Το
βουνό των Αγίων Δέκα αποτελεί, φύσει και θέσει, μια αναγνωρίσιμη εικόνα
της Μέσης Κέρκυρας. Πέρα από την περίοπτη θέση του, γνωρίσματα,
ελκυστικά προς το ενδιαφέρον, είναι τα γηραιά χωριά που απλώνονται στις
πλαγιές του και το ραντάρ που το στεφανώνει. Αυτό που δεν πιάνει άμεσα
το βλέμμα είναι ένα πλάτωμα, οιονεί οροπέδιο, που σχηματίζεται στην
κορφή του. Εκεί, πλαισιωμένος από πλούσια βλάστηση σε μια γραφική
σύνθεση τοπίου, κουρνιάζει ένας ναός με έντονο ιστορικό φορτίο, η
Ανάληψη ή Παντοκράτορας.
Μα πριν ξετυλιχθεί το κουβάρι της ιστορίας του ναού ας σταθούμε λίγο
στο βουνό των Αγίων Δέκα, επισημαίνοντας ότι ανά τους αιώνες άκουγε στο
όνομα Γαλήσιο όρος. Τουλάχιστον από το 1502, ως Γαλίκιο [1]. Λίγα χρόνια
αργότερα εμφανίζεται στην εκδοχή Γαλήσιο, που παραμένει μέχρι τα τέλη
του 18ου αιώνα [2, 3]. Ως όρος Αγίων Δέκα εντοπίζεται στις αρχές του
19ου αιώνα ενώ η παλαιά ονομασία κάνει πια σποραδικές εμφανίσεις [4]
μέχρι να εκπέσει οριστικά, ίσως στα μέσα του ίδιου αιώνα. Στις αρχές του
20ου αιώνα εντοπίζεται και ως όρος Αναλήψεως [5] όπως το γνωρίζουν ως
σήμερα κάποιοι παλαιότεροι.
Η περιήγηση θα ξεκινήσει από την αρχαιότερη μαρτυρία του ναού, για την οποία δεν υπάρχει συναίνεση. Μια αβέβαιη αναφορά εντοπίζεται στις αρχές της Ενετοκρατίας, το μακρινό 1398, και μιλά για χωράφια κάποιας Ανάληψης στην περιοχή των Κυνοπιαστών [6]. Η ταύτιση στηρίζεται σε δυο δεδομένα. Τη μη γνωστή, ως τώρα, ύπαρξη άλλου ομώνυμου ναού στην ευρύτερη περιοχή και το γεγονός ότι, έστω και μεταγενέστερα, το 1634 ο μελετώμενος ναός κατείχε χωράφι στη θέση Γλιτζερό (σημερινά Τζερά) Κυνοπιαστών [7]. Η πρώτη εξακριβωμένη εμφάνιση πάντως μας έρχεται από το 1497 [8].
Επόμενο σημείο που θα εξεταστεί είναι η ονομασία στην οποία έχει αφιερωθεί ο ναός, λόγω της αστάθειάς της. Παρότι σήμερα είναι γνωστός ως Παντοκράτορας, δεν εντοπίστηκε κάποιο τεκμήριο που να τον διαχωρίζει από την Ανάληψη, ούτε πως πρόκειται για νεώτερο ναό, όπως θα δούμε. Ακολουθώντας τις πηγές βλέπουμε ότι το 1497 και το 1502 απαντά ως Ανάληψη [1, 8].
Σε πράξεις του 1545 μνημονεύεται ως Παντοκράτορας ή ναός του «Μεγάλου Παντοκράτορος του εν τω Γαλήσιο όρει ήγουν της Αναλήψεως» [2]. Περί το 1573 και το 1597 σημειώνεται ως Ανάληψη [3]. Το 1622 ως «Κυρίου και Θεού και Σωτήρος Χριστού του Παντοκράτορος» [3]. Στα τέλη του 17ου αιώνα και τον 18ο αιώνα αποκλειστικά ως Ανάληψη, όπως δείχνουν νοταριακές πράξεις [3] αλλά και πρωτοπαπαδικές περιοδείες [9, 10, 11].
Όμως ο εκκλησιαστικός κατάλογος του 1820 τον σημειώνει Παντοκράτορα [12] ενώ σε άλλο ντοκουμέντο της ίδιας εποχής αναφέρεται ως Ανάληψη [4]. Ομοίως, επίσημο έγγραφο του 1888 τον ονομάζει «εκκλησία της Αναλήψεως» [13]. Έκτοτε φαίνεται πως καθιερώνεται η σημερινή ονομασία.
Ακολούθως, θα ιχνηλατήσουμε την περιπετειώδη ιδιοκτησιακή της πορεία. Τεκμήρια του 1497 δείχνουν ότι ανήκε στην αρχοντική οικογένεια Φιομάχου, μέλη της οποίας δώρισαν τα δικαιώματα επί του ναού στον αδερφό τους Πιέρο και στους απόγονούς του, καθώς επρόκειτο να νυμφευτεί την Πάουλα Μορέλου, κόρη του Ολιβιέρη [8]. Το 1545 εμφανίζεται ο μισέρ Στέφανος Φιομάχος ως «εκτήτωρ καθολικός» ενώ στον ναό τελεί ηγούμενος ο Άνθιμος Μουρέλος [2].
Μετά το 1551 οι Φιομάχοι εκτοπίζονται από το ιδιοκτησιακό καθεστώς που περνά πια στους Μουρέλους [8]. Από μεταγενέστερες πηγές γνωρίζουμε ότι η κυριότητα επί του ναού ήταν χωρισμένη σε κτητορικά μερίδια που γνώρισαν πολλές εναλλαγές κτητόρων [4, 14]. Το αποτέλεσμα ήταν στην αυγή του 18ου αιώνα να ανήκει κατά 2/3 στην Αγία Αικατερίνη του Καροφυλλάτου, ως μετόχι αυτής, με το υπόλοιπο 1/3 να μοιράζεται από μισό στους Καποδίστρια και Κασιμάτη [4, 15].
