Την Τρίτη 26
Μαΐου το βράδυ ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βεροίας, Ναούσης και
Καμπανίας κ. Παντελεήμων τέλεσε Ιερά Αγρυπνία και κήρυξε το θείο λόγο
επί τη εορτή της Αποδόσεως του Πάσχα στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό των
Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου Βεροίας.
Ο Σεβασμιώτατος στο κήρυγμα του ανέφερε μεταξύ άλλων: «Φωτίζου, φωτίζου ἡ νέα Ἱερουσαλήμ, ἡ γάρ δόξα Κυρίου ἐπί σέ ἀνέτειλε».
Πρίν
ἀπό σαράντα ἡμέρες ἡ Ἐκκλησία μας ἔψαλε πανηγυρικά τόν ἀναστάσιμο
αὐτόν ὕμνο, καλώντας ὅλους τούς πιστούς, ἐμᾶς πού παροικοῦμε στή νέα
Ἱερουσαλήμ, τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, νά χαροῦμε καί νά
ἀπολαύσουμε τό φῶς τοῦ ἀναστάντος Κυρίου, τοῦ Σωτῆρος καί λυτρωτοῦ
μας, νά χαροῦμε γιά τή δόξα τοῦ Κυρίου μας πού ἔλαμψε διά τῆς
Ἀναστάσεώς του καί φώτισε τόν κόσμο.
Μᾶς
κάλεσε ἡ Ἐκκλησία μας νά φωτισθοῦμε ἀπό τό ἀνέσπερο φῶς τῆς
Ἀναστάσεως, ἀπό τό ἄδυτο φῶς τῆς δόξης τοῦ Κυρίου μας, καί νά τό
μεταφέρουμε στόν κόσμο ὡς μήνυμα λυτρώσεως ἀπό τόν θάνατο καί τήν
ἁμαρτία.
Ὅμως
ὁ ἀναστάσιμος αὐτός ὕμνος ἀκούσθηκε φέτος «τῶν θυρῶν κεκλεισμένων»,
ἐξαιτίας τῶν μέτρων προστασίας γιά τήν ἐξάπλωση τοῦ κορωνοϊοῦ πού
ἴσχυαν ἀναγκαστικά καί τή νύκτα τῆς Ἀναστάσεως. Γι᾽ αὐτό καί ἀπόψε,
καθώς ἡ Ἐκκλησία μας, μία ἡμέρα πρίν ἀπό τήν εἰς οὐρανούς ἔνδοξη
Ἀνάληψη τοῦ Χριστοῦ μας, ἀποδίδει τή μεγάλη ἑορτή τοῦ Πάσχα καί
ἐπαναλαμβάνει τήν πανηγυρική ἀκολουθία τῆς Ἀναστάσεως, τόν ψάλουμε γιά
ἄλλη μία φορά πανηγυρικά καί χαρμόσυνα, ἐκφράζοντας τήν εὐχαριστία
καί τήν εὐγνωμοσύνη μας στόν Χριστό, γιατί μᾶς ἀξίωσε νά ζήσουμε καί
φέτος, ἔστω καί μέ ἕναν διαφορετικό τρόπο, τό θαῦμα τῆς Ἀναστάσεώς
του.
Γιατί
ἕνα θαῦμα εἶναι ὅτι περάσαμε σχεδόν ἀλώβητοι ἀπό αὐτή τή μεγάλη
δοκιμασία τῆς πανδημίας, ἡ ὁποία προκάλεσε τόση ὀδύνη καί τόσο πόνο σέ
ὅλο τόν κόσμο. Ἕνα θαῦμα εἶναι ὅτι βρισκόμεθα καί πάλι στούς ναούς
μας, ἔστω καί ὑπό διαφορετικές συνθῆκες, γιά νά ψάλουμε ὅλοι μαζί τήν
πασχάλιο Ἀκολουθία.
Γιά
τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας βεβαίως τό θαῦμα τῆς Ἀναστάσεως δέν
περιορίζεται οὔτε στήν ἡμέρα τοῦ Πάσχα οὔτε στίς σαράντα ἡμέρες τῆς
μεταπασχαλίου περιόδου πού ὁλοκληρώνεται αὔριο. Εἶναι ἕνα διαρκές
γεγονός πού εἶναι παρόν στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας μας καί στή ζωή τοῦ κάθε
πιστοῦ, καί ἀνατροφοδοτεῖ καί ἀναζωογονεῖ τή ζωή μας.
