ἀξίωμα
στούς ἀρχαίους
χρόνους
ἦταν
κληρονομικό.
Τοῦ ἀρχιμ.Ἰακώβου Κανάκη
Οἱ
τύποι καί τά σχήματα ἀλλά καί γενικώτερα ἡ δομή τῆς χριστιανικῆς
λατρείας, ὅπως ἔχει διασωθεῖ μέχρι σήμερα, εἶναι ἡλίου φαεινότερον ὅτι
εἶναι ἀποτέλεσμα ἐπιδράσεων διαφόρων λαῶν καί πολιτισμῶν. Κατά βάση ἡ
Ἰουδαϊκή πίστη καί λατρεία ἔχει προσφέρει τό ἔνδυμα τοῦ τρόπου καί τοῦ
χώρου τῆς λατρείας μας. Ὅμως καί ἡ ἑλληνιστική ὅπως καί ἡ ρωμαϊκή
περίοδος ἔχουν συμβάλει σέ κάποιο βαθμό στήν διαμόρφωσή της.[1]
Ἀπό τά τόσα ἐνδιαφέροντα θέματα πού ὑπάρχουν στήν Παλαιά Διαθήκη καί
ἀποδεικνύουν αὐτές τίς ἀλληλεπιδράσεις θά ἀναφερθοῦμε σέ ἕνα, στόν
Ἀρχιερέα.
Ὁ Ἀρχιερέας ἤ «Μέγας ἱερέας»[2] ἤ «κεφαλή τῶν ἱερέων»[3] ἦταν ὁ ἐπικεφαλής καί ἐκπρόσωπος ὄχι μόνο ὅλων τῶν ἱερέων, ἀλλά κατεῖχε καί μιά θέση ἐθνάρχη τοῦ Ἰσραήλ.[4]
Τό ἔργο του ἦταν σπουδαῖο, ἀφοῦ ἦταν ὑπεύθυνος γιά τήν καθαρότητα τῆς
ἰσραηλιτικῆς θρησκείας καί τήν ἀποφυγή ὁποιασδήποτε νόθευσής της.[5]
Ποιά τά χαρακτηριστικά τῆς προσωπικότητάς του;
Ὁ
Ἀρχιερέας, ὅπως καί οἱ ἱερεῖς, ὀφείλει σύμφωνα μέ τά κείμνενα νά εἶναι
ἁγνός, καθαρός καί ἀρτιμελής. Ἐπίσης, ὁ ἀρχιερέας δέν ἐπιτρεπόταν νά
ἀφήνει τήν κόμη του λυμένη καί δέν ἔπρεπε νά σχίζει τά ἰμάτιά του.
Ἀπαγορευόταν νά πλησιάσει νεκρό συγγενῆ του, ὅπως καί νά ἀπομακρυνθεῖ
ἀπό τό θυσιαστήριο. Ἔπρεπε νά νυμφεύεται γυναίκα παρθένο καί ὄχι χήρα,
διαζευγμένη, βιασθεῖσα ἤ πόρνη.[6]
Πῶς γινόταν ἡ ἐγκατάστασή του, ἡ ἐνθρόνισή του θά λέγαμε μέ σημερινούς ὄρους.
Γινόταν
μέ μιά μικρή τελετή κατά τήν ὁποία ἔχυναν τό ἁγιασμένο λάδι ἐπί τῆς
κεφαλῆς του, γι᾽αὐτό καί ὁ ἀρχιερέας λεγόταν κεχρισμένος.[7] Σημειώνουμε ὅτι στόν Ναό τοῦ Ἠρώδη δέν ἀπαντᾶ αὐτή ἡ χρήση τοῦ ἀρχιερέα.[8] Ἐπίσης σημειώνουμε τήν διαφοροποίηση ὑπάρχει ὡς πρός τούς ἱερεῖς, ἀφοῦ αὐτοί χρίονταν μόνο στό μέτωπό τους.