Τομή επέρχεται το 1805 όταν με τη δήμευση της Αγίας Αικατερίνης η Ανάληψη περιέρχεται στο Δημόσιο κατά τα 2/3 [4]. Ο δημόσιος χαρακτήρας και η εξάρτησή της από την Αγία Αικατερίνη επιβεβαιώνεται και από τον κατάλογο του 1820 [12].
Αφήνοντας το νήμα της διαδοχής των κτητόρων θα εστιάσουμε στην ύπαρξη μοναστικής κοινότητας στον χώρο. Είναι εύλογο ότι η απομονωμένη και σχετικά δυσπρόσιτη θέση του ναού ήταν ελκυστική προς τις θρησκευτικές αναχωρητικές τάσεις των ανθρώπων. Ωστόσο η αναφορά του ως «μοναστήρι» το 1574, αλλά και μεταγενέστερα, σποραδικά [3], δεν μπορεί να ερμηνευτεί μονοσήμαντα.
Διότι στις πηγές η έννοια μοναστήρι ή μονή περιλαμβάνει και ναούς στα οικήματα των οποίων διαβιούσε ο εφημέριος, ιερέας ή ιερομόναχος [16]. Ως εκ τούτου, η ύπαρξη κοινότητας μοναχών δεν αποτελεί αναγκαία συνθήκη. Ασχέτως ερμηνείας, υπόνοια περί κοινότητας υπάρχει το 1545 αφού ο ιερομόναχος Άνθιμος Μουρέλος σημειώνεται ως ηγούμενος. Κάποιες μαρτυρίες για τους διαβιούντες εκεί, χώρια από τον εφημέριο, μοναχούς περιέχονται σε πρωτοπαπαδικό πρόσταγμα του 1774, συνδεδεμένο με ένα ενδιαφέρον περιστατικό [17].
Εν ολίγοις ο ιερουργός της Ανάληψης, Ζαφείρης Σιμάτης διατάσσεται να παρεμποδίσει τον εκεί κατοικούντα μοναχό Λεόντιο να κάνει ανακομιδή των λειψάνων του θαμμένου εντός του ναού μοναχού Σεραφείμ. Πιθανόν πρόκειται για τον σωζόμενο σήμερα τάφο και αν η ιστορία αυτή ακούγεται οικεία είναι διότι επιχειρήθηκε ανάλογη ενέργεια πριν λίγες δεκαετίες. Επιστρέφοντας στη ροή των γεγονότων, είναι βέβαιο ότι στα τέλη του 18ου με αρχές 19ου αιώνα ο χώρος του μοναστηριού ήταν έρημος και έγινε μια προσπάθεια αναζωογόνησης [4].
Η κατάληξή της δεν μας είναι γνωστή. Αρκετά αργότερα, το 1901 γίνεται λόγος για μονή διευθυνόμενη από τον ηγούμενο μοναχό Καλλίνικο Βαρότση [18]. Μεμονωμένες παρουσίες μοναχών συνέχισαν και σε πιο πρόσφατη εποχή.
Σταχυολογώντας τεκμήρια της εποχής αποκαλύπτονται και άλλες ενδιαφέρουσες πτυχές της λειτουργίας του ναού και της λατρευτικής του διάστασης. Σημαντικά δεδομένα δίνει μια αναφορά του 1812, του ιερομόναχου Παρθένιου Αυγούστη εξ Αγίων Δέκα [4]. Μας διηγείται ότι η «παλαιοτάτη εκκλησία» ήταν από παλιά το «κοινόν προσκύνημα, η παρηγοριά και η ευλαβής συνδρομή όλων των πλησιοχώρων χριστιανών από Γαρούνα, Αγίων Δέκα και από χωρίον Σταυρού». Προφανώς λοιπόν αποτελούσε ένα σημείο σύγκλισης των λατρευτικών συνηθειών των κατοίκων των γειτονικών χωριών.
Η γλαφυρή περιγραφή σκιαγραφεί την πλήρη εγκατάλειψη μαρτυρώντας πως «ο καιρός και η υστέρησις ιερέων επροξένησε την ερήμωσην των κελίων κι ακολούθως τον σκορπισμόν του ευλαβητικού λαού, δεν ελειτουργείτο ποτέ ούτε εν Κυριακή ούτε εν μνήμη Αγίου». Τα κελιά γκρεμίστηκαν και έτσι ο ιερομόναχος Παρθένιος «με κόπον και έξοδα του έκαμε μικράν κατοικίαν και λειτουργώντας εις ταις Κυριακαίς και εορτάσιμαις ημέραις πάλιν εξύπνησεν η ευλάβεια και η συνδρομή των πλησιόχωρων».
Οι χωρικοί εκτός από τη σωτηρία της ψυχής, αναζητούσαν «παρηγορίαν και καταφύγιον του εαυτού τους όπου εν ώρα χειμώνος και κακού καιρού εκείνοι όπου δουλεύουν εκεί απάνω τα αμπέλια, ευρίσκοντας τώρα κατοικίαν και ιερέα προστρέχουν και παρηγορόνται, μην κινδυνεύοντας την υγείαν και την ζωήν τους».
Είναι σαφές ότι η παρουσία ζωής στο μοναστήρι έδινε ένα αίσθημα ασφάλειας. Όσον αφορά την εορτή του ναού, ενδιαφέρουσα είναι η μαρτυρία πως το 1545 γιόρταζε στις 6 Αυγούστου, του Παντοκρατόρου [2], όπως και σήμερα δηλαδή (περί εορτής της Αναλήψεως δεν γνωρίζουμε). Ένα πανηγύρι εξόχως ζωντανό, ειδικά πριν μισό αιώνα όταν συγκέντρωνε πολλούς κατοίκους των γύρω χωριών οι οποίοι μάλιστα διανυκτέρευαν πάνω στο βουνό κατά την παραμονή της εορτής.
