Κωνσταντινούπουλη: Εικοσι-δύο χρόνια από την κοίμηση του Γέροντος Πορφυρίου του Καυσοκαλυβίτη η Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου υπό τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο, αποφάσισε χθες την αναγραφή του στο Αγιολόγιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Η Συνοδική απόφαση ορίζει ότι η μνήμη του Οσίου Γέροντος Πορφυρίου του Καυσοκαλυβίτη θα τιμάται από την Εκκλησία στις 2 Δεκεμβρίου, ημέρα της κοιμήσεώς του.
Ο άγιος – πλέον – Πορφύριος γεννήθηκε στην Εύβοια, στον Άγιο Ιωάννη Καρυστίας, στις 7 Φεβρουαρίου 1906. Το κοσμικό του όνομα ήταν Ευάγγελος και ήταν το τέταρτο από τα πέντε παιδιά μιας φτωχής και ευσεβούς αγροτικής οικογένειας. Ο πατέρας του αναγκάστηκε να ξενιτευτεί και εργάστηκε στην κατασκευή της Διώρυγας του Παναμά. Ο μικρός Ευάγγελος πήγε στο σχολείο μόνο για δύο χρόνια, καθώς άρχισε να εργάζεται, αρχικά σε ανθρακωρυχείο της Εύβοιας και κατόπιν σε παντοπωλεία της Χαλκίδας και του Πειραιά.
Σε ένα παντοπωλείο διάβασε το βίο του
αγ. Ιωάννη του Καλυβίτη και εντυπωσιάστηκε τόσο πολύ, που απέκτησε
μεγάλο ζήλο για το μοναχικό βίο. Σε ηλικία 13 περίπου ετών πήγε στο Άγιο
Όρος και καθ’ οδόν γνωρίστηκε με τον ιερομ. Παντελεήμονα τον
Πνευματικό, τον κατοπινό του Γέροντα. Ο Παντελεήμων τον παρουσίασε σαν
ανεψιό του, για να μπορέσει να εισέλθει στην Αθωνική Πολιτεία.
Ο νεαρός Ευάγγελος έζησε μαζί με το Γέρ.
Παντελεήμονα και τον π. Ιωαννίκιο στην καλύβη του Αγ. Γεωργίου στα
Καυσοκαλύβια. Έδειξε μεγάλο ζήλο στα καθήκοντά του, τόσο στο ναό και τη
μελέτη, όσο και στις πολλές χειρωνακτικές εργασίες της καλύβης. Όπως
έλεγε αργότερα ο ίδιος, δούλευε διαρκώς, για να μη μένει αργός και
εφάμαρτος ο λογισμός του. Μετά από λίγο καιρό εκάρη μοναχός με το όνομα
Νικήτας.
Οι έντονοι ασκητικοί αγώνες του σύντομα
καρποφόρησαν και απέκτησε ως δωρεά της θείας χάριτος το διορατικό
χάρισμα. Παράλληλα, όμως, οι κακουχίες της ασκητικής ζωής και η σωματική
εξασθένιση από τον υποπιασμό της σάρκας, τον οδήγησαν στην προσβολή από
μία σοβαρή πλευρίτιδα. Αναγκάστηκε, έτσι, να εγκαταλείψει τον Άθω και
σε ηλικία 19 ετών μετέβη στην Ι. Μονή Αγ. Χαραλάμπους Λευκών Ευβοίας,
μέχρι να αποκατασταθεί η υγεία του.
Σε ηλικία 21 ετών γνωρίστηκε με τον
Αρχιεπίσκοπο Σινά Πορφύριο, ο οποίος εντυπωσιάστηκε από την πνευματική
καλλιέργεια του νεαρού μοναχού και στις 26 Ιουλίου του 1926 τον
χειροτόνησε διάκονο, ενώ την επομένη, του Αγ. Παντελεήμονος, τον
προεχείρισε στο βαθμό της ιερωσύνης, δίνοντάς του το όνομα Πορφύριος.
Λίγο αργότερα χειροθετήθηκε Πνευματικός
και διακόνησε σε διάφορες περιοχές της Εύβοιας. Μεταξύ 1940-1973
υπηρέτησε ως εφημέριος στο Ι. Παρεκκλήσιο του Αγ. Γερασίμου στην
Πολυκλινική Αθηνών, “στην έρημο της Ομονοίας”, όπως έλεγε ο ίδιος
χαριτολογώντας. Κατόπιν δεχόταν τα πνευματικά του τέκνα στον Αγ. Νικόλαο
Καλλισίων Πεντέλης, όπου από το 1955 είχε μισθώσει ένα μικρό ναΰδριο.
Αργότερα εγκαταβίωσε σε μικρό οικίσκο στο Μήλεσι Ωρωπού.
Χαρακτηριστικό του αγίου ήταν η μεγάλη
ευσπλαχνία και βαθιά αγάπη που επιδείκνυε προς τα πνευματικά του τέκνα.
Έτσι ερμηνεύεται και το πλήθος των πιστών που προσέτρεχαν να βρουν
ανάπαυση και παρηγοριά κάτω από το πετραχήλι του. Τα τελευταία χρόνια
της ζωής του η υγεία του επιδεινώθηκε ραγδαία, έχασε την όρασή του και
ταλαιπωρήθηκε από έσχατη εξάντληση. Παρ’ όλα αυτά όμως εξακολουθούσε να
προσφέρει απλόχερα τις συμβουλές και την αγάπη του στους πολυάριθμους
επισκέπτες του.
Κοιμήθηκε στις 2 Δεκεμβρίου 1991.