Ποιά ἦταν τά ἄμφιά τους;
Καταρχήν
τά ἄμφια μεταβιβάζονταν ἀπό τόν ἀρχιερέα στόν διάδοχό του. Πρόκειται
γιά πολυτελῆ ἄμφια τά ὁποῖα φοροῦσε στίς ἑορτές ἐκτός τῆς πένθιμης
ἑορτῆς τοῦ Ἐξιλασμοῦ γιατί στήν ἑορτή αὐτή φοροῦσε ἕναν μόνο ἁπλό ποδήρη
χιτώνα.[9]
Ποιά εἶναι πιό ἀναλυτικά τά ἄμφια τοῦ ἀρχιερέα:
α) Ὁ λευκός ποδήρης χιτώνας.
β) Ἡ ζώνη «ἐκ βύσσου λευκῆς, κυανῆς, ἐρυθρᾶς καί πορφυρᾶς τῆς ὁποίας τά δύο μπροστινά ἄκρα ἔφθαναν μέχρι τά πόδια.
γ)
Ὁ ἄρραφος πολυτελής σάκκος πού ἔφθανε μέχρι τά γόνατα. Στά κράσπεδά του
τοποθετοῦνταν χρυσά κουδούνια. Αὐτά χρησίμευαν γιά νά γίνεται ἀντιληπτό
πότε ὁ ἀρχιερέας ἔμπαινε ἤ ἔβγαινε στό ἱερό. Ἀπό τήν ἄλλη, ὑπῆρχε ἡ
ἄποψη ὅτι μέ τόν ἦχο τῶν κουδουνιῶν προφυλασσόταν ὁ ἀρχιερέας, ἀφοῦ
ἀποδιώκονταν οἱ δαίμονες.[10]
δ)
Τό ἐφώδ, τό ὁποῖο ἦταν ἕνα ὕφασμα πού κάλυπτε ὅλο τό στῆθος τοῦ
ἀρχιερέα. Αὐτό στερεωνόταν στήν μέση του καί τά δύο του ἄκρα διά χρυσῶν
θηκῶν στούς ὤμους. Μέσα στίς δύο θῆκες ὑπῆρχε ἕνας πολύτιμος λίθος πάνω
στόν ὁποῖο βρίσκονταν ἀναγεγραμμένα τά ὀνόματα τῶν δώδεκα φυλῶν τοῦ
Ἰσραήλ.
ε)
Τόν θύλακα ἤ περιστήθιο. Πρόκειται γιά τετράγωνο ἀντικείμενο μιᾶς
σπιθαμῆς πού ἦταν κατασκευασμένο ὅπως καί τό Ἐφώδ καί δενόταν πάνω σέ
αὐτό. Θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι σχετίζεται μέ τό σημερινό ἐγκόλπιο τῶν
ἀρχιερέων. Μέσα σέ αὐτό ὑπῆρχαν δύο κλῆροι (τά urim καί tummim) ἤ κατά
τούς Ο´ «Ἡ δήλωση καί ἡ ἀλήθεια».[11]
Οὐσιαστικά εἶχαν τήν θέση θετικῶν ἤ ἀρνητικῶν κλήρων. Μέσα ἀπό τούς
κλήρους αὐτούς ὁ Θεός φανέρωνε τήν εὔνοιά Του ἤ τήν ἄρνησή Του γιά
θέματα πού ἀπασχολούσαν τούς ἀνθρώπους. Ὁ θύλακας αὐτός ἐξωτερικά ἦταν
χωρισμένος σέ δώδεκα τετράγωνα καί σέ κάθε τετράγωνο ὑπῆρχε ἕνας
πολύτιμος λίθος. Σέ καθένα ἀπό αὐτούς τούς λίθους ἦταν γραμμένο τό ὄνομα
κάθε Ἰσραηλιτικῆς φυλῆς.
στ) Ὁ προφήτης Ἰεζεκιήλ[12]
ἀναφέρει ὅτι στήν κεφαλή τοῦ ἀρχιερέα ὑπῆρχε ἕνα λευκό κάλυμμα πιό
μεγαλοπρεπές ἀπό αὐτό πού φοροῦσαν οἱ ἱερεῖς. Στό κάλυμμα αὐτό ὑπῆρχε
ἕνα μικρό χρυσό πέταλο μέ ἐγχαραγμένη τήν ἔκφραση «ἅγιος τῷ θεῷ». Ἡ
φράση αὐτή δήλωνε τήν τέλεια ἀφιέρωση τοῦ ἀρχιερέα στό Θεό.
