κοινωνικό βίο καί ἀφοσιώνεται ἰσόβια στήν μοναχική ζωή.
Γιά τούς Ὀρθοδόξους Μοναχούς ὑπάρχουν εἰδικές διατάξεις στόν Καταστατικό Χάρτη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (Ν. 590/1977) μέ τό ἄρθρο 39 ὅπου ὁρίζονται τά περί τῶν Ἱ. Μονῶν καί διακρίνονται οἱ Μοναχοί σέ ἐγκαταβιοῦντες καί σέ μέλη τῆς Μοναχικῆς Ἀδελφότητος. Διατηρούμενοι καί ἰσχύοντες βασικοί νόμοι εἶναι ὁ Νόμος ΓΥΙΔ/1909 «Περί Γενικοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ταμείου», τό ΝΔ 1918/1942 καί τό ΒΔ/28.7.1857 «Περί κανονισμοῦ τῶν Μοναστηρίων».
Μέ τό ἄρθρο 99 τοῦ Εἰσαγωγικοῦ Νόμου τοῦ Ἀστικοῦ Κώδικος, ὁρίζεται ὅτι διατηροῦνται ἐν ἰσχύϊ καί μετά τήν εἰσαγωγή τοῦ Ἀστικοῦ Κώδικος, αἱ κατά τήν εἰσαγωγήν τούτου ὑφιστάμεναι διατάξεις περί κληρονομίας κληρικῶν καί μοναχῶν. Εἰδικώτερα μέ τά ἄρθρα 4 ἐδ. ε, 18, 19, 27 τοῦ ΓΥΙΔ/1909 ρυθμίζονται περιουσιακά καί κληρονομικά ζητήματα τῶν Μοναχῶν.
Διά τῶν ἀνωτέρω ἀποδεικνύεται ὅτι ἡ νόμιμος πρόσκτησις τῆς Μοναχικῆς ἰδιότητος ἀποτελεῖ κρίσιμο ζήτημα διά τήν ἔννομη δικαιϊκή τάξη, διότι κατά τόν Καταστατικό Χάρτη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος «Αἱ Ἱ. Μοναί εἶναι θρησκευτικά καθιδρύματα πού ἱδρύονται, διαλύονται ἤ συγχωνεύονται διά Προεδρικοῦ Διατάγματος, ἐκδιδομένου μετά σύμφωνον γνώμην τοῦ ἐπιχωρίου Ἀρχιερέως καί ἔγκρισιν τῆς ΔΙΣ, προτάσει τοῦ Ὑπουργοῦ Ἐθνικῆς Παιδείας καί Θρησκευμάτων» (ἄρ. 39, παρ. 3) καί ἑπομένως ἡ νόμιμος ἰδιότης τοῦ μοναχοῦ ἀφορᾶ στήν εὔρρυθμη λειτουργία τοῦ ΝΠΔΔ τῆς Μονῆς καί στήν ρύθμιση τῶν περιουσιακῶν καί νομικῶν ζητημάτων τῶν Μοναχῶν.
Διά τόν λόγον αὐτόν τά Ἑλληνικά Δικαστήρια ἔχουν πολλάκις ἀσχοληθεῖ περί τῆς κανονικότητος καί ἐγκυρότητος τῆς προσκτήσεως τῆς Μοναχικῆς ἰδιότητος, τόσο ὁ Ἄρειος Πάγος ὅσο καί τό ΣτΕ, σχετική ἡ Ἀπόφαση 621/1960 Γ Τμ. Ἀρείου Πάγου (ΝοΒ, ἔτος 9, σελ. 592-593).
Ὑφίσταται δέ σχετική Νομολογία διά τῆς ὁποίας ὁρίζεται ὅτι μοναχός γίνεται μόνο ὕστερα ἀπό κανονική καί ἔγκυρη εἰσδοχή καί ἔνταξη στό σῶμα τῆς Μοναχικῆς Ἀδελφότητος, μετά προηγουμένη ἀμετάτρεπτη ὑπόσχεση γιά ἰσόβιο καί ὑπό τά μοναχικά καθεστῶτα ἐγκαταβίωση στό Μοναστήριο (Νεαρά Ε, παρ. 8, Ἰουστινιανοῦ).
Ἡ πρόσκτηση τῆς μοναχικῆς ἰδιότητος γίνεται κατά τό Κανονικό μας δίκαιο, ὑπό ὁρισμένες προϋποθέσεις εἰς κανονικῶς καί νομίμως συνεστημένη καί λειτουργοῦσα Μονή, μέ θρησκευτική τελετή κατά τήν εἰς τό Μ. Εὐχολόγιο τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας Ἱ. Ἀκολουθία, πού προβλέπει τήν ὁμολογία τῶν τριῶν μοναχικῶν ἀρετῶν τῆς παρθενίας, τῆς ἀκτημοσύνης καί τῆς ὑπακοῆς, τήν σταυροειδῆ ἀπόκαρση τῆς κόμης τοῦ ὑποψηφίου, τήν ἀλλαγή τοῦ κοσμικοῦ ὀνόματος καί τήν περικόσμηση διά τῶν μοναχικῶν ἐνδυμάτων.
