Την Παραμονή της εορτής ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Μαντινείας και Κυνουρίας κ.κ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ χοροστάτησε στον πανηγυρικό Εσπερινό, και ομίλησε για την εορτή της Θείας Μεταμορφώσεως του Κυρίου.
Πολυάριθμος ήταν η παρουσία Ιερέων της Ιεράς μας Μητροπόλεως καθώς και η προσέλευσις ευλαβών προσκυνητών που έφτασαν με κάθε τρόπο στην εορτάζουσα Ιερά Μονή.
Η Οσιωτάτη Ηγουμένη της Ιεράς Μονής Νεκταρία Μοναχή, το Ηγουμενοσυμβούλιο και οι Αδελφές της Μονής, υποδέχθηκαν τα πλήθη των προσκυνητών και είχαν φροντίσει έτσι ώστε να τηρηθή στο έπακρο η Μοναστηριακή τάξη κατά τις Ιερές Ακολουθίες της Πανηγύρεως.
Η ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΤΗΣ ΛΟΥΚΟΥΣ ΚΥΝΟΥΡΙΑΣ
Η
μονή Λουκούς αποτελεί ένα από τα σπουδαιότερα μοναστικά κέντρα της
Αρκαδίας, το πιο σημαντικό στην επαρχία της Κυνουρίας. Είναι δε από τα
πιο γνωστά μοναστικά κέντρα και το πιο προσιτό στον προσκυνητή που
έρχεται από την Αργολίδα, καθώς προσεγγίζεται εύκολα. Από το μεσόγειο
Άστρος απέχει μόνο 4 χιλιόμετρα.
Η περιοχή της μονής Λουκούς παρουσιάζει πολλά και αξιόλογα ενδιαφέροντα στοιχεία. Όπως γράφει ο Κ. Ρωμαίος, εδώ βρισκόταν «η Εύα, η μεγίστη των Θυρεατικών κωμών», σύμφωνα με τον περιηγητή Παυσανία. Εδώ επίσης ήταν το Ιερόν του Πολεμοκράτους, φημισμένο θεραπευτήριο, που περιέθαλπε όσους προσέτρεχαν σε αυτό και «τιμάς παρά των προσοίκων είχε». Ο Ηρώδης ο Αττικός, μία πολυσυζητημένη προσωπικότητα των ρωμαϊκών χρόνων, που γνώρισε μεγάλη δόξα και ευτυχία, αλλά και τις μεγαλύτερες ανθρώπινες δυστυχίες, έζησε πολλές ημέρες της ζωής του στην περιοχή αυτή, όπου διέθετε κτήματα και πολυτελή έπαυλη.
Στην περιοχή αυτή βρίσκεται η μονή της Λουκούς, περικυκλωμένη αρμονικά από τις οροσειρές των βουνώνΖάβιτσα, Παλαιοπαναγιά και Ελληνικό και κοντά σε δύο ιστορικούς τόπους, την πόλη του Άστρους και το χωριό των Κάτω Δολιανών. Η μονή δεσπόζει στην είσοδο της πεδιάδας του ποταμού Τάνου, που μετά από μία σύντομη διαδρομή εκβάλλει στον Αργολικό κόλπο.
Η Ζάβιτσα είναι το γραφικό βουνό της περιοχής Άστρους, γνωστό από την αρχαιότητα ως Τημένιον Όρος, που αποτελεί μία από τις αποφύσεις του Πάρνωνος προς την Αργολίδα. Ανάμεσα σε δύο χαράδρες και στα βουνά, τη Ζάβιτσα στα ΒΑ και τα πρόβουνα του Πάρνωνα στα νοτιοδυτικά, η Μονή Λουκούς φαίνεται να είναι κτισμένη κοντά ή στη θέση αρχαίων οικισμών. Η αρχαιολογική σκαπάνη έχει αποκαλύψει αρχαίο οικισμό, ο οποίος τοποθετείται βόρεια του Τάνου και ανατολικά από το Ρέμα της Λουκούς, ακριβώς στα προς νότια και δυτικά αντερείσματα του Πάρνωνος. Κύρια μαρτυρία του οικισμού υπήρξαν όστρακα, κεραμίδες, πλάκες από πολύχρωμα μάρμαρα και αρχιτεκτονικά μέλη. Επιπλέον γίνεται λόγος για ψηφιδωτά δάπεδα ανάμεσα στα ερείπια, καθώς και για σωζόμενο αγωγό ρωμαϊκής εποχής στην τοξοστοιχία γέφυρας στο Ρέμα της Λουκούς, που χρησίμευε ως υδραγωγείο διοχετεύσεως νερού στον χώρο του μοναστηριού και μάλιστα με άφθονο νερό.
Το καθολικό της θεωρείται ότι πρέπει να έχει κτιστεί πάνω σε παλαιοχριστιανική εκκλησία του 5ου αιώνα. Τα διάφορα τμήματα αρχαιότερων κτισμάτων, αλλά και οι περιγραφές για αγάλματα ή μέλη αρχιτεκτονικά που βρέθηκαν στον χώρο της, βεβαιώνουν πως η Λουκού υπήρξε ο ιερός εκείνος τόπος, στον οποίο μπόρεσε να δημιουργηθεί η πιο ωραία σύνθεση από τον αρχαίο ελληνικό και χριστιανικό πολιτισμό.