Μιά σημαντική λεπτομέρεια περί τῶν ἀρχιερέων εἶναι ὅτι ὅπως καί οἱ ἱερεῖς στόν ναό βρίσκονταν ἀνυπόδητοι.[13] Συνήθεια πού δηλώνει εὐλάβεια καί δέος.
Τέλος,
τό ἀρχιερατικό ἀξίωμα στούς ἀρχαίους χρόνους ἦταν κληρονομικό.
Μεταβιβαζόταν ἀπό τόν πατέρα στόν υἱό. Στά θέματα ὅμως τῆς διαδοχῆς
συχνά ἐπενέβαινε ὁ βασιλιάς ἀνεβάζοντας ἤ κατεβάζοντας ἀρχιερεῖς τῆς
ἀρεσκείας του. Ἀργότερα, στήν ἑλληνιστική καί ρωμαϊκή ἐποχή τό ζήτημα
ἔγινε θέμα ἐξαγορᾶς. Δυστυχῶς δολοπλοκίες, δολοφονίες, ἐξορίες καί ἄλλα
δέν ἔλειψαν.[14] Ὡστόσο ὑπῆρχαν πολλοί ἀρχιερεῖς πού ὑπηρέτησαν μέ φόβο Θεοῦ τόν Κύριο καί τίς ἅγιες βουλές Του.
Ἀπό
τά παραπάνω γίνεται φανερή ἡ ἀπαρχή τῆς λατρείας καί τῶν φορέων της ἀνά
τούς αἰῶνες. Ἐντοπίζεται ἄμεση ἡ μέχρι σήμερα ἐξέλιξη τῆς χριστιανικῆς
λατρείας. Γιά παράδειγμα ἐπισημάναμε τήν διαφορετική τελετή χρίσης τῶν
ἀρχιερέων καί ἱερέων, ὅπως μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι γίνεται καί σήμερα μέ
τίς διαφοροποιήσεις τῶν ἀκολουθιῶν σέ πρεσβύτερους καί ἀρχιερεῖς.
Διαφορετικά ἐπίσης εἶναι καί τά ἄμφια τῶν ἱερέων καί τῶν ἀρχιερέων ὅπως
συμβαίνει καί σήμερα. Ἀκόμα, διαφορετική εἶναι ἡ ἀμφίεση τους στίς
ἑορτές ἀλλά καί σέ πένθιμες περιόδους τοῦ ἔτους.[15]
Ἐπιπλέον,
χαρακτηριστικά εἶναι καί τά λεγόμενα ἀποτυπωμένα ὀνόματα τῶν δώδεκα
φυλῶν στό Ἐφώδ. Αὐτό κατά τόν Βέλλα γίνεται «εἰς μνημόσυνον πιθανῶς
ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ».[16]
Παρόμοια συνήθεια ἀπαντᾶ καί σήμερα στούς χριστιανικούς ναούς μέ τήν
χρήση ἁγιογραφικῶν κειμένων κ.ἄ. Ἀκόμα καί ἡ μνημόνευση τῶν ὀνομάτων
ὑπέρ ὑγείας καί ὑπέρ ἀναπαύσεως μπορεῖ νά σχετίζεται μέ τήν ἀρχαία αὐτή
συνήθεια. Ἀπό τήν ἐνασχόλησή μας μέ τό θέμα μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι
χαρακτηριστικό καί εὐθύνη τοῦ Ἀρχιερέως τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶναι ἡ
διαφύλαξη τῶν «δογμάτων» καί αὐτό παρατηρεῖται καί στίς σημερινές
χειροτονίες τῶν ἀρχιερέων ὅπου ἀναγινώσκουν τό Σύμβολο τῆς Πίστεως καί
διαβεβαιώνουν γιά τήν ὑπεράσπιση τῶν ἄρθρων του.
