Στόν Ἱερό
Μητροπολιτικό Ναό Εὐαγγελιστρίας Πατρῶν ἐτελέσθη τό πρωί τῆς 29ης Μαΐου
2020 Θεία Λειτουργία, ὑπό τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πατρῶν κ.κ.
Χρυσοστόμου καί ἱερό μνημόσυνο ὑπέρ τῶν ἀοιδίμων προμάχων καί
ὑπερασπιστῶν τῆς Βασιλίδος τῶν πόλεων Κωνσταντίνου τοῦ Παλαιολόγου καί
τῶν συμπολεμιστῶν αὐτοῦ, ὡς καί πάντων τῶν φρικτῷ τρόπῳ τελειωθέντων,
ἀμάχων πατέρων καί ἀδελφῶν ἡμῶν κατά τήν ἀποφράδα ἐκείνη ἡμέρα.
Στήν ὁμιλία
του ὁ Σεβασμιώτατος σέ κλῖμα συναισθηματικά φορτισμένο, ἀνεφέρθη στήν
ἳδρυση τῆς Πόλεως ἀπό τόν Μέγα Κωνσταντῖνο, στή δόξα καί στό κλέος, στήν
ἃλωση καί τήν καταστροφή ἀπό τούς Φράγκους, στήν ἃλωση ἀπό τούς
Τούρκους καί στήν μέχρι σήμερα πορεία ὂχι μόνο τῆς Βασιλίδος τῶν πόλεων,
ἀλλά καί τοῦ Γένους μας γενικῶς. Χρησιμοποίησε λόγους τοῦ Ἁγίου
Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, τοῦ Ἰωσήφ Βρυέννιου, τοῦ Στήβεν Ράνσιμαν καί
ἂλλων ἱστορικῶν καί κατέληξε ὡς ἐξῆς:
Μνήμη τῆς ἁλώσεως σήμερα, Ἀδελφοί μου.
Καὶ ἂν ἡ
πόλις ἑάλω, οὐδ'ἐπὶ στιγμὴν ἔπαψε ἡ πνευματική της ἀκτινοβολία, οὐδέποτε
ἔπαψε νὰ εἶναι ἡ προκαθημένη τῆς ἀγάπης μας, αὐτὴ ἡ βρυσομάνα, πού
ἀκόμα σκλαβωμένη, ποτίζει καὶ σήμερα καὶ θὰ ποτίζη γιά πάντα τοῦ Γένους
μας τὶς Ἅγιες ρίζες.
Ἡ Πόλη δέν
παραδόθηκε. Εἶναι ζωντανή. Ὁ Βασιληάς δέν εἶναι μαρμαρωμένος, ἀλλά ζεῖ
μέσα στίς καρδιές ὅλων ὅσοι αἰσθάνονται Ρωμηοί. Ἡ Κωνσταντινούπολη ζεῖ
σέ ὅλα τά πλάτη καί μήκη τῆς γῆς, ὅπου σήμερα ὑπάρχει Ρωμαίϊκή ψυχή καί
καρδιά.
Τό
Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, εἶναι ὁ Ἱερός πυρήνας γύρω ἀπό τόν ὁποῖο
ἑνοῦται τό ὄνειρο ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἑλλήνων καί γιατί ὄχι Ὀρθοδόξων
Χριστιανῶν γιά τήν ἀνάσταση τῆς πεπτωκυίας σκηνῆς.
Εἶναι ἡ ἱερά
Ἑστία τοῦ Γένους, ἡ ὁποία πιστεύομεν ἀκραδάντως, ὅτι χάριτι Θεοῦ, θά
παραμένῃ παρά τίς δυσκολίες, ἀναμένη γιά νά θερμαίνῃ καί νά φωτίζῃ τοῦ
γένους τήν πορεία καί τίς ψυχές μας.