Για την πιθανή ετυμολογία της ονομασίας της μονής «Λουκούς» έχουν διατυπωθεί πολλές απόψεις. Μερικοί, όπως ο Α. Ορλάνδος και ο Γ. Σωτηρίου – χωρίς να είναι βέβαιοι – αποδίδουν την ονομασία στο ότι θα υπήρχαν πολλοί λύκοι στην περιοχή, και αρχικά η μονή θα ονομάστηκε «Λυκού». Άλλοι υποστηρίζουν ότι κτίστηκε από τους Ρωμαίους (Βυζαντινούς) αυτοκράτορες και επειδή κατά την ίδρυση της μονής βρέθηκε ένα άγαλμα της Ήρας, η οποία στα λατινικά ονομάζεται Juno Lucina (Lucia), είναι πιθανό να έλαβε την επωνυμία αυτή: «Λουκού». Ακόμη ότι ονομάστηκε έτσι από κάποιον έμπορο Λουκά, ο οποίος έκτισε τη μονή και κατόπιν μόνασε εκεί. Από το ανδρωνυμικό παρέμεινε η «Λουκού». Άλλοι πάλι αναζητούν από τον «Λύκειο» (Lux=φως) την προέλευση του ονόματος.
Μια νεότερη άποψη διατυπώθηκε στην εφημερίδα «Νέα Γορτυνία», 21.1.1973, από τον Γ. Κωνσταντόπουλο. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, στην πατρίδα του Γλατσινιά Γορτυνίας υπάρχει το ίδιο τοπωνύμιο και είναι δυνατό η ονομασία να έχει προέλθει από τα «λούκια», δηλαδή τα διοχετευτικά αυλάκια, που είναι χρήσιμα κυρίως στα περιβόλια. Πραγματικά υπάρχουν τέτοια λούκια έξω από το χώρο της μονής. Μία άλλη υπόθεση, η οποία φαίνεται αρκετά ισχυρή, καθώς υποστηρίζεται από μια παράδοση γύρω από την ονομασία του μοναστηριού, είναι καταγεγραμμένη σε κώδικα από τον ηγούμενο Ιωσήφ Κοράλλη. Σύμφωνα με την υπόθεση αυτή το τοπωνύμιο μπορεί να έχει λατινική καταγωγή από το «Lucus Feroniae»: το δάσος, όπου ήταν μέσα η έπαυλη του Ηρώδη. Δάσος γεμάτο θηράματα, πηγές, πλατάνια. («Lucus» στα λατινικά σημαίνει ιερό δάσος, άλσος, δρυμών). Πάντως η μονή επονομάζεται «της Λουκούς» τουλάχιστον από τις αρχές του 17ου αιώνα.
H Μονή Λουκούς υπάγεται εκκλησιαστικά στην Ιερά Μητρόπολη Μαντινείας και Κυνουρίας. Το Καθολικό της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, πιθανώς θεμελιωμένος πάνω σε παλαιοχριστιανική εκκλησία του 5ου αιώνα, είναι άγνωστο πότε ακριβώς κτίστηκε. Παλαιότερα, σύμφωνα και με την παράδοση, θεωρούσαν ότι ο Ναός ήταν βυζαντινός, αλλά σήμερα, λόγω των μορφολογικών του στοιχείων, ο Ναός τοποθετείται στα πρώιμα μεταβυζαντινά χρόνια. Δεν αποκλείεται, ωστόσο, στη θέση αυτή να προϋπήρχε Ιερά Μονή.
Σε όλη τη μακραίωνη ζωή της γνώρισε μέρες δόξας και λαμπρότητας, η οποία οφείλεται στους ικανούς και δραστήριους Ηγουμένους της. Παράλληλα όμως ταλαιπωρήθηκε από πολλές καταστροφές, πυρκαγιές και διαλύσεις. Ιδιαίτερη αίγλη της έδωσε το εξαιρετικό προνόμιο του «Σταυροπηγίου», που διατηρούσε πάντοτε.
Ιστορικές μνείες της Μονής έχουμε από τον 17ο αιώνα, που βεβαιώνουν την ύπαρξη της σταυροπηγιακής της ιδιότητας, ενισχύοντας έτσι την υπόθεση για την λειτουργία της κατά τους βυζαντινούς χρόνους.
Μετά την Άλωση και την κατάληψη του Μοριά από τους Τούρκους, ερημώθηκε, μέχρι την στιγμή που κάποιοι έμποροι γουναράδες από την περιοχή, εγκαταστημένοι στην Κωνσταντινούπολη, έκαναν ενέργειες για την ανασυγκρότησή της και με σιγίλιο του Πατριάρχη Διονυσίου Β΄(1546 – 1555) βοήθησαν να επανακτήσει την σταυροπηγιακή της αξία.
Το έτος 1649 καταγράφεται στον κώδικα της μονής σαν έτος αγιογράφησης του Ναού. Και είναι πολύ πιθανό, σύμφωνα με τους μελετητές της, να έγινε η ιστόρησή της στις αρχές του 17ου αιώνα. Από σημείωμα στη βιβλιοθήκη της Λουκούς έχουμε την πληροφορία ότι στα μέσα του 17ου αιώνα η ανθηρή και ακμάζουσα κωμόπολη του Άη Γιάννη, πυρπολήθηκε από τους οθωμανούς και ότι την ίδια τύχη είχε και η Μονή. Οι Τούρκοι έκαψαν όλα τα πολύτιμα σκεύη του ναού και έσφαξαν όσους μοναχούς βρήκαν στο Μοναστήρι.