Η περιουσία ενός ναού, κινητή και ακίνητη, ήταν ζωτικής σημασίας αφού η εκμετάλλευσή της εξασφάλιζε τα απαραίτητα έσοδα για τη λειτουργία και συντήρησή του. Μια ιδέα της οικονομικής διάστασης δίνει η απογραφή των ναών της Κέρκυρας του 1635, όπου παρά τις όποιες αβεβαιότητες, η Ανάληψη βάσει εισοδήματος κατατάσσεται στις πρώτες θέσεις [14]. Λεπτομερέστερη εικόνα για την περιουσία της προκύπτει από την αναγραφή, το περιουσιολόγιο δηλαδή, που συντάχθηκε το 1634 [7].
Υπό την απειλή αφορισμών καταγράφηκε ένας πλούτος πληροφοριών. Τα χωράφια, οι εκτάσεις και οι καλλιέργειές τους, οι καλλιεργητές με τα δοσίματά τους και άλλα συναφή στοιχεία. Εξ αυτών συνάγεται ότι τα εδάφη της Ανάληψης εκτείνονταν κυρίως περιμετρικά στις πλαγιές του βουνού, κοντά στα χωριά Άγιοι Δέκα, Καμάρα, Άνω Γαρούνας και Σταυρός ενώ κάποιες εδαφικές νησίδες εντοπίζονταν στα χωριά Κυνοπιάστες, Σιναράδες, Άγιος Ματθαίος και αλλού.
Παράλληλα κατείχε ένα κτίσμα και τον νερόμυλο επονομαζόμενο «Χορδία» στην Μπενίτσα, καθώς και τους ναούς Προφήτη Ηλία, Ζωοδότη, αμφότεροι στο βουνό Γαλήσιο, και την Οδηγήτρια (σημερινή Παναγιοπούλα) στον Σταυρό, όπου επίσης είχε οικήματα.
Αλλά ας καταπιαστούμε λίγο με το ίδιο κτίσμα του ναού, το τωρινό, και τις ιστορίες που έχει να διηγηθεί. Επισήμως δεν τις έχουν αφουγκραστεί οι ειδικοί για να το χρονολογήσουν, άρα θα περιοριστούμε σε λίγες παρατηρήσεις. Τυπολογικά, πρόκειται για μια μονόχωρη βασιλική με την ιδιαιτερότητα ότι είναι καμαροσκέπαστη.
Αξιομνημόνευτος είναι και ο ενεπίγραφος τάφος του μοναχού Σεραφείμ με χρονολογία ,αȳοα δηλαδή 1771, που σώζεται στο εσωτερικό. Επιπλέον, ως στήριγμα για υποθέσεις, μας έρχεται η αναφορά του 1812 [4]. Η εκκλησία εκείνη την εποχή περιγράφεται «όλη σώα και στερεή μα ο θόλος, ήγουν το βόλτο, εις το μέσον του ναού είναι σχισμένο και ο κίνδυνος είναι πολύς».
Εικόνα που αντικατοπτρίζεται ως ένα βαθμό και στο παρόν, με τη διαφορά ότι η καμάρα στο μέσο του ναού διακόπτεται από μια υπερυψωμένη δομή. Η ασυνέχεια αυτή ίσως εξηγείται στη βάση κάποιας μετατροπής στο πλαίσιο επισκευής της ζημιάς στο βόλτο. Στην παλαιότητα του κτίσματος συνηγορεί και το γεγονός ότι το άνευ περιθυρώματος παράθυρο του ιερού ανοίγεται σε μικρή απόσταση από το έδαφος. Επομένως, βάσει των ανωτέρω, μπορούμε να υποθέσουμε ότι η τωρινή βασική μορφή του ναού ανάγεται σε εποχή προ του 1771 ή έστω του 1812.
Φυσικά υπάρχουν και μεταγενέστερες επεμβάσεις, όπως ο πρόναος, οι λίθινες γωνίες του κτιρίου και τα περιθυρώματα των παραθύρων και φεγγιτών. Να προσθέσουμε πάντως ότι έχει προταθεί και η άποψη ότι ο ναός ανήκει στον τύπο της σταυρεπίστεγης βασιλικής χωρίς τρούλο, κάτι που ενδεχομένως θα χρονολογούσε το κτίσμα σε αρκετά παλαιότερη εποχή [19].
Όσον αφορά τον περιβάλλοντα χώρο, κοιτάζοντας το μακρινό παρελθόν οι εικόνες αποδεικνύονται αμυδρές. Γνωρίζουμε ότι ο ναός πλαισιωνόταν από μάντρα το 1634 [7] ενώ η παρουσία, έστω περιστασιακή, μοναχών σαφώς προϋπέθετε την ύπαρξη κελιών. Όπως είδαμε στις αρχές του 19ου αιώνα τα κελιά είχαν ερειπωθεί.
Αλλά το 1811 καταγράφονται εργασίες αποκατάστασης δυο οικημάτων και δυο στέρνων, δίνοντας έτσι και μια σαφέστερη άποψη του χώρου [4]. Το 1887 δεν εντοπίζονται ικανές αλλαγές αφού αναφέρονται δυο οικήματα, δύο δεξαμενές, περίβολος με οπωρόδεντρα και αμπελώνας πλησίον [13]. Το σύνολο αυτό ανταποκρίνεται και στο σήμερα αλλά σαφώς με μεταγενέστερες παρεμβάσεις.
