Την Παρασκευή 29 Μαρτίου το
απόγευμα o Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ.
Παντελεήμων, χοροστάτησε και κήρυξε τον θείο λόγο στην Γ' Στάση των
Χαιρετισμών της Υπεραγίας Θεοτόκου, στις
5:00 μ.μ. στην Ιερά Μονή Αγίας Κυριακής Λουτρού και στις 7:00 μ.μ. στον
Ιερό Μητροπολιτικό Ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου Αλεξανδρείας.
ΓΙΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΚΑΝΤΕ ΚΛΙΚ ΕΔΩ
Η ομιλία του Σεβασμιωτάτου στην Ι. Μ. Αγίας Κυριακής :
«Ξένον τόκον ἰδόντες, ξενωθῶμεν τοῦ κόσμου, τόν νοῦν εἰς οὐρανόν μεταθέντες».
Ἀνάμεσα
στά δεκάδες «χαῖρε» πού ἀπηύθυνε καί ἀπόψε ὁ ἱερός ποιητής τοῦ
Ἀκαθίστου Ὕμνου πρός τήν Πάναγνη Κόρη τῆς Ναζαρέτ καί Μητέρα τοῦ
Κυρίου, ἀπηύθυνε καί πρός ὅλους ἐμᾶς, πού προστρέξαμε στούς ἱερούς
ναούς μας γιά νά τήν ὑμνήσουμε καί νά τῆς ἐκφράσουμε τήν ἀγάπη καί τόν
σεβασμό μας, μιά προτροπή καί μιά πρόσκληση. Τί μᾶς εἶπε ὁ ἱερός
ὑμνογράφος; «Ξένον τόκον ἰδόντες, ξενωθῶμεν τοῦ κόσμου».
Μᾶς
κάλεσε, δηλαδή, νά ἀποξενωθοῦμε ἀπό τόν κόσμο βλέποντας τόν ξένο,
τόν παράξενο καί ἀσυνήθιστο τόκο τῆς Παναγίας Παρθένου, δηλαδή τόν
Χριστό.
Καί
τόν ὀνομάζει ξένο καί ἀσυνήθιστο, γιατί ὁ Χριστός, ἄν καί γεννήθηκε
ὡς ἄνθρωπος ἀπό τήν Παναγία μας, δέν ἦταν ἕνας συνηθισμένος ἄνθρωπος,
ὅπως ὅλοι ἐμεῖς, καί οὔτε γεννήθηκε μέ τόν τρόπο πού γεννῶνται οἱ
ἄνθρωποι. Ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος γέννησε τόν Υἱό καί Λόγο τοῦ Θεοῦ, ὁ
ὁποῖος ἔλαβε τήν ἀνθρώπινη σάρκα καί προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση, ἀλλά
δέν διατήρησε καί τή θεία του φύση. Ἔλαβε τήν ἀνθρωπότητα, χωρίς ὅμως
νά χωρισθεῖ ἀπό τή θεότητα. Καί αὐτή ἡ ἕνωση τῶν δύο φύσεων στό
πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ἕνωση πού ἔγινε ἐφικτή διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος,
κάνει τόν Υἱό τῆς Παρθένου, κάνει τόν Θεάνθρωπο Κύριο, ὄντως «ξένον
τόκον».
Ὅμως
ὁ Θεός δέν ἔγινε ἄνθρωπος οὔτε γεννήθηκε ἀπό τήν Παναγία Παρθένο μέ
αὐτόν τόν ὑπερφυσικό τρόπο γιά νά ἐντυπωσιάσει τούς ἀνθρώπους.
Γεννήθηκε ὡς ἄνθρωπος, «ἵνα θεόν τόν Ἀδάμ ἀπεργάσηται». Ἔγινε
ἄνθρωπος γιά νά κάνει τόν ἄνθρωπο θεό.
Καί
πῶς γίνεται ὁ ἄνθρωπος θεός; Γίνεται ὅταν ἀποχωρισθεῖ ἀπό τά στοιχεῖα
μετά ὁποῖα συνδέεται ἡ ἀνθρώπινη φύση του, ὅταν ἀποδεσμευθεῖ ἀπό τόν
κόσμο, ὅταν θεωρεῖ τόν ἑαυτό του ξένο πρός τόν κόσμο.