Το 1730 λαμβάνει χώρα ένα αξιοσημείωτο γεγονός. Τη Μονή επισκέπτεται ο περιβόητος, όσο και παρανοϊκός αββάς Fourmont, που η γνωστή καταστροφική δράση του στη Σπάρτη, τον χαρακτηρίζει εγκληματία της ιστορικής μνήμης. Ο Fourmont αντιγράφει τις επιγραφές και διατάζει τους εργάτες να σπάνε μετά την αντιγραφή όλες τις πλάκες, τα μάρμαρα και τους λίθους που είχαν αρχαίες ελληνικές επιγραφές, ούτως ώστε να έχει μόνο αυτός το προνόμιο αντιγραφής τους. Έτσι, κατέστρεψε, έσπασε και συνέτριψε εκατοντάδες πολύτιμες μαρτυρίες, επιγραφές, αγάλματα, καθώς και έργα λόγου και τέχνης.
Η σημαντική παρουσία και προσφορά της Μονής στην περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας, συνεχίστηκε και στη διάρκεια του Αγώνος του 1821 για την εθνική ανεξαρτησία. Μυημένος στη Φιλική Εταιρεία ήταν ο Ηγούμενός της Νεόφυτος, ενώ οι μοναχοί συμμετείχαν στον Αγώνα, μεταφέροντας τρόφιμα και πολεμοφόδια στο στρατόπεδο Βερβαίνων με κίνδυνο της ζωής τους. Έτσι εξηγείται και η οργή του Ιμπραήμ που διέταξε την πυρπόληση της Μονής την παραμονή της εορτής της (5 Αυγούστου 1826). Το μεγαλύτερο τμήμα της αποτεφρώθηκε και μαζί καταστράφηκαν τα χρυσόβουλλα, βαρύτιμα κειμήλια και έγγραφα αξίας. Όμως, το καθολικό σώθηκε με θαυματουργή επέμβαση του Αγίου Ευσταθίου που εικονιζόταν σε τοιχογραφία του καθολικού και από το πρόσωπό του «έτρεξε αχνιστό αίμα» όταν Τούρκος στρατιώτης το κτύπησε με το όπλο του.
Η προσφορά της Μονής επεκτάθηκε στη ανέγερση της Σχολής του Γένους στον Άγιο Ιωάννη, ενώ η φιλανθρωπία ήταν στην ημερήσια διάταξη της ζωής της μονής. Άλλωστε, για τον λόγο αυτό χαρακτηρίζεται ως μονή της φιλανθρωπίας και της φιλοξενίας.
Σημαντικό στοιχείο για την ιστορία της Μονής αποτελεί έκθεση προς το Β. Επαρχείον Κυνουρίας, γραμμένη στις 11 Ιουλίου 1833, που αναφέρεται στην κατάσταση της Μονής και δίνει μία λεπτομερή περιγραφή της αρχιτεκτονικής μορφής και των κτιρίων της, του ναού και των κειμηλίων, καθώς και των επισκευών που δέχτηκε μετά το Εικοσιένα. Επίσης, αναφέρει ότι η Μονή γλίτωσε από την πυρπόληση του Ιμπραήμ, επειδή οι μοναχοί της είχαν από πριν αφαιρέσει κάθε εύφλεκτη ύλη και ότι το μοναστήρι είναι αρχαίο σταυροπήγιο με άγνωστη τη θεμελίωσή του. Την έκθεση την γράφει ο Ηγούμενος Κωνστάντιος Κοράλλης, που πληροφορεί ότι επισκεύασε το Μοναστήρι και απαριθμεί ότι αυτό διαθέτει: 19 κελλιά, 6 θόλους, σταύλο, ελαιοτριβείο, καλύβα με φούρνο και ίδια καλύβα για την αποθήκευση των ελιών. Επίσης αναφέρει ότι το μοναστήρι περιλαμβάνει τρεις διώροφους πύργους, ένα νεόκτιστο σπίτι, το μαγειρείο και έναν άλλο οικίσκο, καθώς και πλήθος άλλων βοηθητικών χώρων, που δημιουργούν την εντύπωση ενός ισχυρού φρουριακού μοναστηριακού συγκροτήματος.
Το 1834 έως το 1837 γίνεται προσπάθεια επανασύστασης της Μονής και από μέρους των κατοίκων του χωριού Βέρβαινα και από μέρους του Ηγούμενου Κωνστάντιου και των μοναχών, οι οποίοι με αίτηση προς την Ιερά Σύνοδο, τονίζουν τα όσα πρόσφερε η μονή κατά την Επανάσταση. Στις 25 Αυγούστου 1837 με Βασιλικό Διάταγμα γίνεται η ανασύσταση της Λουκούς. Στο διάστημα όμως της τριετίας τα κτήρια της Μονής είχαν ερημωθεί και τα κτήματά της καταπατηθεί.
Η Μονή σε κατάσταση της Ιεράς Συνόδου του 1858 προς το Υπουργείο παρουσιάζεται «ωργανισμένη». Σε έγγραφα μάλιστα των Γ.Α.Κ. (Νομός Αρκαδίας, Επαρχία Κυνουρίας, Μεταμόρφωση Σωτήρος Λουκούς, Μονή εν ενεργεία, Δήμος Θυρέας) η Μονή Λουκούς αναφέρεται σε όλες τις καταστάσεις των διατηρουμένων μοναστηριών της Κυνουρίας, των πινάκων προσωπικού και των μοναστηριακών εισοδημάτων. Τα εισοδήματά της είναι τα μεγαλύτερα από όλων των μοναστηριών.