Ολοκληρώνοντας τη χωροχρονική περιήγησή μας γύρω από την Ανάληψη, θα επιχειρήσουμε να αναιρέσουμε μια παράδοση, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα ένα ακόμη αξιοσήμαντο δεδομένο. Μια παράδοση που μιλά για την άλλοτε ύπαρξη του ναού της Ανάληψης στην κορφή του βουνού, όπου σήμερα το ραντάρ, την εγκατάλειψή της και την κατοπινή οικοδόμηση του ναού του Παντοκράτορα στη σημερινή του θέση.
Μάλιστα μαρτυρείται και η ύπαρξη ερείπιων του ναού στην κορφή μέχρι την κατασκευή του ραντάρ. Αλλά ας δούμε τι έχουν να πουν τα τεκμήρια. Σε μια οριοθέτηση του 1634 αναφέρεται «απάνω εις την κοριφήν του βουνού εις τον Ζωοδότη» [7]. Αυτός ο ναός, μετόχι της Ανάληψης, το 1754 εντοπίζεται πάλι «εις την τζίμα του Γαλήσιου» και μάλιστα πεσμένος [9]. Αρκετά λεπτομερέστερη είναι μια περιγραφή του 1828, σχετική με το ιδιοκτησιακό της Ανάληψης [4].
Από εκεί μαθαίνουμε ότι ο Ζωοδότης βρισκόταν ερειπωμένος στην ψηλότερη κορφή του βουνού, επί Γάλλων τοποθετήθηκε εκεί οπτικός τηλέγραφος και τα απομεινάρια του ναού χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή ενός οικίσκου για τον χειριστή του τηλέγραφου. Είναι προφανές ότι στην κορφή του βουνού βρισκόταν ο Ζωοδότης, όχι η Ανάληψη και τα ερείπια που πρόλαβαν οι παλαιότεροι ήταν μάλλον του Ζωοδότη ή του οικίσκου του τηλέγραφου.
Συνεπώς, βάσει και όσων αναφέρθηκαν στα περί χρονολόγησης του κτίσματος του ναού, θεωρούμε ότι αν συνέβη ποτέ η μεταφορά, καθότι δεν μπορεί να αποκλειστεί, θα πρέπει να συντελέστηκε πριν το 1634 και σίγουρα πριν το 1812. Εντελώς αβάσιμη φαίνεται και η περιγραφή που δίνει στις αρχές του 20ου αιώνα ο Σπ. Παπαγεώργιος στο έργο του, μιλώντας για τέσσερεις ναούς, τη Μεταμόρφωση του Σωτήρος, τον Προφήτη Ηλία, τον Μωυσή, ερειπωμένους, ενώ χαρακτηρίζει τον Παντοκράτορα νέο [20].
Τα προαναφερθέντα δεν ήταν παρά λίγες ειδήσεις που επιχειρούν να δώσουν ένα αχνό μόνο περίγραμμα του ιστορικού αποτυπώματος του ναού στο κερκυραϊκό γίγνεσθαι και στον χώρο. Όπως βεβαιώνουν οι ερευνητές, υπάρχει μια πληθώρα δεδομένων, τόσο στα αρχειακά τεκμήρια όσο και στο κτίριο, που αναμένουν καρτερικά αξιοποίηση. Εντωμεταξύ, καθώς οι ακτίνες του ήλιου αντιμάχονται ατέρμονα τη σκιά που απλώνουν τα σύννεφα πάνω στις κλιτύες, το ταξίδι του θα συνεχίζεται νωχελικά στην αγκαλιά του καταπράσινου ορεινού όγκου που ορίζει τη Μέση Κέρκυρα….
Θερμές ευχαριστίες στους Γεράσιμο Δημουλά, Σπύρο Καρύδη και Κώστα Γραμμένο για τις συμβουλές και την υπόδειξη και ερμηνεία κάποιων αρχειακών τεκμηρίων
Γιώργος Πουλής
Πηγές
[1] Πανταζή Σοφία-Αικατερίνη, Εμμανουήλ Τοξότης νοτάριος Κέρκυρας Πρωτόκολλο – Πράξεις των ετών 1500-1503, Κέρκυρα 2007.
[2] Αρχεία Νομού Κέρκυρας, Συμβολαιογράφοι, φάκ. Γ.54, φ.214r και 285r
[3] Αρχεία Νομού Κέρκυρας, Αρχείο Εγχωρίου Διαχειρίσεως, φάκ. 73, βιβλίο αντίγραφων νοταριακών πράξεων
[4] Αρχεία Νομού Κέρκυρας, Αρχείο Εγχωρίου Διαχειρίσεως, φάκ. 243, κατάστιχα 4 και 8
[5] Νουχάκης Ι., Ελληνική Χωρογραφία, Αθήνα 1901
[6] Ασωνίτης Σπ., Η Κέρκυρα και τα ηπειρωτικά παράλια στα τέλη του Μεσαίωνα (1386-1462), Θεσσαλονίκη 2009
[7] Αρχεία Νομού Κέρκυρας, Αρχείο Εγχωρίου Διαχειρίσεως, φάκ. 65, βιβλίο 10
[8] Καρύδης Σπ., «Ορθόδοξοι ναοί της Κέρκυρας τον 15ο αι.», Βυζαντιακά 19 (1999), 265-307
[9] Καπάδοχος Δ., Ναοί και Μοναστήρια Κέρκυρας, Παξών και Οθωνών στα μέσα του ΙΗ΄ αιώνα, Αθήνα 1994
[10] Αρχεία Νομού Κέρκυρας, Μεγάλοι Πρωτοπαπάδες, φάκ. 25, βιβλίο 12, φ.55r
[11] Αρχεία Νομού Κέρκυρας, Μεγάλοι Πρωτοπαπάδες, φάκ. 32, βιβλίο 13, φ.16r
[12] Καρύδης Σπ., Εκκλησιαστική Γεωγραφία της Κέρκυρας τον 19ο αιώνα, Κέρκυρα 2004