Προηγεῖται τῆς ἀκολουθίας προσκτήσεως τῆς μοναχικῆς ἰδιότητος, ἡ γιά ὁρισμένο χρόνο δοκιμασία τοῦ ὑποψηφίου μοναχοῦ, τριετής συνήθως, σέ Μονή πού ἔχει συσταθεῖ κανονικά καί νόμιμα.
Μετά τήν ἐπιτυχία τῆς δοκιμασίας δίδεται ἡ ἱερά τῆς μοναχικῆς ἐπαγγελίας διαβεβαίωση, ἡ μοναχική ὁμολογία καί γίνεται ἡ μοναχική κουρά. Ἡ κουρά τελεῖται ἤ ἀπό τόν ἐπιχώριο Ἀρχιερέα ἤ κατόπιν ἀδείας του ἀπό Πρεσβύτερο καί παρουσίᾳ ἐκείνου στόν ὁποῖο ὁ κειρόμενος μοναχός δοκιμάσθηκε πρό τῆς κουρᾶς.
Ἡ μοναχική κουρά πιστοποιεῖται μέ τήν ἐγγραφή καί διά τῆς ἐγγραφῆς τοῦ μοναχοῦ στό Μοναχολόγιο, τό ὁποῖο εἶναι βιβλίο πού τηρεῖται ὑποχρεωτικά ἀπό κάθε Ἱ. Μονή (Π. Παναγιωτάκου Ἐκκλησιαστικό Δίκαιο τ. Δ, παρ. 8-12, Ἐφετ. Ἀθηνῶν 2192/1968 ΝοΒ ἔτος 17, σελ 17).
Οἱ προϋποθέσεις κτήσεως τῆς μοναχικῆς ἰδιότητος καί ἡ ἀπόδειξή της ρυθμίζονται καί ἀπό τίς σχετικές διατάξεις τοῦ ΒΔ/28.7.1857 «Περί Κανονισμοῦ τῶν Μοναστηρίων», τό ὁποῖο τό ΣτΕ δέχεται ὅτι ἰσχύει μέ τήν 2174/1984 Ἀπόφασή του, καθώς καί μέ τά ἄρθρα 15 καί 19 τοῦ Ν. ΓΥΙΔ/1909 καί τό ΝΔ 1918/1942.
Ἡ κρίσις περί τῆς κανονικότητος καί ἐγκυρότητος ἤ ὄχι τῆς κτήσεως τῆς μοναχικῆς ἰδιότητος, ὡς ζήτημα τό ὁποῖο ρυθμίζεται ἀπό τίς ἀνωτέρω διατάξεις τοῦ Νόμου, κρίνεται ἀπό τά Δικαστήρια κατά περίπτωση, κυρίως ὅμως ὑπό τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὑπό τήν κανονική καί πειθαρχική ἐξουσία, τῆς ὁποίας ὑπόκεινται οἱ μοναχοί, διότι ἡ κτῆσις τῆς μοναχικῆς ἰδιότητος ἀνάγεται στήν πνευματική δικαιοδοσία τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ Ν. 5383/1932 προβλέπει τήν συγκρότηση Ἐκκλησιαστικῶν Δικαστηρίων διά Κληρικούς καί Μοναχούς.
Ὁ δέ Ἄρειος Πάγος μέ τήν ὑπ’ ἀριθμ. 621/1960 Τμ. Γ Ἀπόφαση (ΝοΒ ἐτ. 9, 592-593) ἔχει δεχθεῖ ὅτι τό ἄρθρο 1 τοῦ ΝΔ 1918/1942, τό ὁποῖο ἔχει κυρωθεῖ μέ τήν ὑπ΄ἀριθμ. 58/1945 Πράξη τοῦ Ὑπουργικοῦ Συμβουλίου, σύμφωνα μέ τήν ὑπ’ ἀριθμ. 58/1945 Συντακτική Πράξη «ὁρίζοντος ὅτι περί τῆς ἰδιότητος τοῦ μοναχοῦ ἀποτελεῖ πλήρη ἀπόδειξη ἡ βεβαίωση τοῦ οἰκείου Μητροπολίτου στηριζομένη εἰς ὑπεύθυνο δήλωση τοῦ Ἡγουμενοσυμβουλίου ὅτι οὗτος εἶναι ἐγγεγραμμένος ἐν τῷ Μοναχολογίῳ τῆς Ἱ. Μονῆς, οὐδεμιᾶς ἄλλης ἀποδείξεως ἀπαιτουμένης» ἀπέβλεψε εἰς τό νά παράσχη εὐχερῆ καί πείθουσα τόν Δικαστή ἀπόδειξη.
