των αναγκών των ανθρώπων,
είναι καιρός η Εκκλησία
να κάνει έξοδο
από τους τοίχους των ναών
και να συναντήσει
τους νέους όπου
και όπως μπορεί.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Καθώς μία νέα σχολική χρονιά ξεκινά, εκτός των άλλων προβληματισμών σχετικά με την παιδεία, αναφύεται το ερώτημα της σχέσης της Εκκλησίας με τη νεότητα.
Η παρουσία της Εκκλησίας στο σχολείο είναι έμμεση, μέσα από το μάθημα των Θρησκευτικών. Σήμερα, υπάρχουν θεολόγοι που θέλουν το μάθημα να είναι μεν υποχρεωτικό, ωστόσο να μην έχει χαρακτήρα κατήχησης, ομολογίας πίστης, αλλά να είναι ανοιχτό σε όλους τους μαθητές, ανεξαρτήτως θρησκεύματος, να είναι μάθημα γνώσης της θρησκευτικής ιστορίας των Ελλήνων και των βασικών αρχών της ελληνορθόδοξης παράδοσης. Οι περισσότεροι επίσκοποι, ωστόσο, και οι πιο παραδοσιακοί θεολόγοι επιμένουν το μάθημα να είναι άμεσα συνδεδεμένο με τη ζωή της πίστης.
Ο διάλογος επικεντρώνεται στα βιβλία, στην κατάρτιση των θεολόγων και των δασκάλων του Δημοτικού και στη διατήρηση των βασικών συνιστωσών της παράδοσης (πρωινή προσευχή, εκκλησιασμός, γιορτή Χριστουγέννων). Κανείς δεν φαίνεται πάντως να ενδιαφέρεται για το πώς τα παιδιά, οι μαθητές βλέπουν το μάθημα και τελικά την ίδια την Εκκλησία. Επίσκοποι και ιερείς είναι ευχαριστημένοι όταν οι μαθητές εκκλησιάζονται και μάλιστα σπεύδουν να φωτογραφηθούν μαζί τους, για να δείξουν ότι απολαμβάνουν της αποδοχής τους. Γονείς, θεολόγοι και δάσκαλοι αρκούνται στο ότι τα παιδιά διδάσκονται την θρησκευτική παράδοση, διασώζοντας έτσι το αίσθημα του ανήκειν σε μία ιστορία που έρχεται από το παρελθόν, χωρίς να αγωνιούν για το αν αυτό έχει πραγματικό αντίκρισμα στη ζωή των νεώτερων. Η επίσημη Εκκλησία ενίοτε παραπονιέται για τους θεολόγους και την έλλειψη διάθεσης συμμετοχής τους στην εκκλησιαστική ζωή. Ελάχιστοι προβληματίζονται όταν τα παιδιά διαμαρτύρονται για το γεγονός ότι η Εκκλησία δεν είναι δίπλα τους, δεν έχει λόγο γι’ αυτά ή εντοπίζουν την αξία της στο πόσο μπορεί να συμβάλλει στην ικανοποίηση υλικών αναγκών.
Η επίσημη Εκκλησία έχει επαναπαυτεί στο γεγονός ότι το μάθημα των θρησκευτικών ακόμη διδάσκεται, όσο και όπως και όπου. Δεν δείχνει όμως να συνειδητοποιεί ότι δεν αρκούν η εγκεφαλική γνώση, η επαφή με το βιβλίο και τα πολυμέσα, έστω και ένας δυναμικός θεολόγος ή δάσκαλος για να καλυφθεί το κενό της ενοριακής κοινότητας. Όταν τα παιδιά δεν έχουν τη δυνατότητα να συνεχίσουν τον όποιο προβληματισμό τους στη ζωή της ενορίας, τόσο στην κυριακάτικη θεία λειτουργία, όσο και στην κατήχηση και σε άλλες δραστηριότητες, όπως ο αθλητισμός, η μουσική, τα κοινωνικά φροντιστήρια, οι σύγχρονες τεχνολογίες, το θέατρο, για να αισθανθούν ότι η Εκκλησία είναι ζωντανό σώμα, το οποίο έχει να τους προσφέρει δυνατότητες μετοχής σ’ αυτό, η απόσταση θα αυξάνει και το μάθημα θα είναι απλώς μία υπενθύμιση ενός παρελθόντος που δε δίνει ζωή. Όπου, πάντως, υπάρχουν κοινότητες, με ανθρώπους αυταπάρνησης και δυναμισμού, που τολμούν να πρωτοπορήσουν, εκεί η Εκκλησία αγκαλιάζει τη νεολαία και οι νέοι ανταποκρίνονται.
Δεν αρκούν τα μηνύματα των επισκόπων για την αρχή της σχολικής χρονιάς. Πέρα από την ανακούφιση των αναγκών των ανθρώπων, είναι καιρός η Εκκλησία να κάνει έξοδο από τους τοίχους των ναών και να συναντήσει τους νέους όπου και όπως μπορεί. Αλλά και να οργανώσει τις ενορίες της με διάθεση και ενθουσιασμό, ώστε οι νεώτεροι να βρούνε έμπρακτα τον λόγο του Χριστού: «εγώ ήλθον ίνα ζωήν έχωσι και περισσόν έχωσι» (Ιωάν, 10, 10).