Ακουστέ κι Αυτό
(Ἀπομαγνητοφώνησις): «Εἶχε
ἐξομολόγο τὸν π. Ἰωάννη. Καὶ ὁ π. Ἰωάννης, λοιπόν, τὸ μεσημέρι μετὰ τὸ
φαγητό, ἔπεσε νὰ ξεκουρασθῇ. Καὶ βλέπει ἕνα ὄνειρο. Βλέπει ὅτι βρέθηκε
σὲ μεγάλη πεδιάδα καὶ κάθισαν δεξιὰ Ἀρχιερεῖς καὶ ἀριστερὰ Ἀρχιερεῖς. Στὸ
μέσον δύο νέοι κάρφωναν ἕνα θρόνο. Καὶ λένε στὸν π. Ἰωάννη. «Βοήθησέ
μας νὰ τὸν τελειώσουμε γρήγορα». Καὶ ὁ π. Ἰωάννης ἀκούμπησε τὸ χέρι του
νὰ στηριχθῇ ἐπάνω στὸν θρόνο νὰ μὴ κουνιέται ὅταν τὸν καρφώνουν. Δὲν
πρόλαβε καὶ λένε «ἕτοιμος εἶναι»… Ἔλαμπε ὁ θρόνος. Καὶ ἔσκυψε ἀπὸ κάτω
νὰ δῇ ποὺ ἔβαλαν τὰ φῶτα, ἀλλὰ δὲν ὑπήρχανε φῶτα. Ὁ θρόνος ὅμως ἔλαμπε.
Λένε «πήγαινε νὰ τὸν εἰδοποιήσης, εἶναι ἕτοιμος ὁ θρόνος του». Λέει
«ποιὸν;». Λένε «τὸν Ἅγιο Φλωρίνης». Λέει «ἔσεις ποιοὶ εἶστε;». Λένε «ἐγὼ
εἶμαι ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος καὶ ἐγὼ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος».
«Ἐγὼ δὲν μπορῶ νὰ πάω νὰ τοῦ τὸ πῶ αὐτὸ τὸ πρᾶγμα. Νὰ τοῦ τὸ πῆτε
ἔσεις». «Καὶ ἐμεῖς θὰ τοῦ τὸ ποῦμε, ἀλλὰ νὰ τοῦ τὸ πῇς καὶ σύ». Ξύπνησε ὁ
π. Ἰωάννης καὶ ἐσκέπτετο: «Πῶς νὰ τοῦ τό πῶ αὐτὸ τὸ πρᾶγμα;». Δὲν ἤθελε
νὰ τοῦ τό πῇ… Φοβότανε. Ἐν τῷ μεταξὺ ἐνῶ σκεπτόταν αὐτὸ πάει ὁ θυρωρὸς
ἀπὸ τὸ γραφεῖο καὶ τοῦ λέει «Να ’ρθῇς στὸ σπίτι τοῦ Σεβασμιωτάτου, γιατὶ
σὲ θέλει». «Ἔ, καὶ μὲ τὴν εὐκαιρεία αὐτὴ ἴσως μπορέσω καὶ νὰ τοῦ τό πῶ,
τὸ ὄνειρό που εἴδα». Ἦρθε, λοιπόν, στὸ σπίτι… ὁ θεῖος ἔκανε περίπατο
πάντοτε, τὸ ἀπόγευμα μία ὥρα. Ἀλλά, ἄργησε πολὺ ἐκεῖνο τὸ βράδυ καὶ
βιαζόταν ὁ π. Ἰωάννης, γιατὶ καθόταν μακριὰ στὴν Νέα Ἀμφιάλη, πάνω, μετὰ
τὸν Περαία. Σηκώθηκε νὰ φύγῃ. Ἐν τῷ μεταξὺ ἦρθε ὁ θεῖος καὶ πήγανε
μέσα… κάνανε μία ὥρα σχεδόν. Στὸ τέλος, λοιπόν, τοῦ λέει «Σεβασμιώτατε,
σᾶς εἴδα ἕνα ὄνειρο, ἀλλὰ διστάζω νὰ σᾶς τό πω». «Ὄχι, θέλω νὰ μοῦ τὸ
πῆτε… τὸ ἀπαιτῶ, θέλω νὰ μοῦ τὸ πῇς». Λέει «σᾶς εἴδα αὐτὸ καὶ αὐτὸ τὸ
ὄνειρο». Λέει «τὸ ξέρω, ἐκλήθην, θὰ φύγω, γι’ αὐτὸ σὲ κάλεσα, νὰ
ἐξομολογηθῶ»…