Η Μονή επί αιώνες υπήρξε ανδρώα, αλλά το 1946 ο τότε Μητροπολίτης Μαντινείας και Κυνουρίας Γερμανός τη μετέτρεψε σε γυναικεία λόγω έλλειψης μοναχών. Έτσι, το 1947 η Μονή της Λουκούς μετατρέπεται σε γυναικεία και με αυτήν την μορφή λειτουργεί μέχρι και σήμερα, διατηρώντας τη σταυροπηγιακή της ιδιότητα, καθώς και μεγάλη περιουσία.
Στο μοναστήρι εγκαταστάθηκε η νέα αδελφότητα μοναζουσών, με επικεφαλή την Γερόντισσα Χριστονύμφη Κάρτσωνα († 1997). Η αδελφότητα παρέλαβε μία ερειπωμένη Μονή, ενώ και η εν γένει κατάσταση της περιοχής ήταν αξιοθρήνητη, λόγω του εμφυλίου. Ωστόσο, η αδελφότητα κατάφερε σε σύντομο χρονικό διάστημα να επιτελέσει σημαντικό έργο: επισκευάστηκαν τα παλαιά και κτίστηκαν νέα οικοδομήματα. Περιφρουρήθηκε η ακίνητη περιουσία της. Ευτρεπίστηκαν τα μετόχια της μονής: ο Ναός της Αναλήψεως και ο Ναός του Αγίου Δημητρίου, ενώ προστέθηκε ως μετόχι προσωρινά και η Μονή του Αγίου Νικολάου Καρυάς (το 1967), η οποία από το 1994 λειτουργεί πλέον ως ανδρώα Μονή. Κατασκευάστηκαν δύο κατανυκτικά παρεκκλήσια: των Αγίων Πάντων (το 1957) και της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (το 1962), διαφυλάχτηκαν τα κειμήλια και συγκροτήθηκε η Βιβλιοθήκη, που διαθέτει 300 παλαιούς τόμους, χειρόγραφα, σιγίλια, κώδικες.
Το μοναστήρι της Λουκούς στη σύγχρονη μορφή του διατηρεί γενικά μία εντύπωση αρμονίας, γραφικότητας και ομορφιάς. Το σύνολο των νέων κτιρίων του δεν πνίγουν το καθολικό και δεν αντιστρατεύονται τα παλιά οικοδομήματα της μονής. Παρελθόν και παρόν συνυπάρχουν με αυτοσεβασμό. Κι εκτός από ελάχιστα στοιχεία παραφωνίας, το μεγάλο παραλληλόγραμμο κτηριακό συγκρότημα, που περιβάλλει το καθολικό της Λουκούς, είναι ένα παράδειγμα ευπρεπισμένης συντήρησης και μετριοπαθούς ανακαίνισης.
Στις αρχές του 19ου αιώνα ο Βελή Πασάς έσκαψε στη Λουκού για να βρει αρχαία αγάλματα, ενώ λίγο αργότερα οι μοναχοί με πρόχειρες ανασκαφές συγκέντρωσαν αρχαία γλυπτά και τα τοποθέτησαν στην αυλή του μοναστηριού. Όταν αναγνωρίστηκε το Ελληνικό Κράτος, τα σπουδαιότερα κομμάτια δωρήθηκαν στο Μουσείο Αιγίνης (Απρίλιος 1831) και αργότερα τοποθετήθηκαν στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Τον Οκτώβριο του 1977 η Ελληνική Αρχαιολογική Υπηρεσία πραγματοποίησε ανασκαφικές έρευνες με σημαντικά αποτελέσματα.
Στον χώρο όπου απλωνόταν ο αρχαίος οικισμός, υπάρχουν θραύσματα αγγείων, κεραμίδες και μικρές πλάκες από πολύχρωμα μάρμαρα. Στη θέση «Κολόνες», 300 μέτρα περίπου βόρεια του μοναστηριού, υπάρχουν τμήματα από τέσσερις μεγάλους μονολιθικούς γρανιτένιους κίονες και δίπλα τους ένα μεγάλο μαρμάρινο κορινθιακό κιονόκρανο. Σε πολύ μικρή απόσταση σώζεται τμήμα από ένα μεγάλο κτηριακό συγκρότημα. Πρόκειται για την περίφημη Έπαυλη του Ηρώδη του Αττικού, που αποκαλύφθηκε κατόπιν ανασκαφικής διερεύνησης.
Στην αυλή του μοναστηριού υπάρχουν πολλά κιονόκρανα κορινθιακού και ιωνικού τύπου, μαρμάρινες βάσεις κιόνων και αμφικιόνων, επίκρανα παραστάδων, επιστύλια και κίονες. Άλλα αρχιτεκτονικά μέλη είναι εντοιχισμένα σαν διακοσμητικά στην εκκλησία και τα άλλα κτίσματα του μοναστηριού. Νοτιοδυτικά της εκκλησίας και αμέσως έξω από τον μαντρότοιχο του περιβολιού, υπάρχουν θεμέλια μεγάλου κτιρίου με μαρμάρινους κίονες και δάπεδο με μαρμαροθέτημα. Οι περιηγητές μιλούν για ψηφιδωτά δάπεδα που είδαν ανάμεσα στα ερείπια. Ένα τμήμα ψηφιδωτού με γεωμετρικά διακοσμητικά μοτίβα σωζόταν μέχρι τα τελευταία χρόνια σύρριζα στο νότιο τοίχο της εκκλησίας, ενώ τμήμα ενός άλλου αποκάλυψαν οι ανασκαφές του 1977.