[13] Αρχεία Νομού Κέρκυρας, Αρχείο Εγχωρίου Διαχειρίσεως, φάκ. 1648, έκθεση 1888
[14] Καρύδης Σπ., Δημουλάς Γερ. & Πουλής Γ., Χώροι λατρείας & κλήρος στην Κέρκυρα του 17ου αιώνα. Αρχειακά τεκμήρια, Κέρκυρα 2018
[15] Αρχεία Νομού Κέρκυρας, Μεγάλοι Πρωτοπαπάδες, φάκ. 23, βιβλίο 2, φ.65v
[16] Καρύδης Σπ., Ορθόδοξες αδελφότητες και συναδελφικοί ναοί στην Κέρκυρα (15ος-19ος αι.), Αθήνα 2004
[17] Αρχεία Νομού Κέρκυρας, Μεγάλοι Πρωτοπαπάδες, φάκ. 52, φ.677r
[18] Κονιδάρης Διον., Άγιοι Δέκα, αναρτημένο σε:
Η περιήγηση θα ξεκινήσει από την αρχαιότερη μαρτυρία του ναού, για την οποία δεν υπάρχει συναίνεση. Μια αβέβαιη αναφορά εντοπίζεται στις αρχές της Ενετοκρατίας, το μακρινό 1398, και μιλά για χωράφια κάποιας Ανάληψης στην περιοχή των Κυνοπιαστών [6]. Η ταύτιση στηρίζεται σε δυο δεδομένα. Τη μη γνωστή, ως τώρα, ύπαρξη άλλου ομώνυμου ναού στην ευρύτερη περιοχή και το γεγονός ότι, έστω και μεταγενέστερα, το 1634 ο μελετώμενος ναός κατείχε χωράφι στη θέση Γλιτζερό (σημερινά Τζερά) Κυνοπιαστών [7]. Η πρώτη εξακριβωμένη εμφάνιση πάντως μας έρχεται από το 1497 [8].
Επόμενο σημείο που θα εξεταστεί είναι η ονομασία στην οποία έχει αφιερωθεί ο ναός, λόγω της αστάθειάς της. Παρότι σήμερα είναι γνωστός ως Παντοκράτορας, δεν εντοπίστηκε κάποιο τεκμήριο που να τον διαχωρίζει από την Ανάληψη, ούτε πως πρόκειται για νεώτερο ναό, όπως θα δούμε. Ακολουθώντας τις πηγές βλέπουμε ότι το 1497 και το 1502 απαντά ως Ανάληψη [1, 8].
Σε πράξεις του 1545 μνημονεύεται ως Παντοκράτορας ή ναός του «Μεγάλου Παντοκράτορος του εν τω Γαλήσιο όρει ήγουν της Αναλήψεως» [2]. Περί το 1573 και το 1597 σημειώνεται ως Ανάληψη [3]. Το 1622 ως «Κυρίου και Θεού και Σωτήρος Χριστού του Παντοκράτορος» [3]. Στα τέλη του 17ου αιώνα και τον 18ο αιώνα αποκλειστικά ως Ανάληψη, όπως δείχνουν νοταριακές πράξεις [3] αλλά και πρωτοπαπαδικές περιοδείες [9, 10, 11].
Όμως ο εκκλησιαστικός κατάλογος του 1820 τον σημειώνει Παντοκράτορα [12] ενώ σε άλλο ντοκουμέντο της ίδιας εποχής αναφέρεται ως Ανάληψη [4]. Ομοίως, επίσημο έγγραφο του 1888 τον ονομάζει «εκκλησία της Αναλήψεως» [13]. Έκτοτε φαίνεται πως καθιερώνεται η σημερινή ονομασία.
Ακολούθως, θα ιχνηλατήσουμε την περιπετειώδη ιδιοκτησιακή της πορεία. Τεκμήρια του 1497 δείχνουν ότι ανήκε στην αρχοντική οικογένεια Φιομάχου, μέλη της οποίας δώρισαν τα δικαιώματα επί του ναού στον αδερφό τους Πιέρο και στους απόγονούς του, καθώς επρόκειτο να νυμφευτεί την Πάουλα Μορέλου, κόρη του Ολιβιέρη [8]. Το 1545 εμφανίζεται ο μισέρ Στέφανος Φιομάχος ως «εκτήτωρ καθολικός» ενώ στον ναό τελεί ηγούμενος ο Άνθιμος Μουρέλος [2].
Μετά το 1551 οι Φιομάχοι εκτοπίζονται από το ιδιοκτησιακό καθεστώς που περνά πια στους Μουρέλους [8]. Από μεταγενέστερες πηγές γνωρίζουμε ότι η κυριότητα επί του ναού ήταν χωρισμένη σε κτητορικά μερίδια που γνώρισαν πολλές εναλλαγές κτητόρων [4, 14]. Το αποτέλεσμα ήταν στην αυγή του 18ου αιώνα να ανήκει κατά 2/3 στην Αγία Αικατερίνη του Καροφυλλάτου, ως μετόχι αυτής, με το υπόλοιπο 1/3 να μοιράζεται από μισό στους Καποδίστρια και Κασιμάτη [4, 15].
Τομή επέρχεται το 1805 όταν με τη δήμευση της Αγίας Αικατερίνης η Ανάληψη περιέρχεται στο Δημόσιο κατά τα 2/3 [4]. Ο δημόσιος χαρακτήρας και η εξάρτησή της από την Αγία Αικατερίνη επιβεβαιώνεται και από τον κατάλογο του 1820 [12].
Αφήνοντας το νήμα της διαδοχής των κτητόρων θα εστιάσουμε στην ύπαρξη μοναστικής κοινότητας στον χώρο. Είναι εύλογο ότι η απομονωμένη και σχετικά δυσπρόσιτη θέση του ναού ήταν ελκυστική προς τις θρησκευτικές αναχωρητικές τάσεις των ανθρώπων. Ωστόσο η αναφορά του ως «μοναστήρι» το 1574, αλλά και μεταγενέστερα, σποραδικά [3], δεν μπορεί να ερμηνευτεί μονοσήμαντα.
