Ἔλαβε τὸ μαρτυρικὸ στεφάνι στὰ τέλη τοῦ 3ου
μ.Χ. αἰώνα. Γεννήθηκε καὶ μεγάλωσε στὴν Ρώμη καὶ πῆρε τὸ ἀξίωμα τοῦ
Συγκλητικοῦ. Ἀλλὰ οἱ πολλές του ἀγαθοεργίες πρὸς τοὺς χριστιανούς,
ἐξήγειραν ἐναντίον του τὶς ὑπόνοιες τῶν συναδέλφων του, οἱ ὁποῖοι, ἀφοῦ
ἐξέτασαν, ἀνακάλυψαν ὅτι ὁ Μαρίνος ἀνῆκε στὴν χριστιανικὴ Ἐκκλησία. Καὶ
τότε τὸν κατήγγειλαν.
Συνελήφθη μὲ αὐτοκρατορικὴ διαταγὴ καὶ ἐπειδὴ δὲν θέλησε νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα, καταδικάστηκε σὲ θάνατο. Ἐνῶ τὸν ὁδηγοῦσαν στὸν τόπο τῆς ἐκτέλεσης, εἶδε μερικοὺς ἀπὸ τοὺς φίλους του νὰ κλαῖνε καὶ αὐτὸς μὲ πραότητα τοὺς εἶπε: «Γιατί κλαῖτε καὶ λυπάστε; Μάθετε ὅτι πηγαίνω ἀπὸ τὸ σκοτάδι στὸ αἰώνιο φῶς, ἀπὸ τὸν χῶρο τοῦ σταδίου στὰ βραβεῖα, καὶ ἀπὸ τὸν θάνατο στὴν παντοτινὴ ζωή». Μετὰ ἀπὸ λίγο ἡ κεφαλή του ἔπεφτε, ἡ δὲ ψυχῆ του πετοῦσε στὰ σκηνώματα τῶν δικαίων.