Ἡ μοναχική κουρά καί ἡ ὁμολογία τῶν μοναχικῶν ἀρετῶν δέν προσδίδει στούς μοναχούς τήν ἰδιότητα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ λειτουργοῦ καί ἑπομένως ἐπί τῶν Μοναχῶν δέν χωρεῖ καθαίρεση καί δέν μποροῦν νά κηρυχθοῦν ἔκπτωτοι τῆς Μοναχικῆς ἰδιότητος. Ἀντίθετη ἀπόφαση Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαστηρίου εἶναι εὐθέως ἀντικανονική.
Κατά παράβαση τῶν ἀνωτέρω ἀρχικά ὁ Ν. 5383/1932 «Περί Ἐκκλησιαστικῶν Δικαστηρίων καί τῆς πρό αὐτῶν διαδικασίας» ὥριζε μέ τό ἄρθρο 17 ὅτι ἦταν δυνατό νά ἐπιβληθῆ στούς Μοναχούς ἡ ποινή τῆς ἀποβολῆς ἀπό τῆς Μονῆς μετ’ ἀφαιρέσεως τοῦ Μοναχικοῦ Σχήματος.
Ἡ διάταξη ἦταν ἀμφιβόλου συνταγματικότητος καί κανονικότητος ἀφοῦ βρισκόταν σέ ἀντίθεση μέ τούς Ἱ. Κανόνας κατά τούς ὁποίους ἡ διά μοναχικῆς κουρᾶς «κανονικῶς καί ἐγκύρως προσκτηθεῖσα μοναχική ἰδιότης ἐν οὐδεμιᾷ περιπτώσει ἐξαλείφεται» θεωρουμένου τοῦ Μοναχικοῦ βίου ὡς βίου διηνεκοῦς μετανοίας.
Κατά τούς Ἱ. Κανόνας τιμωρεῖται ἡ «ἑκουσία» ἀποβολή τοῦ μοναχικοῦ σχήματος καί αὐτός πού περιεβλήθη τό μοναχικό σχῆμα δέν ἔχει δικαίωμα νά ἀποχωρήση ἀπό τήν Μονή του καί νά ἐπανέλθη στήν κοσμική ζωή καί νά ζήση ὡς ἰδιώτης.
Γιά τούς ἀνωτέρω κανονικούς, ἀλλά καί συνταγματικούς λόγους τό ἄρθρο 17 τοῦ Ν. 5383/1932 καταργήθηκε μέ τό ἄρθρο 4 ἐδ. 2 τοῦ ΝΔ 1714/1942 καί ἡ ἰσχύουσα σήμερα διάταξη τοῦ ἄρθρου 17 ἀφορᾶ στίς ἁρμοδιότητες τοῦ Πρωτοβαθμίου Συνδικοῦ Δικαστηρίου. Βεβαίως ἡ Ἐκκλησία, διά προφανεῖς λόγους ἀποφυγῆς τοῦ σκανδαλισμοῦ τῶν πιστῶν ὑπείκουσα εἰς τήν ὑπερτάτην ἀρχήν suprimus lex salvia ecclesiae παρά τά ἀνωτέρω, ἐξακολουθεῖ νά ἐπιβάλη τήν ποινή τῆς ἀποβολῆς ἀπό τῆς Μονῆς μετ’ ἀφαιρέσεως τοῦ Μοναχικοῦ σχήματος.
Τά ἀνωτέρω ἰσχύουν μέ τίς ὑπ’ ἀριθμ. 38/1957 καί 39/1957 Ἀποφάσεις Ὁλομ. Ἀρείου Πάγου (ΝοΒ ἐτ. Ε, σελ. 519) καί γιά τήν πρόσκτηση τῆς μοναχικῆς ἰδιότητος ὑπό γυναικῶν μοναχῶν.
Ἡ ὑπό τῶν Ἱ. Κανόνων καί τοῦ Ἱ. Εὐχολογίου τῆς Ἐκκλησίας, προβλεπομένη καί καθιερωμένη πρόσκτηση τῆς μοναχικῆς ἰδιότητος προϋποθέτει τήν ἐπίσημον ὁμολογίαν τοῦ ἐπιθυμοῦντος τήν μοναχική ἰδιότητα, διά τῶν ἐρωταποκρίσεων πού ὑποβάλλονται εἰς αὐτόν, ὑπό τοῦ ἱερουργοῦντος, τήν ἱεράν ἀκολουθίαν τοῦ Μοναχικοῦ Σχήματος, πρός τόν ὁποῖον γίνεται εἰδική ἐπίκλησις τῆς ἀοράτου παρουσίας τοῦ Σωτῆρος Κυρίου μετά τῆς πανυμνήτου Αὐτοῦ Μητρός καί τῶν Ἁγίων Αὐτοῦ, «ἐνωτιζομένου τά παρ’αὐτοῦ ἐκπορευόμενα λόγια, ἵνα ὅταν ἔλθη κρίναι ζώντας καί νεκρούς ἀποδώση αὐτῷ...».