«Ὁσάκις
γάρ ἄν ἐσθίητε τόν ἄρτον τοῦτον καί τό ποτήριον τοῦτο πίνητε, τόν ἐμόν
θάνατον καταγγέλετε καί τήν ἐμήν ἀνάστασιν ὁμολογεῖτε», λέγει ὁ
οὐρανοβάμων Μέγας Βασίλειος, ἐπαναλαμβάνοντας τούς λόγους τοῦ Κυρίου
στήν εὐχή τῆς θείας του Λειτουργίας πρό τοῦ καθαγιασμοῦ τῶν τιμίων
Δώρων.
Ἔτσι
ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τή βάση καί τό θεμέλιο τῆς
πίστεώς μας, γίνεται διαρκής ἐμπειρία στή ζωή τῶν πιστῶν διά τῆς
μετοχῆς τους στό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, στό μυστήριο ὄχι ἁπλῶς
τῆς κοινωνίας τῶν μαθητῶν μέ τόν Διδάσκαλό τους ἀλλά καί τῆς ἑνώσεώς
τους μαζί του, μαζί μέ τόν ὑπέρ ἡμῶν Σταυρωθέντα καί Ἀναστάντα Κύριο
καί Θεό μας.
Καί
αὐτό τό γεγονός τῆς συνεχοῦς μετοχῆς καί κοινωνίας μέ τόν Χριστό εἶναι
ἕνα ἀκόμη θαῦμα τῆς Ἀναστάσεως, πού ἐπιτρέπει καί μᾶς τούς ταπεινούς
καί χοϊκούς ἀνθρώπους νά ζοῦμε τή δόξα της, τή δόξα τοῦ Ἀναστάντος
Χριστοῦ, πού δέν τόν δοξάζουμε μόνο γιατί κατέλυσε τόν θάνατο,
«θανάτῳ θάνατον πατήσας», ἀλλά καί γιατί κατέλυσε «τόν τό κράτος
ἔχοντα τοῦ θανάτου, τοὐτέστι τόν διάβολον», ὅπως γράφει ὁ
πρωτοκορυφαῖος ἀπόστολος Παῦλος, καί μαζί του καί τή δύναμη τῆς
ἁμαρτίας.
Γι᾽
αὐτό καί δέν θά πρέπει νά δίδουμε σημασία σέ ὅσα ἀκούονται καί
λέγονται ἀπό κάποιους σχετικά μέ τό ἱερώτατο μυστήριο τῆς θείας
Εὐχαριστίας καί τά ὁποῖα δέν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπό συκοφαντία καί
βλασφημία κατά τοῦ ἁγίου Πνεύματος, τό ὁποῖο καθαγιάζει τά
προσφερόμενα δῶρα, καθαγιάζει τόν ἄρτο καί τόν οἶνο, καί τά
μετουσιώνει σέ Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ, ἡ κοινωνία τοῦ ὁποίου καθιστᾶ
τούς μετέχοντες κοινωνούς καί μετόχους τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου,
κοινωνούς καί μετόχους τῆς χαρᾶς καί τῆς δόξης τῆς Ἀναστάσεώς του.
Πάντοτε
ὑπῆρχαν καί πάντοτε θά ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού θά ἀμφισβητοῦν καί θά
βλασφημοῦν τό θαῦμα τῆς Ἀναστάσεως, ὅμως ἡ ἀμφισβήτησή τους εἴκοσι
αἰῶνες τώρα παραμένει χωρίς ἀποτέλεσμα καί ἰσχυροποιεῖ ἀκόμη περισσότερο
τήν πίστη μας στό ὑπερκόσμιο γεγονός πού ἄλλαξε τόν κόσμο καί ἔχει τή
δύναμη νά ἀλλάξει καί τήν ψυχή τοῦ κάθε ἄνθρωπου, τήν ψυχή ὅλων μας.
Ἀρκεῖ νά τό πιστεύουμε, ἀρκεῖ νά τό ζοῦμε, ἀγωνιζόμενοι καί ἐμεῖς μέ τή
δύναμη καί τή χάρη τοῦ Ἀναστάντος Κυρίου νά νικήσουμε τήν ἁμαρτία μέσα
μας. Ἀρκεῖ νά γινόμεθα καί ἐμεῖς σύσσωμοι καί σύναιμοι Χριστοῦ,
μετέχοντας στό μυστήριο τῆς θείας Κοινωνίας, ὥστε νά ἔχουμε καί στήν
ψυχή μας τό φῶς τῆς Ἀναστάσεως, τό φῶς πού ἀνέτειλε ἀπό τό κενό
μνημεῖο τοῦ Ἀναστάντος Κυρίου καί φωτίζει καί θά φωτίζει πάντοτε τίς
ψυχές ὅσων πιστεύουν καί ὅσων θέλουν καί ἐπιθυμοῦν νά τό δοῦν.