Καί
ὅπως ὁ Θεός δέν μᾶς ἔσωσε ἀπό τόν οὐρανό, ἀλλά ἦρθε στή γῆ γιά νά μᾶς
σώσει, καί δέν ἦρθε ἁπλῶς, ἀλλά «ἐκένωσεν ἑαυτόν μορφήν δούλου λαβών»,
ἔτσι μᾶς καλεῖ καί ἐμᾶς νά ἀδειάσουμε τόν ἑαυτό μας ἀπό τά ἀνθρώπινα
γιά νά οἰκειωθοῦμε τά θεῖα καί οὐράνια, γιά νά μεταθέσουμε τόν νοῦ
μας, ὅπως μᾶς συστήνει ὁ ἱερός ὑμνογράφος, «εἰς οὐρανόν». «Τόν νοῦν εἰς
οὐρανόν μεταθέντες».
Αὐτό
πού καλούμεθα νά κάνουμε, δέν εἶναι νά ἐγκαταλείψουμε τόν κόσμο, ἀλλά
τήν νοοτροπία του, τίς συνήθειες του, τά πάθη του, τήν ἁμαρτία, τίς
δεσμεύσεις καί τίς ἐξαρτήσεις ἀπό τά ὑλικά πράγματα καί ὅσα τά
ἀκολουθοῦν. Εἶναι νά ἀναθεωρήσουμε τίς προτεραιότητές μας, νά
ἱεραρχήσουμε τούς στόχους μας. Νά ρωτήσουμε τόν ἑαυτό μας καί νά
ἀπαντήσουμε μέ εἰλικρίνεια: τί εἶναι πιό σημαντικό γιά ἐμᾶς; ὁ κόσμος
ἤ ὁ Θεός; Ἡ γῆ ἤ ὁ οὐρανός. Ἄν ἡ ἀπάντηση εἶναι ὁ Θεός καί ὁ
οὐρανός, ἄς ἀκολουθήσουμε τήν προτροπή τοῦ ἱεροῦ ὑμνογράφου. Ἄς
στρέψουμε τόν νοῦ μας στόν οὐρανό καί ἄς τόν ἀφήσουμε νά
ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τήν ἐπίδραση τῶν ἐγκοσμίων καί ὑλικῶν πραγμάτων,
τῶν ἐπιθυμιῶν καί τῶν ἀδυναμιῶν μας καί νά στραφεῖ πρός τόν Θεό.
Αὐτό
ἀκριβῶς μᾶς ὑποδεικνύει καί ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, ἡ Παναγία μας, τήν
ὁποία ὑμνήσαμε καί ἀπόψε ψάλλοντας τήν τρίτη στάση τῶν Χαιρετισμῶν της.
Ἀπό τήν ἡμέρα κατά τήν ὁποία οἱ εὐσεβεῖς γονεῖς της, ὁ Ἰωακείμ καί ἡ
Ἄννα, τήν παρέδωσαν στούς ἱερεῖς τοῦ ναοῦ γιά νά παραμείνει στά Ἅγια
τῶν Ἁγίων, ἡ Παναγία ἔζησε τήν ξενιτεία, τήν ἀπομάκρυνση ἀπό τόν
κόσμο, ὄχι τοπικά ἀλλά πνευματικά.
Ζοῦσε
στόν κόσμο, ζοῦσε μέσα στήν Ἱερουσαλήμ, ἀλλά δέν ἄφηνε τόν ἑαυτό της
νά ἐπηρεάζεται ἀπό ὅ,τι συνέβαινε γύρω της. Δέν ἄφηνε τόν ἑαυτό της νά
ἀπασχολεῖται μέ κοσμικές μέριμνες καί φροντίδες. Εἶχε στραμμένο τόν
νοῦ της πρός τόν Θεό, πρός τόν οὐρανό, καί αὐτό πού τήν ἐνδιέφερε
ἦταν ὄχι νά ἀρέσει στούς ἀνθρώπους ἀλλά νά ἀρέσει στόν Θεό· ὄχι νά
εὐχαριστεῖ καί νά ἱκανοποιεῖ μέ τίς ἐπιλογές της τούς ἀνθρώπους ἀλλά
νά εὐχαριστεῖ καί νά ἱκανοποιεῖ μέ τή ζωή της τόν Θεό.