Το ρέμα της Λουκούς γεφυρώνεται με τοξοστοιχία, που στηρίζει κτιστό αγωγό νερού. Πρόκειται για υδραγωγείο ρωμαϊκής εποχής, που διοχετεύει το νερό μέχρι σήμερα στον χώρο του μοναστηριού.
Σήμερα λειτουργεί ωε γυναικεία Μονή με ικανή αδελφότητα μοναζουσών, και επικεφαλή την καθ’ όλα Άξια Ηγουμένη, Μοναχή Νεκταρία.
Η περιοχή της μονής Λουκούς παρουσιάζει πολλά και αξιόλογα ενδιαφέροντα στοιχεία. Όπως γράφει ο Κ. Ρωμαίος, εδώ βρισκόταν «η Εύα, η μεγίστη των Θυρεατικών κωμών», σύμφωνα με τον περιηγητή Παυσανία. Εδώ επίσης ήταν το Ιερόν του Πολεμοκράτους, φημισμένο θεραπευτήριο, που περιέθαλπε όσους προσέτρεχαν σε αυτό και «τιμάς παρά των προσοίκων είχε». Ο Ηρώδης ο Αττικός, μία πολυσυζητημένη προσωπικότητα των ρωμαϊκών χρόνων, που γνώρισε μεγάλη δόξα και ευτυχία, αλλά και τις μεγαλύτερες ανθρώπινες δυστυχίες, έζησε πολλές ημέρες της ζωής του στην περιοχή αυτή, όπου διέθετε κτήματα και πολυτελή έπαυλη.
Στην περιοχή αυτή βρίσκεται η μονή της Λουκούς, περικυκλωμένη αρμονικά από τις οροσειρές των βουνώνΖάβιτσα, Παλαιοπαναγιά και Ελληνικό και κοντά σε δύο ιστορικούς τόπους, την πόλη του Άστρους και το χωριό των Κάτω Δολιανών. Η μονή δεσπόζει στην είσοδο της πεδιάδας του ποταμού Τάνου, που μετά από μία σύντομη διαδρομή εκβάλλει στον Αργολικό κόλπο.
Η Ζάβιτσα είναι το γραφικό βουνό της περιοχής Άστρους, γνωστό από την αρχαιότητα ως Τημένιον Όρος, που αποτελεί μία από τις αποφύσεις του Πάρνωνος προς την Αργολίδα. Ανάμεσα σε δύο χαράδρες και στα βουνά, τη Ζάβιτσα στα ΒΑ και τα πρόβουνα του Πάρνωνα στα νοτιοδυτικά, η Μονή Λουκούς φαίνεται να είναι κτισμένη κοντά ή στη θέση αρχαίων οικισμών. Η αρχαιολογική σκαπάνη έχει αποκαλύψει αρχαίο οικισμό, ο οποίος τοποθετείται βόρεια του Τάνου και ανατολικά από το Ρέμα της Λουκούς, ακριβώς στα προς νότια και δυτικά αντερείσματα του Πάρνωνος. Κύρια μαρτυρία του οικισμού υπήρξαν όστρακα, κεραμίδες, πλάκες από πολύχρωμα μάρμαρα και αρχιτεκτονικά μέλη. Επιπλέον γίνεται λόγος για ψηφιδωτά δάπεδα ανάμεσα στα ερείπια, καθώς και για σωζόμενο αγωγό ρωμαϊκής εποχής στην τοξοστοιχία γέφυρας στο Ρέμα της Λουκούς, που χρησίμευε ως υδραγωγείο διοχετεύσεως νερού στον χώρο του μοναστηριού και μάλιστα με άφθονο νερό.
Το καθολικό της θεωρείται ότι πρέπει να έχει κτιστεί πάνω σε παλαιοχριστιανική εκκλησία του 5ου αιώνα. Τα διάφορα τμήματα αρχαιότερων κτισμάτων, αλλά και οι περιγραφές για αγάλματα ή μέλη αρχιτεκτονικά που βρέθηκαν στον χώρο της, βεβαιώνουν πως η Λουκού υπήρξε ο ιερός εκείνος τόπος, στον οποίο μπόρεσε να δημιουργηθεί η πιο ωραία σύνθεση από τον αρχαίο ελληνικό και χριστιανικό πολιτισμό.
Για την πιθανή ετυμολογία της ονομασίας της μονής «Λουκούς» έχουν διατυπωθεί πολλές απόψεις. Μερικοί, όπως ο Α. Ορλάνδος και ο Γ. Σωτηρίου – χωρίς να είναι βέβαιοι – αποδίδουν την ονομασία στο ότι θα υπήρχαν πολλοί λύκοι στην περιοχή, και αρχικά η μονή θα ονομάστηκε «Λυκού». Άλλοι υποστηρίζουν ότι κτίστηκε από τους Ρωμαίους (Βυζαντινούς) αυτοκράτορες και επειδή κατά την ίδρυση της μονής βρέθηκε ένα άγαλμα της Ήρας, η οποία στα λατινικά ονομάζεται Juno Lucina (Lucia), είναι πιθανό να έλαβε την επωνυμία αυτή: «Λουκού». Ακόμη ότι ονομάστηκε έτσι από κάποιον έμπορο Λουκά, ο οποίος έκτισε τη μονή και κατόπιν μόνασε εκεί. Από το ανδρωνυμικό παρέμεινε η «Λουκού». Άλλοι πάλι αναζητούν από τον «Λύκειο» (Lux=φως) την προέλευση του ονόματος.