Διότι στις πηγές η έννοια μοναστήρι ή μονή περιλαμβάνει και ναούς στα οικήματα των οποίων διαβιούσε ο εφημέριος, ιερέας ή ιερομόναχος [16]. Ως εκ τούτου, η ύπαρξη κοινότητας μοναχών δεν αποτελεί αναγκαία συνθήκη. Ασχέτως ερμηνείας, υπόνοια περί κοινότητας υπάρχει το 1545 αφού ο ιερομόναχος Άνθιμος Μουρέλος σημειώνεται ως ηγούμενος. Κάποιες μαρτυρίες για τους διαβιούντες εκεί, χώρια από τον εφημέριο, μοναχούς περιέχονται σε πρωτοπαπαδικό πρόσταγμα του 1774, συνδεδεμένο με ένα ενδιαφέρον περιστατικό [17].
Εν ολίγοις ο ιερουργός της Ανάληψης, Ζαφείρης Σιμάτης διατάσσεται να παρεμποδίσει τον εκεί κατοικούντα μοναχό Λεόντιο να κάνει ανακομιδή των λειψάνων του θαμμένου εντός του ναού μοναχού Σεραφείμ. Πιθανόν πρόκειται για τον σωζόμενο σήμερα τάφο και αν η ιστορία αυτή ακούγεται οικεία είναι διότι επιχειρήθηκε ανάλογη ενέργεια πριν λίγες δεκαετίες. Επιστρέφοντας στη ροή των γεγονότων, είναι βέβαιο ότι στα τέλη του 18ου με αρχές 19ου αιώνα ο χώρος του μοναστηριού ήταν έρημος και έγινε μια προσπάθεια αναζωογόνησης [4].
Η κατάληξή της δεν μας είναι γνωστή. Αρκετά αργότερα, το 1901 γίνεται λόγος για μονή διευθυνόμενη από τον ηγούμενο μοναχό Καλλίνικο Βαρότση [18]. Μεμονωμένες παρουσίες μοναχών συνέχισαν και σε πιο πρόσφατη εποχή.
Σταχυολογώντας τεκμήρια της εποχής αποκαλύπτονται και άλλες ενδιαφέρουσες πτυχές της λειτουργίας του ναού και της λατρευτικής του διάστασης. Σημαντικά δεδομένα δίνει μια αναφορά του 1812, του ιερομόναχου Παρθένιου Αυγούστη εξ Αγίων Δέκα [4]. Μας διηγείται ότι η «παλαιοτάτη εκκλησία» ήταν από παλιά το «κοινόν προσκύνημα, η παρηγοριά και η ευλαβής συνδρομή όλων των πλησιοχώρων χριστιανών από Γαρούνα, Αγίων Δέκα και από χωρίον Σταυρού». Προφανώς λοιπόν αποτελούσε ένα σημείο σύγκλισης των λατρευτικών συνηθειών των κατοίκων των γειτονικών χωριών.
Η γλαφυρή περιγραφή σκιαγραφεί την πλήρη εγκατάλειψη μαρτυρώντας πως «ο καιρός και η υστέρησις ιερέων επροξένησε την ερήμωσην των κελίων κι ακολούθως τον σκορπισμόν του ευλαβητικού λαού, δεν ελειτουργείτο ποτέ ούτε εν Κυριακή ούτε εν μνήμη Αγίου». Τα κελιά γκρεμίστηκαν και έτσι ο ιερομόναχος Παρθένιος «με κόπον και έξοδα του έκαμε μικράν κατοικίαν και λειτουργώντας εις ταις Κυριακαίς και εορτάσιμαις ημέραις πάλιν εξύπνησεν η ευλάβεια και η συνδρομή των πλησιόχωρων».
Οι χωρικοί εκτός από τη σωτηρία της ψυχής, αναζητούσαν «παρηγορίαν και καταφύγιον του εαυτού τους όπου εν ώρα χειμώνος και κακού καιρού εκείνοι όπου δουλεύουν εκεί απάνω τα αμπέλια, ευρίσκοντας τώρα κατοικίαν και ιερέα προστρέχουν και παρηγορόνται, μην κινδυνεύοντας την υγείαν και την ζωήν τους».
Είναι σαφές ότι η παρουσία ζωής στο μοναστήρι έδινε ένα αίσθημα ασφάλειας. Όσον αφορά την εορτή του ναού, ενδιαφέρουσα είναι η μαρτυρία πως το 1545 γιόρταζε στις 6 Αυγούστου, του Παντοκρατόρου [2], όπως και σήμερα δηλαδή (περί εορτής της Αναλήψεως δεν γνωρίζουμε). Ένα πανηγύρι εξόχως ζωντανό, ειδικά πριν μισό αιώνα όταν συγκέντρωνε πολλούς κατοίκους των γύρω χωριών οι οποίοι μάλιστα διανυκτέρευαν πάνω στο βουνό κατά την παραμονή της εορτής.
Η περιουσία ενός ναού, κινητή και ακίνητη, ήταν ζωτικής σημασίας αφού η εκμετάλλευσή της εξασφάλιζε τα απαραίτητα έσοδα για τη λειτουργία και συντήρησή του. Μια ιδέα της οικονομικής διάστασης δίνει η απογραφή των ναών της Κέρκυρας του 1635, όπου παρά τις όποιες αβεβαιότητες, η Ανάληψη βάσει εισοδήματος κατατάσσεται στις πρώτες θέσεις [14]. Λεπτομερέστερη εικόνα για την περιουσία της προκύπτει από την αναγραφή, το περιουσιολόγιο δηλαδή, που συντάχθηκε το 1634 [7].