Καί
αὐτή ἡ προσήλωση τῆς Παναγίας μας στόν Θεό προσείλκυσε τήν προσοχή
του καί τή χάρη του. Καί ἔτσι ἀναδείχθηκε «κεχαριτωμένη», ἀναδείχθηκε
κατάλληλη νά φέρει στόν κόσμο τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ καί νά γίνει Μητέρα τοῦ
Κυρίου μας καί μητέρα ὅλων τῶν ἀνθρώπων.
Καί
αὐτή ἡ στάση τῆς Παναγίας μας, αὐτή ἡ στροφή της πρός τόν οὐρανό δέν
ἦταν οὔτε προσωρινή οὔτε παροδική. Ἦταν μόνιμη, γιατί, ὅπως λέγει καί ὁ
Χριστός, «ὅπου εἶναι ὁ θησαυρός σου ἐκεῖ εἶναι καί ἡ καρδιά σου». Καί ἡ
καρδιά τῆς Παναγίας μας ἦταν στραμμένη πάντοτε στόν οὐρανό, γιατί ἐκεῖ
ἦταν ὁ θησαυρός, ὁ Θεός. Γι᾽ αὐτό καί ὄχι μόνο «ἀνεδείχθη» ἡ ἴδια
«οὐρανός», ἀλλά ἀποδείχθηκε καί «πλατυτέρα τῶν οὐρανῶν». Καί ἐκεῖ
βρίσκεται πάντοτε, δίπλα στόν θρόνο τοῦ Υἱοῦ της, καί δέχεται τά
αἰτήματα τῶν ψυχῶν μας καί τήν ἀγάπη μας, ἀλλά καί μᾶς ἀναμένει νά
φθάσουμε καί ἐμεῖς, ἀκολουθώντας τό παράδειγμά της, σύμφωνα μέ τήν
προτροπή τοῦ ποιητοῦ τοῦ Ἀκαθίστου ὕμνου πού ἀκούσαμε ἀπόψε: «Ξένον
τόκον ἰδόντες ξενωθῶμεν τοῦ κόσμου, τόν νοῦν εἰς οὐρανόν
μεταθέντες».
Η ομιλία του Σεβασμιωτάτου στην Αλεξάνδρεια :
«Χαῖρε, ὁλκάς τῶν θελόντων σωθῆναι· χαῖρε, λιμήν τῶν τοῦ βίου πλωτήρων».
Ἀνεξάντλητες
εἶναι οἱ παρομοιώσεις τίς ὁποῖες χρησιμοποιεῖ ὁ ἐμπνευσμένος
ποιητής τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου προκειμένου νά ἐγκωμιάσει καί νά ὑμνήσει
τήν Παναγία Παρθένο, τήν Ὑπέρμαχο Στρατηγό. Καί ἀπό τίς πολλές πού
ἀκούσαμε καί ἀπόψε, ψάλλοντας τήν τρίτη στάση τῶν Χαιρετισμῶν της, ἄς
σταθοῦμε σέ αὐτές τίς δύο πού περιλαμβάνονται στόν δέκατο ἕβδομο οἶκο
τοῦ Ἀκαθίστου. «Χαῖρε, ὁλκάς τῶν θελόντων σωθῆναι· Χαῖρε, λιμήν τῶν
τοῦ βίου πλωτήρων».
Χαῖρε,
τῆς λέγει ὁ ποιητής, ἐσύ πού εἶσαι τό πλοῖο γιά ὅσους θέλουν νά
σωθοῦν. Χαῖρε, ἐσύ πού εἶσαι τό λιμάνι γιά ὅλους ἐκείνους πού πλέουν στό
πέλαγος τῆς ζωῆς.