Μια νεότερη άποψη διατυπώθηκε στην εφημερίδα «Νέα Γορτυνία», 21.1.1973, από τον Γ. Κωνσταντόπουλο. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, στην πατρίδα του Γλατσινιά Γορτυνίας υπάρχει το ίδιο τοπωνύμιο και είναι δυνατό η ονομασία να έχει προέλθει από τα «λούκια», δηλαδή τα διοχετευτικά αυλάκια, που είναι χρήσιμα κυρίως στα περιβόλια. Πραγματικά υπάρχουν τέτοια λούκια έξω από το χώρο της μονής. Μία άλλη υπόθεση, η οποία φαίνεται αρκετά ισχυρή, καθώς υποστηρίζεται από μια παράδοση γύρω από την ονομασία του μοναστηριού, είναι καταγεγραμμένη σε κώδικα από τον ηγούμενο Ιωσήφ Κοράλλη. Σύμφωνα με την υπόθεση αυτή το τοπωνύμιο μπορεί να έχει λατινική καταγωγή από το «Lucus Feroniae»: το δάσος, όπου ήταν μέσα η έπαυλη του Ηρώδη. Δάσος γεμάτο θηράματα, πηγές, πλατάνια. («Lucus» στα λατινικά σημαίνει ιερό δάσος, άλσος, δρυμών). Πάντως η μονή επονομάζεται «της Λουκούς» τουλάχιστον από τις αρχές του 17ου αιώνα.
H Μονή Λουκούς υπάγεται εκκλησιαστικά στην Ιερά Μητρόπολη Μαντινείας και Κυνουρίας. Το Καθολικό της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, πιθανώς θεμελιωμένος πάνω σε παλαιοχριστιανική εκκλησία του 5ου αιώνα, είναι άγνωστο πότε ακριβώς κτίστηκε. Παλαιότερα, σύμφωνα και με την παράδοση, θεωρούσαν ότι ο Ναός ήταν βυζαντινός, αλλά σήμερα, λόγω των μορφολογικών του στοιχείων, ο Ναός τοποθετείται στα πρώιμα μεταβυζαντινά χρόνια. Δεν αποκλείεται, ωστόσο, στη θέση αυτή να προϋπήρχε Ιερά Μονή.
Σε όλη τη μακραίωνη ζωή της γνώρισε μέρες δόξας και λαμπρότητας, η οποία οφείλεται στους ικανούς και δραστήριους Ηγουμένους της. Παράλληλα όμως ταλαιπωρήθηκε από πολλές καταστροφές, πυρκαγιές και διαλύσεις. Ιδιαίτερη αίγλη της έδωσε το εξαιρετικό προνόμιο του «Σταυροπηγίου», που διατηρούσε πάντοτε.
Ιστορικές μνείες της Μονής έχουμε από τον 17ο αιώνα, που βεβαιώνουν την ύπαρξη της σταυροπηγιακής της ιδιότητας, ενισχύοντας έτσι την υπόθεση για την λειτουργία της κατά τους βυζαντινούς χρόνους.
Μετά την Άλωση και την κατάληψη του Μοριά από τους Τούρκους, ερημώθηκε, μέχρι την στιγμή που κάποιοι έμποροι γουναράδες από την περιοχή, εγκαταστημένοι στην Κωνσταντινούπολη, έκαναν ενέργειες για την ανασυγκρότησή της και με σιγίλιο του Πατριάρχη Διονυσίου Β΄(1546 – 1555) βοήθησαν να επανακτήσει την σταυροπηγιακή της αξία.
Το έτος 1649 καταγράφεται στον κώδικα της μονής σαν έτος αγιογράφησης του Ναού. Και είναι πολύ πιθανό, σύμφωνα με τους μελετητές της, να έγινε η ιστόρησή της στις αρχές του 17ου αιώνα. Από σημείωμα στη βιβλιοθήκη της Λουκούς έχουμε την πληροφορία ότι στα μέσα του 17ου αιώνα η ανθηρή και ακμάζουσα κωμόπολη του Άη Γιάννη, πυρπολήθηκε από τους οθωμανούς και ότι την ίδια τύχη είχε και η Μονή. Οι Τούρκοι έκαψαν όλα τα πολύτιμα σκεύη του ναού και έσφαξαν όσους μοναχούς βρήκαν στο Μοναστήρι.
Το 1730 λαμβάνει χώρα ένα αξιοσημείωτο γεγονός. Τη Μονή επισκέπτεται ο περιβόητος, όσο και παρανοϊκός αββάς Fourmont, που η γνωστή καταστροφική δράση του στη Σπάρτη, τον χαρακτηρίζει εγκληματία της ιστορικής μνήμης. Ο Fourmont αντιγράφει τις επιγραφές και διατάζει τους εργάτες να σπάνε μετά την αντιγραφή όλες τις πλάκες, τα μάρμαρα και τους λίθους που είχαν αρχαίες ελληνικές επιγραφές, ούτως ώστε να έχει μόνο αυτός το προνόμιο αντιγραφής τους. Έτσι, κατέστρεψε, έσπασε και συνέτριψε εκατοντάδες πολύτιμες μαρτυρίες, επιγραφές, αγάλματα, καθώς και έργα λόγου και τέχνης.