Τό
Πατριαρχεῖο παρά τά κατά καιρούς δεινά καί τά προβλήματα τά ὁποῖα
ἀντιμετώπισε καί ἀντιμετωπίζει ἀποδείχτηκε, εἶναι καί θά παραμένῃ ὁ
συνεκτικός δεσμός τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, Ἑλλήνων καί μή, πάνω ἀπό
Ἔθνη, χρώματα, γλῶσσες καί φυλές, συνεχίζοντας τόν ρόλο του ὑπέρ τῆς
δόξης τοῦ Ἐσφαγμένου Ἀρνίου καί τῆς σωτηρίας τῶν Ἀνθρώπων.
Ἡ Μεγάλη τοῦ
Χριστοῦ Ἐκκλησία, θά παραμένῃ ὁ Ἥλιος τῆς ζωῆς μας, καί τό ἱερό ὁρόσημο
τῆς πορείας μας. Θά εἶναι ὁ εὐλογημένος προορισμός μας καί τά πάντα στή
ζωή μας θά ὑφαίνονται γύρω ἀπ'αὐτήν. Ὅλοι θέλουν νά τήν ἐπισκεφθοῦν καί
ὅσες φορές καί ἐάν πᾶνε, εἶναι σάν νά τήν ἐπισκέπτωνται γιά πρώτη φορά. Ἡ
ψυχή ἕλκεται ἀπό τό μεγαλεῖο της καί τήν πνευματική της ἀκτινοβολία καί
λαμπρότητα.
Ὅσοι δέν
πρόφτασαν νά πᾶνε ἤ δέν θά μπορέσουν νά τήν ἐπισκεφθοῦν, τήν ἔζησαν καί
τήν ζοῦν μέ τόν δικό τους συγκλονιστικό, ἐσωτερικό βιωματικό τρόπο.
Ὅσο καί ἄν
κάποιοι σήμερα ἀγωνίζονται νά ἀμβληνθοῦν οἱ ὅποιες ἀναφορές στήν κοιτίδα
τοῦ Γένους καί στίς ἀλησμόνητες πατρίδες, πρέπει νά γνωρίζουν ὅτι στό
αἷμα τῶν Ἑλλήνων, ὑπάρχει ἡ ρίζα, ἡ φύτρα ἡ πνευματική, ἡ ἕνωση μέ τά
ζώπυρα τοῦ πολιτισμοῦ μας καί τῆς ἱστορίας μας.
Γιὰ τήν Κωνσταντινούπολη θὰ μείνῃ μέχρι τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος ὁ λόγος τοῦ κλεινοῦ καὶ θεορρήμονος Γρηγορίου τοῦ Ναζιανζηνοῦ:
«Ὧ Κωνσταντίνου κλειτὸν ἕδος μεγάλου.
ὁπλοτέρη Ῥώμη, τόσσον προσφέρουσα πολήων,
ὁσσάτιον γαίης οὐρανὸς ἀστερόεις»
( Γρηγ. Θεολ. ποίημ. 1')
δηλ. « Ὧ δοξασμένη καθέδρα τοῦ Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου, νεώτερη Ρώμη, ποὺ τόσο ξεπερνᾶς κάθε ἄλλη πόλι.
ὅσο τὴν γῆ ὁ ἀστροστόλιστος οὐρανός....» .
Καὶ ἐπειδὴ τὸ
ποίημα αὐτὸ ἴσως εἶναι βαρὺ γιὰ τὴν ἀκοὴ καὶ δυσνόητο ἀπὸ τὸν νοῦ τοῦ
σημερινοῦ Ἕλληνα ποὺ ζῆ τραγικὰ καὶ «μεγαλόπρεπα» τὴν ἐποχὴ τῆς
Ἑλληνικῆς λεξιπενίας, ἂς τελειώσωμε μὲ ἕνα ἁπλοῦν ποίημα ἑνὸς Ἕλληνα
Μουσικοσυνθέτη:
«Πόλι γλυκειά, πόλι ἀγαπημένη,
πόλη ζωή, πόλι ἐλπίδα,
πόλι Θεοῦ, πόλι μὴ κλαῖς
θά' ρθει καιρός».