Πλοῖο καί λιμάνι ταυτόχρονα ἡ Παναγία μας. Πῶς ὅμως εἶναι δυνατόν νά εἶναι καί τά δύο συγχρόνως;
Παράδοξο
γιά τήν ἀνθρώπινη λογική, ἐφικτό ὅμως ὅταν πρόκειται γιά τήν
Παναγία Παρθένο, στό πρόσωπο τῆς ὁποίας συνδυάστηκαν τά ἀσυνδύαστα
καί συνταιριάσθηκαν τά ἀταίριαστα γιά τόν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου. Παρθένος
καί συγχρόνως Μητέρα. Παρθένος καί πρό τόκου καί μετά τόκον. Μετέστη
στόν οὐρανό ἀλλά δέν ἀπέστη ἀπό τή γῆ. Πρέσβειρα καί μεσίτρια τῶν
ἀνθρώπων στόν θρόνο τοῦ Υἱοῦ της ἀλλά συγχρόνως καί ἐγγυήτρια τῆς
σωτηρίας μας. Διότι, ὅπως ψάλλει μέ ἄλλη εὐκαιρία ὁ ἱερός ὑμνογράφος,
«ἐπ᾽» αὐτῇ, «ἀμφότερα ᾠκονομήθη».
Στό
πρόσωπο, λοιπόν, τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου συναντῶνται οἱ πιό
διαφορετικές ἰδιότητες ὄχι κατά ἀνθρώπινη βούληση ἀλλά κατά θεία
οἰκονομία, καί γι᾽ αὐτό καί «πᾶσαι αἱ φυλαί τῆς γῆς ἀπαύστως» τήν
«μεγαλύνομεν». Γι᾽ αὐτό καί δέν εἶναι σχῆμα λόγου οὔτε ὑπερβολή ὁ
στίχος τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου πού προανέφερα, καί μέ τόν ὁποῖο
ἐγκωμιάζεται ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος καί ὡς πλοῖο καί ὡς λιμένας.
Εἶναι
ὄντως «ὁλκάς τῶν θελόντων σωθῆναι», γιατί ἡ Παναγία μας ἔχει τή χάρη
καί τή δύναμη ἀπό τόν Υἱό της νά μεταφέρει μέ ἀσφάλεια ὅσους
ἐμπιστεύονται τή ζωή τους σ᾽ Αὐτήν στόν Υἱό της καί στή σωτηρία. Εἶναι
αὐτή πού ἀναλαμβάνει τόν καθένα ἀπό ἐμᾶς, ὁ ὁποῖος στρέφεται πρός
Ἐκείνη μέ σεβασμό καί ἀγάπη καί τήν ἀντιμετωπίζει ὡς μητέρα του, καί
τόν προστατεύει ἀπό τούς κινδύνους πού διατρέχει στό πέλαγος τῆς ζωῆς,
τόν προφυλάττει ἀπό τίς καταιγίδες τῶν θλίψεων καί τῶν δοκιμασιῶν,
τόν κρατᾶ ἀπό τό χέρι γιά νά μήν παρασυρθεῖ ἀπό τά κύματα τῶν
πειρασμῶν, τόν στηρίζει μέ τήν ἀγάπη καί τίς πρεσβεῖες της καί δέν
τόν ἀφήνει νά χαθεῖ καί νά ταλαιπωρηθεῖ ἀναζητώντας μόνος του τή
σωτηρία στή θάλασσα τοῦ κόσμου.
Εἶναι
ὅμως καί λιμάνι γιά ἐκείνους πού ταξιδεύουν, ὅπως τά πλοῖα μέσα στή
θάλασσα. Γιατί ἡ θάλασσα δέν εἶναι πάντοτε ἤρεμη καί γαλήνια, εἶναι
συχνά ταραγμένη καί τρικυμισμένη ἀπό τόν ἄνεμο καί τήν καταιγίδα, καί
ὁ ὁρίζοντας εἶναι σκοτεινός καί δέν μποροῦν νά διακρίνουν οὔτε τή
στεριά οὔτε τίς ξέρες στίς ὁποῖες κινδυνεύουν νά πέσουν καί νά
καταστραφοῦν. Γι᾽ αὐτό καί ἀναζητοῦν ἕνα λιμάνι γιά νά προφυλαχθοῦν,
γιά νά ἀναπαυθοῦν, γιά νά ἀναλάβουν δυνάμεις καί νά ξεκινήσουν καί
πάλι τό ταξίδι τους. Καί αὐτό τό λιμάνι εἶναι ἡ Παναγία μας.