Μετά τήν ὁμολογία τῶν μοναχικῶν ἀρετῶν ὑπό τοῦ κειρομένου καί πάλιν γίνεται ἐπίκληση τῆς διαβεβαιώσεως, διά τῶν λόγων «Βλέπε τέκνον οἵας συνθῆκας δίδως τῷ Δεσπότῃ Χριστῷ, Ἄγγελοι γάρ πάρεισιν ἀοράτως ἀπογραφόμενοι τήν ὁμολογία σου ταύτην, ἥν καί μέλλεις ἀπαιτεῖσθαι ἐν τῇ δευτέρᾳ παρουσίᾳ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ» καί ἐπακολουθεῖ ἡ ἀνάπτυξη τῶν μοναχικῶν ἀγώνων πού ἀναλαμβάνει ὁ ὑποψήφιος κατακλειομένων μέ τήν ἐρώτηση «Ταῦτα πάντα οὕτω καθομολογεῖς ἐπ’ ἐλπίδι τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ καί ἐν ταύταις ταῖς ὑποσχέσεσι διακαρτερεῖν συντάσση μέχρι τέλους ζωῆς χάριτι Χριστοῦ;».
Ἀκολούθως διά τῶν εὐχῶν ἀλλάσσει τό ὄνομα ἀπό κοσμικόν σέ μοναχικόν καί ὁ λειτουργός ἐκτείνας τήν χεῖρα του πρός τό ἅγιον Εὐαγγέλιον λέγει: «Ἰδού ὁ Χριστός ἀοράτως ἐνταῦθα πάρεστι.
Βλέπε ὅτι οὐδείς σέ ἀναγκάζει ἐλθεῖν ἐπί τοῦτο τό Σχῆμα. Βλέπε ὅτι σύ ἐκ προθέσεως θέλεις τόν ἀρραβῶνα τοῦ Μεγάλου καί Ἀγγελικοῦ Σχήματος» καί δίδεται ἡ τελική συνθήκη «Ναί τίμιε πάτερ ἐκ προθέσεως».
Ἀκολούθως «μετά τό συντάξασθαι, λέγει πρός τόν κειρόμενον ὁ λειτουργός λάβε τό ψαλίδιον καί ἐπίδος μοι αὐτό». Αὐτός δέ λαμβάνει τό ψαλίδιον ἀπό τό ἱερό Εὐαγγέλιο καί δίδει αὐτό εἰς τάς χεῖρας τοῦ Ἡγουμένου ὁ ὁποῖος δίδει αὐτό εἰς τάς χεῖρας τοῦ λειτουργοῦντος ἱερέως, ὁ ὁποῖος τό ἀφήνει ἐπί τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου, ἐπαναλαμβανομένης τῆς πράξεως τρεῖς φοράς.
Ὁ λειτουργός ἱερεύς ἐξαγγέλει πρός τόν κειρόμενον «ἰδού ἐκ τῆς χειρός τοῦ Χριστοῦ λαμβάνεις αὐτό.
Βλέπε δέ τίνι προσέρχη, τίνι συντάσση καί τίνι ἀποτάσση» ἀκολούθως γίνεται ἡ σταυροειδής ἀπόκαρση καί ἡ περικόσμηση διά τῶν μοναχικῶν ἐνδυμάτων, τά ὁποῖα συμβολίζουν ὁ χιτώνας τήν δικαιοσύνη, ἡ ζώνη τήν νέκρωση καί τήν σωφροσύνη, τό κουκούλιο τήν περικεφαλαία τοῦ σωτηρίου, ὁ ἀνάλαβος τόν σταυρό καί τήν πίστη, τά σανδάλια τήν ἐπίβαση τῆς ὁδοῦ τῆς εἰρήνης καί τῆς σωτηρίας.
Κατά ταῦτα προκύπτει ἀβιάστως ὅτι ἡ μοναχική ἰδιότης κατά τό κανονικό μας δίκαιο καί τό νομικό μας πολιτισμό καί τήν Νομολογία τῶν Δικαστηρίων προσκτᾶται δι’ ὁμολογίας τῶν μοναχικῶν ἀρετῶν καί κανονικῆς σταυροειδοῦς ἀποκάρσεως.
Ἀπόδειξη δέ ἡ περικόσμηση δι’ὅλων τῶν μοναχικῶν ἐνδυμάτων.
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