Κλείνοντας
θά λέγαμε ὅτι τά χαρακτηριστικά τοῦ πρώτου καί καλοῦ Ἀρχιερέως Χριστοῦ,
ἀπό τόν Ὁποῖο ἀπορρέει κάθε ἱερωσύνη, ἀποτυπώνονται σαφῶς στήν Καινή
Διαθήκη καί συγκεκριμένα στήν Πρός Ἑβραίους ἐπιστολή. Δέν θά μπορούσαμε
νά παραλείψουμε τό κείμενο αὐτό. Περατώνουμε λοιπόν τόν λόγο μέ τήν
παράθεση τῆς ἀκόλουθης περικοπῆς : « Τέτοιος, λοιπόν, ἀρχιερέας μᾶς
χρειαζόταν× ἅγιος, ἄκακος, ἀψεγάδιαστος, χωρίς καμιά σχέση μέ τήν
ἀνθρώπινη ἁμαρτία, ὁ ὁποῖος ἀνέβηκε πάνω ἀπό τά οὐράνια. Αὐτός δέν ἔχει
ἀνάγκη ὅπως οἱ ἄλλοι ἀρχιερεῖς, νά προσφέρει καθημερινά θυσίες, πρώτα
γιά τίς δικές του ἁμαρτίες, κι ὕστερα γιά τίς ἁμαρτίες τοῦ λαοῦ. Αὐτό τό
ἔκανε μιά γιά πάντα, προσφέροντας τόν ἴδιο τόν ἐαυτό του. Ὁ νόμος
ἐγκαθιστᾶ ἀρχιερεῖς ἀνθρώπους μέ ἀτέλειες. Τά λόγια ὅμως τοῦ ὄρκου, ὁ
ὁποῖος δόθηκε μετά τόν νόμο, ἐγκαθιστοῦν ἀρχιερέα τόν Υἱό, πού εἶναι καί
παραμένει αἰώνια τέλειος».[17]
[1] Βέλλα Β., Ἑβραϊκή Ἀρχαιολογία, Ἀθήνα 1996, σσ.173-174.
[2] Α´Βασ. 4,2. Β´Βασ.11,9.
[3] Β´Βασ.25,18.
[4] Α´Μακ. 14,47. Βλ. Καραγιάννη Χρήστου, Αρχαιολογία και Θεσμολογία του Βιβλικού Ισραήλ, Αθήνα 2013, σ.478.
[5] Καραγιάννη Χρήστου, Αρχαιολογία και Θεσμολογία του Βιβλικού Ισραήλ, Αθήνα 2013, σ.478.
[6] Λευτ. 21,10. Καραγιάννη Χρήστου, Αρχαιολογία και Θεσμολογία του Βιβλικού Ισραήλ, Αθήνα 2013, σ.482.
[7]
Ἐξ. 29,7 καί Λευιτ.4, 3.16. Βλ. R.de. Vaux, ‘Le roi d’ Israel, vassal
de Yahve’, Melanges Eugene Tisserant, I studie Testi,231, Vatican:
Biblioteca Apostolica Vaticana 1964,σσ. 129-132.
[8] Βέλλα Β., Ἑβραϊκή Ἀρχαιολογία, Ἀθήνα1996, σ.171.
[9] Βέλλα Β., Ἑβραϊκή Ἀρχαιολογία, Ἀθήνα1996, σ.173.
[10] Βέλλα Β., Ἑβραϊκή Ἀρχαιολογία, Ἀθήνα1996, σ.173.
[11] Ἐξ.28,30
[12] Ἰεζ.21,31
[13] Βέλλα Β., Ἑβραϊκή Ἀρχαιολογία, Ἀθήνα1996, σ.173.
[14] Βέλλα Β., Ἑβραϊκή Ἀρχαιολογία, Ἀθήνα1996, σ.174.
[15] Ἐμπεριστατωμένη καί σπουδαία μελέτη ἐπί τοῦ θέματος ἔχει συγγράψει ὁ μητροπολίτης Κίτρους κ.κ. Γεώργιος μέ τίτλο : « ».
[16] Βέλλα Β., Ἑβραϊκή Ἀρχαιολογία, Ἀθήνα1996, σ.172.
[17] Ἑβρ. 7, 26-28.