Η σημαντική παρουσία και προσφορά της Μονής στην περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας, συνεχίστηκε και στη διάρκεια του Αγώνος του 1821 για την εθνική ανεξαρτησία. Μυημένος στη Φιλική Εταιρεία ήταν ο Ηγούμενός της Νεόφυτος, ενώ οι μοναχοί συμμετείχαν στον Αγώνα, μεταφέροντας τρόφιμα και πολεμοφόδια στο στρατόπεδο Βερβαίνων με κίνδυνο της ζωής τους. Έτσι εξηγείται και η οργή του Ιμπραήμ που διέταξε την πυρπόληση της Μονής την παραμονή της εορτής της (5 Αυγούστου 1826). Το μεγαλύτερο τμήμα της αποτεφρώθηκε και μαζί καταστράφηκαν τα χρυσόβουλλα, βαρύτιμα κειμήλια και έγγραφα αξίας. Όμως, το καθολικό σώθηκε με θαυματουργή επέμβαση του Αγίου Ευσταθίου που εικονιζόταν σε τοιχογραφία του καθολικού και από το πρόσωπό του «έτρεξε αχνιστό αίμα» όταν Τούρκος στρατιώτης το κτύπησε με το όπλο του.
Η προσφορά της Μονής επεκτάθηκε στη ανέγερση της Σχολής του Γένους στον Άγιο Ιωάννη, ενώ η φιλανθρωπία ήταν στην ημερήσια διάταξη της ζωής της μονής. Άλλωστε, για τον λόγο αυτό χαρακτηρίζεται ως μονή της φιλανθρωπίας και της φιλοξενίας.
Σημαντικό στοιχείο για την ιστορία της Μονής αποτελεί έκθεση προς το Β. Επαρχείον Κυνουρίας, γραμμένη στις 11 Ιουλίου 1833, που αναφέρεται στην κατάσταση της Μονής και δίνει μία λεπτομερή περιγραφή της αρχιτεκτονικής μορφής και των κτιρίων της, του ναού και των κειμηλίων, καθώς και των επισκευών που δέχτηκε μετά το Εικοσιένα. Επίσης, αναφέρει ότι η Μονή γλίτωσε από την πυρπόληση του Ιμπραήμ, επειδή οι μοναχοί της είχαν από πριν αφαιρέσει κάθε εύφλεκτη ύλη και ότι το μοναστήρι είναι αρχαίο σταυροπήγιο με άγνωστη τη θεμελίωσή του. Την έκθεση την γράφει ο Ηγούμενος Κωνστάντιος Κοράλλης, που πληροφορεί ότι επισκεύασε το Μοναστήρι και απαριθμεί ότι αυτό διαθέτει: 19 κελλιά, 6 θόλους, σταύλο, ελαιοτριβείο, καλύβα με φούρνο και ίδια καλύβα για την αποθήκευση των ελιών. Επίσης αναφέρει ότι το μοναστήρι περιλαμβάνει τρεις διώροφους πύργους, ένα νεόκτιστο σπίτι, το μαγειρείο και έναν άλλο οικίσκο, καθώς και πλήθος άλλων βοηθητικών χώρων, που δημιουργούν την εντύπωση ενός ισχυρού φρουριακού μοναστηριακού συγκροτήματος.
Το 1834 έως το 1837 γίνεται προσπάθεια επανασύστασης της Μονής και από μέρους των κατοίκων του χωριού Βέρβαινα και από μέρους του Ηγούμενου Κωνστάντιου και των μοναχών, οι οποίοι με αίτηση προς την Ιερά Σύνοδο, τονίζουν τα όσα πρόσφερε η μονή κατά την Επανάσταση. Στις 25 Αυγούστου 1837 με Βασιλικό Διάταγμα γίνεται η ανασύσταση της Λουκούς. Στο διάστημα όμως της τριετίας τα κτήρια της Μονής είχαν ερημωθεί και τα κτήματά της καταπατηθεί.
Η Μονή σε κατάσταση της Ιεράς Συνόδου του 1858 προς το Υπουργείο παρουσιάζεται «ωργανισμένη». Σε έγγραφα μάλιστα των Γ.Α.Κ. (Νομός Αρκαδίας, Επαρχία Κυνουρίας, Μεταμόρφωση Σωτήρος Λουκούς, Μονή εν ενεργεία, Δήμος Θυρέας) η Μονή Λουκούς αναφέρεται σε όλες τις καταστάσεις των διατηρουμένων μοναστηριών της Κυνουρίας, των πινάκων προσωπικού και των μοναστηριακών εισοδημάτων. Τα εισοδήματά της είναι τα μεγαλύτερα από όλων των μοναστηριών.
Η Μονή επί αιώνες υπήρξε ανδρώα, αλλά το 1946 ο τότε Μητροπολίτης Μαντινείας και Κυνουρίας Γερμανός τη μετέτρεψε σε γυναικεία λόγω έλλειψης μοναχών. Έτσι, το 1947 η Μονή της Λουκούς μετατρέπεται σε γυναικεία και με αυτήν την μορφή λειτουργεί μέχρι και σήμερα, διατηρώντας τη σταυροπηγιακή της ιδιότητα, καθώς και μεγάλη περιουσία.