Υπό την απειλή αφορισμών καταγράφηκε ένας πλούτος πληροφοριών. Τα χωράφια, οι εκτάσεις και οι καλλιέργειές τους, οι καλλιεργητές με τα δοσίματά τους και άλλα συναφή στοιχεία. Εξ αυτών συνάγεται ότι τα εδάφη της Ανάληψης εκτείνονταν κυρίως περιμετρικά στις πλαγιές του βουνού, κοντά στα χωριά Άγιοι Δέκα, Καμάρα, Άνω Γαρούνας και Σταυρός ενώ κάποιες εδαφικές νησίδες εντοπίζονταν στα χωριά Κυνοπιάστες, Σιναράδες, Άγιος Ματθαίος και αλλού.
Παράλληλα κατείχε ένα κτίσμα και τον νερόμυλο επονομαζόμενο «Χορδία» στην Μπενίτσα, καθώς και τους ναούς Προφήτη Ηλία, Ζωοδότη, αμφότεροι στο βουνό Γαλήσιο, και την Οδηγήτρια (σημερινή Παναγιοπούλα) στον Σταυρό, όπου επίσης είχε οικήματα.
Αλλά ας καταπιαστούμε λίγο με το ίδιο κτίσμα του ναού, το τωρινό, και τις ιστορίες που έχει να διηγηθεί. Επισήμως δεν τις έχουν αφουγκραστεί οι ειδικοί για να το χρονολογήσουν, άρα θα περιοριστούμε σε λίγες παρατηρήσεις. Τυπολογικά, πρόκειται για μια μονόχωρη βασιλική με την ιδιαιτερότητα ότι είναι καμαροσκέπαστη.
Αξιομνημόνευτος είναι και ο ενεπίγραφος τάφος του μοναχού Σεραφείμ με χρονολογία ,αȳοα δηλαδή 1771, που σώζεται στο εσωτερικό. Επιπλέον, ως στήριγμα για υποθέσεις, μας έρχεται η αναφορά του 1812 [4]. Η εκκλησία εκείνη την εποχή περιγράφεται «όλη σώα και στερεή μα ο θόλος, ήγουν το βόλτο, εις το μέσον του ναού είναι σχισμένο και ο κίνδυνος είναι πολύς».
Εικόνα που αντικατοπτρίζεται ως ένα βαθμό και στο παρόν, με τη διαφορά ότι η καμάρα στο μέσο του ναού διακόπτεται από μια υπερυψωμένη δομή. Η ασυνέχεια αυτή ίσως εξηγείται στη βάση κάποιας μετατροπής στο πλαίσιο επισκευής της ζημιάς στο βόλτο. Στην παλαιότητα του κτίσματος συνηγορεί και το γεγονός ότι το άνευ περιθυρώματος παράθυρο του ιερού ανοίγεται σε μικρή απόσταση από το έδαφος. Επομένως, βάσει των ανωτέρω, μπορούμε να υποθέσουμε ότι η τωρινή βασική μορφή του ναού ανάγεται σε εποχή προ του 1771 ή έστω του 1812.
Φυσικά υπάρχουν και μεταγενέστερες επεμβάσεις, όπως ο πρόναος, οι λίθινες γωνίες του κτιρίου και τα περιθυρώματα των παραθύρων και φεγγιτών. Να προσθέσουμε πάντως ότι έχει προταθεί και η άποψη ότι ο ναός ανήκει στον τύπο της σταυρεπίστεγης βασιλικής χωρίς τρούλο, κάτι που ενδεχομένως θα χρονολογούσε το κτίσμα σε αρκετά παλαιότερη εποχή [19].
Όσον αφορά τον περιβάλλοντα χώρο, κοιτάζοντας το μακρινό παρελθόν οι εικόνες αποδεικνύονται αμυδρές. Γνωρίζουμε ότι ο ναός πλαισιωνόταν από μάντρα το 1634 [7] ενώ η παρουσία, έστω περιστασιακή, μοναχών σαφώς προϋπέθετε την ύπαρξη κελιών. Όπως είδαμε στις αρχές του 19ου αιώνα τα κελιά είχαν ερειπωθεί.
Αλλά το 1811 καταγράφονται εργασίες αποκατάστασης δυο οικημάτων και δυο στέρνων, δίνοντας έτσι και μια σαφέστερη άποψη του χώρου [4]. Το 1887 δεν εντοπίζονται ικανές αλλαγές αφού αναφέρονται δυο οικήματα, δύο δεξαμενές, περίβολος με οπωρόδεντρα και αμπελώνας πλησίον [13]. Το σύνολο αυτό ανταποκρίνεται και στο σήμερα αλλά σαφώς με μεταγενέστερες παρεμβάσεις.
Ολοκληρώνοντας τη χωροχρονική περιήγησή μας γύρω από την Ανάληψη, θα επιχειρήσουμε να αναιρέσουμε μια παράδοση, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα ένα ακόμη αξιοσήμαντο δεδομένο. Μια παράδοση που μιλά για την άλλοτε ύπαρξη του ναού της Ανάληψης στην κορφή του βουνού, όπου σήμερα το ραντάρ, την εγκατάλειψή της και την κατοπινή οικοδόμηση του ναού του Παντοκράτορα στη σημερινή του θέση.
Μάλιστα μαρτυρείται και η ύπαρξη ερείπιων του ναού στην κορφή μέχρι την κατασκευή του ραντάρ. Αλλά ας δούμε τι έχουν να πουν τα τεκμήρια. Σε μια οριοθέτηση του 1634 αναφέρεται «απάνω εις την κοριφήν του βουνού εις τον Ζωοδότη» [7]. Αυτός ο ναός, μετόχι της Ανάληψης, το 1754 εντοπίζεται πάλι «εις την τζίμα του Γαλήσιου» και μάλιστα πεσμένος [9]. Αρκετά λεπτομερέστερη είναι μια περιγραφή του 1828, σχετική με το ιδιοκτησιακό της Ανάληψης [4].