Γιατί
ποιός ἀπό ἐμᾶς, ὁ ὁποῖος δοκιμάσθηκε ἀπό καταιγίδες καί τρικυμίες
στή ζωή του, ἀπό δυσκολίες καί προβλήματα, ἀπό ἀσθένειες καί
θλίψεις, ἀπό πειρασμούς καί συκοφαντίες, ἀπό τήν κακία τῶν ἀνθρώπων καί
τήν πονηρία τοῦ διαβόλου, δέν γαλήνευσε, δέν ἀναπαύθηκε, δέν
αἰσθάνθηκε τό μητρικό χέρι τῆς Παναγίας μας νά σφογγίζει τά δάκρυά
του, νά τόν παρηγορεῖ καί νά τόν ἐνισχύει, ὅταν ἔστρεψε τό βλέμμα του
πρός τήν ἱερή μορφή της καί γονάτισε ἐνώπιον τῆς σεπτῆς εἰκόνος;
Ποιός δέν αἰσθάνθηκε σάν νά βρῆκε τό λιμάνι πού ἀναζητοῦσε γιά νά
ξεκουρασθεῖ καί νά συνεχίσει μέ ἀνανεωμένες τίς δυνάμεις τό ταξίδι
του;
Νά,
γιατί ὁ ἱερός ὑμνογράφος ὀνομάζει τήν Παναγία μας καί πλοῖο καί λιμάνι·
γιατί εἶναι καί τά δύο γιά ἐμᾶς τούς ἀνθρώπους, πού ἀγωνιζόμασθε ἀκόμη
στή γῆ γιά νά φθάσουμε στόν προορισμό μας, γιά νά φθάσουμε στό
ἀκύμαντο λιμάνι τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, ἐκεῖ ὅπου μᾶς περιμένει καί
ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος.
Ἀπευθύνοντάς
της, λοιπόν, σήμερα μαζί μέ τά ἄλλα χαῖρε τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου της
καί τό «χαῖρε, ὁλκάς τῶν θελόντων σωθῆναι· χαῖρε, λιμήν τῶν τοῦ βίου
πλωτήρων», ἄς ἀποφασίσουμε νά ἐμπιστευθοῦμε τή ζωή μας καί τήν
πνευματική μας πορεία στή μητρική ἀγάπη τῆς Παναγίας μας. Ἄς
ἀξιοποιήσουμε τήν εὐκαιρία τήν ὁποία μᾶς προσφέρει, νά γίνει Αὐτή καί
γιά μᾶς τό πλοῖο πού θά μᾶς ὁδηγήσει στή σωτηρία μας, νά γίνει Αὐτή τό
λιμάνι πού θά μᾶς προστατεύει καί θά μᾶς ἀναπαύει μέχρι νά φθάσουμε στόν
τελικό προορισμό μας.
Μία
μόνο προϋπόθεση ὑπάρχει: νά κάνουμε καί ἐμεῖς αὐτό πού ἔκανε σέ ὅλη
τή ζωή της ἡ Παναγία. Νά ὑπακούουμε στόν Υἱό της, ὅπως καί ἡ ἴδια μᾶς
συνέστησε λέγοντας: «Αὐτοῦ ἀκούετε».
Καί
νά εἴμεθα βέβαιοι ὅτι Ἐκείνη θά μᾶς ὁδηγήσει μέ ἀσφάλεια στόν Υἱό της
καί μέσα ἀπό τίς δυσκολίες καί τίς ταραχές τῆς παρούσης ζωῆς θά μᾶς
ἀξιώσει τῆς σωτηρίας καί τῆς αἰωνίου μακαριότητος.