Στο μοναστήρι εγκαταστάθηκε η νέα αδελφότητα μοναζουσών, με επικεφαλή την Γερόντισσα Χριστονύμφη Κάρτσωνα († 1997). Η αδελφότητα παρέλαβε μία ερειπωμένη Μονή, ενώ και η εν γένει κατάσταση της περιοχής ήταν αξιοθρήνητη, λόγω του εμφυλίου. Ωστόσο, η αδελφότητα κατάφερε σε σύντομο χρονικό διάστημα να επιτελέσει σημαντικό έργο: επισκευάστηκαν τα παλαιά και κτίστηκαν νέα οικοδομήματα. Περιφρουρήθηκε η ακίνητη περιουσία της. Ευτρεπίστηκαν τα μετόχια της μονής: ο Ναός της Αναλήψεως και ο Ναός του Αγίου Δημητρίου, ενώ προστέθηκε ως μετόχι προσωρινά και η Μονή του Αγίου Νικολάου Καρυάς (το 1967), η οποία από το 1994 λειτουργεί πλέον ως ανδρώα Μονή. Κατασκευάστηκαν δύο κατανυκτικά παρεκκλήσια: των Αγίων Πάντων (το 1957) και της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (το 1962), διαφυλάχτηκαν τα κειμήλια και συγκροτήθηκε η Βιβλιοθήκη, που διαθέτει 300 παλαιούς τόμους, χειρόγραφα, σιγίλια, κώδικες.
Το μοναστήρι της Λουκούς στη σύγχρονη μορφή του διατηρεί γενικά μία εντύπωση αρμονίας, γραφικότητας και ομορφιάς. Το σύνολο των νέων κτιρίων του δεν πνίγουν το καθολικό και δεν αντιστρατεύονται τα παλιά οικοδομήματα της μονής. Παρελθόν και παρόν συνυπάρχουν με αυτοσεβασμό. Κι εκτός από ελάχιστα στοιχεία παραφωνίας, το μεγάλο παραλληλόγραμμο κτηριακό συγκρότημα, που περιβάλλει το καθολικό της Λουκούς, είναι ένα παράδειγμα ευπρεπισμένης συντήρησης και μετριοπαθούς ανακαίνισης.
Στις αρχές του 19ου αιώνα ο Βελή Πασάς έσκαψε στη Λουκού για να βρει αρχαία αγάλματα, ενώ λίγο αργότερα οι μοναχοί με πρόχειρες ανασκαφές συγκέντρωσαν αρχαία γλυπτά και τα τοποθέτησαν στην αυλή του μοναστηριού. Όταν αναγνωρίστηκε το Ελληνικό Κράτος, τα σπουδαιότερα κομμάτια δωρήθηκαν στο Μουσείο Αιγίνης (Απρίλιος 1831) και αργότερα τοποθετήθηκαν στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Τον Οκτώβριο του 1977 η Ελληνική Αρχαιολογική Υπηρεσία πραγματοποίησε ανασκαφικές έρευνες με σημαντικά αποτελέσματα.
Στον χώρο όπου απλωνόταν ο αρχαίος οικισμός, υπάρχουν θραύσματα αγγείων, κεραμίδες και μικρές πλάκες από πολύχρωμα μάρμαρα. Στη θέση «Κολόνες», 300 μέτρα περίπου βόρεια του μοναστηριού, υπάρχουν τμήματα από τέσσερις μεγάλους μονολιθικούς γρανιτένιους κίονες και δίπλα τους ένα μεγάλο μαρμάρινο κορινθιακό κιονόκρανο. Σε πολύ μικρή απόσταση σώζεται τμήμα από ένα μεγάλο κτηριακό συγκρότημα. Πρόκειται για την περίφημη Έπαυλη του Ηρώδη του Αττικού, που αποκαλύφθηκε κατόπιν ανασκαφικής διερεύνησης.
Στην αυλή του μοναστηριού υπάρχουν πολλά κιονόκρανα κορινθιακού και ιωνικού τύπου, μαρμάρινες βάσεις κιόνων και αμφικιόνων, επίκρανα παραστάδων, επιστύλια και κίονες. Άλλα αρχιτεκτονικά μέλη είναι εντοιχισμένα σαν διακοσμητικά στην εκκλησία και τα άλλα κτίσματα του μοναστηριού. Νοτιοδυτικά της εκκλησίας και αμέσως έξω από τον μαντρότοιχο του περιβολιού, υπάρχουν θεμέλια μεγάλου κτιρίου με μαρμάρινους κίονες και δάπεδο με μαρμαροθέτημα. Οι περιηγητές μιλούν για ψηφιδωτά δάπεδα που είδαν ανάμεσα στα ερείπια. Ένα τμήμα ψηφιδωτού με γεωμετρικά διακοσμητικά μοτίβα σωζόταν μέχρι τα τελευταία χρόνια σύρριζα στο νότιο τοίχο της εκκλησίας, ενώ τμήμα ενός άλλου αποκάλυψαν οι ανασκαφές του 1977.
Το ρέμα της Λουκούς γεφυρώνεται με τοξοστοιχία, που στηρίζει κτιστό αγωγό νερού. Πρόκειται για υδραγωγείο ρωμαϊκής εποχής, που διοχετεύει το νερό μέχρι σήμερα στον χώρο του μοναστηριού.
Σήμερα λειτουργεί ωε γυναικεία Μονή με ικανή αδελφότητα μοναζουσών, και επικεφαλή την καθ’ όλα Άξια Ηγουμένη, Μοναχή Νεκταρία.
+ Ιερεύς Ιωάννης Σουρλίγγας