Από εκεί μαθαίνουμε ότι ο Ζωοδότης βρισκόταν ερειπωμένος στην ψηλότερη κορφή του βουνού, επί Γάλλων τοποθετήθηκε εκεί οπτικός τηλέγραφος και τα απομεινάρια του ναού χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή ενός οικίσκου για τον χειριστή του τηλέγραφου. Είναι προφανές ότι στην κορφή του βουνού βρισκόταν ο Ζωοδότης, όχι η Ανάληψη και τα ερείπια που πρόλαβαν οι παλαιότεροι ήταν μάλλον του Ζωοδότη ή του οικίσκου του τηλέγραφου.
Συνεπώς, βάσει και όσων αναφέρθηκαν στα περί χρονολόγησης του κτίσματος του ναού, θεωρούμε ότι αν συνέβη ποτέ η μεταφορά, καθότι δεν μπορεί να αποκλειστεί, θα πρέπει να συντελέστηκε πριν το 1634 και σίγουρα πριν το 1812. Εντελώς αβάσιμη φαίνεται και η περιγραφή που δίνει στις αρχές του 20ου αιώνα ο Σπ. Παπαγεώργιος στο έργο του, μιλώντας για τέσσερεις ναούς, τη Μεταμόρφωση του Σωτήρος, τον Προφήτη Ηλία, τον Μωυσή, ερειπωμένους, ενώ χαρακτηρίζει τον Παντοκράτορα νέο [20].
Τα προαναφερθέντα δεν ήταν παρά λίγες ειδήσεις που επιχειρούν να δώσουν ένα αχνό μόνο περίγραμμα του ιστορικού αποτυπώματος του ναού στο κερκυραϊκό γίγνεσθαι και στον χώρο. Όπως βεβαιώνουν οι ερευνητές, υπάρχει μια πληθώρα δεδομένων, τόσο στα αρχειακά τεκμήρια όσο και στο κτίριο, που αναμένουν καρτερικά αξιοποίηση. Εντωμεταξύ, καθώς οι ακτίνες του ήλιου αντιμάχονται ατέρμονα τη σκιά που απλώνουν τα σύννεφα πάνω στις κλιτύες, το ταξίδι του θα συνεχίζεται νωχελικά στην αγκαλιά του καταπράσινου ορεινού όγκου που ορίζει τη Μέση Κέρκυρα….
Θερμές ευχαριστίες στους Γεράσιμο Δημουλά, Σπύρο Καρύδη και Κώστα Γραμμένο για τις συμβουλές και την υπόδειξη και ερμηνεία κάποιων αρχειακών τεκμηρίων
Γιώργος Πουλής
Πηγές
[1] Πανταζή Σοφία-Αικατερίνη, Εμμανουήλ Τοξότης νοτάριος Κέρκυρας Πρωτόκολλο – Πράξεις των ετών 1500-1503, Κέρκυρα 2007.
[2] Αρχεία Νομού Κέρκυρας, Συμβολαιογράφοι, φάκ. Γ.54, φ.214r και 285r
[3] Αρχεία Νομού Κέρκυρας, Αρχείο Εγχωρίου Διαχειρίσεως, φάκ. 73, βιβλίο αντίγραφων νοταριακών πράξεων
[4] Αρχεία Νομού Κέρκυρας, Αρχείο Εγχωρίου Διαχειρίσεως, φάκ. 243, κατάστιχα 4 και 8
[5] Νουχάκης Ι., Ελληνική Χωρογραφία, Αθήνα 1901
[6] Ασωνίτης Σπ., Η Κέρκυρα και τα ηπειρωτικά παράλια στα τέλη του Μεσαίωνα (1386-1462), Θεσσαλονίκη 2009
[7] Αρχεία Νομού Κέρκυρας, Αρχείο Εγχωρίου Διαχειρίσεως, φάκ. 65, βιβλίο 10
[8] Καρύδης Σπ., «Ορθόδοξοι ναοί της Κέρκυρας τον 15ο αι.», Βυζαντιακά 19 (1999), 265-307
[9] Καπάδοχος Δ., Ναοί και Μοναστήρια Κέρκυρας, Παξών και Οθωνών στα μέσα του ΙΗ΄ αιώνα, Αθήνα 1994
[10] Αρχεία Νομού Κέρκυρας, Μεγάλοι Πρωτοπαπάδες, φάκ. 25, βιβλίο 12, φ.55r
[11] Αρχεία Νομού Κέρκυρας, Μεγάλοι Πρωτοπαπάδες, φάκ. 32, βιβλίο 13, φ.16r
[12] Καρύδης Σπ., Εκκλησιαστική Γεωγραφία της Κέρκυρας τον 19ο αιώνα, Κέρκυρα 2004
[13] Αρχεία Νομού Κέρκυρας, Αρχείο Εγχωρίου Διαχειρίσεως, φάκ. 1648, έκθεση 1888
[14] Καρύδης Σπ., Δημουλάς Γερ. & Πουλής Γ., Χώροι λατρείας & κλήρος στην Κέρκυρα του 17ου αιώνα. Αρχειακά τεκμήρια, Κέρκυρα 2018
[15] Αρχεία Νομού Κέρκυρας, Μεγάλοι Πρωτοπαπάδες, φάκ. 23, βιβλίο 2, φ.65v
[16] Καρύδης Σπ., Ορθόδοξες αδελφότητες και συναδελφικοί ναοί στην Κέρκυρα (15ος-19ος αι.), Αθήνα 2004
[17] Αρχεία Νομού Κέρκυρας, Μεγάλοι Πρωτοπαπάδες, φάκ. 52, φ.677r
[18] Κονιδάρης Διον., Άγιοι Δέκα, αναρτημένο σε: