Το ημερολόγιο σήμερα φυλλομετρά την τελευταία μέρα του χρόνου, 31 Δεκεμβρίου 2012.
Η κυρία Ιωάννα συμπληρώνει οκτώ δεκαετίες ζωής, έχοντας βιώσει όλα τα τραγικά γεγονότα που σημάδευσαν την πατρίδα μας όλα αυτά τα χρόνια.
Μα
αυτή την χρονιά δεν πρόκειται να την ξεχάσει ποτέ. Δεν είναι που τώρα
στα γεράματα δεν έχει ψωμί να βάλει στο στόμα της , δεν είναι που δεν
έχει ηλεκτρικό ρεύμα στο σπίτι της, δεν είναι που κρυώνει τα βράδια,
αλλά είναι μεγάλη η στενοχώρια της γιατί σήμερα δανείστηκε να
κρασοπότηρο λάδι από την γειτόνισσα για να ανάψει το καντήλι της και
αύριο δεν ξέρει αν θα καταφέρει να το ξανανάψει.
Μεγάλος
καημός. Χρόνια τώρα το καντήλι στα εικονίσματα έκαιγε συνέχεια και τώρα
κινδυνεύει να σβήσει. Με κόπο προσπαθεί να συγκρατήσει τα δάκρυά της
μπροστά στην εικόνα του Χριστού.
«Χριστέ
μου, σήμερα την τελευταία μέρα του χρόνου θέλω να σου ανοίξω την καρδιά
μου και να σου μιλήσω. Επειδή αύριο δεν ξέρω αν θα μπορέσω να σου ανάψω
το καντηλάκι, σε παρακαλώ να με ακούσεις. Δεν θα σου ζητήσω κάτι για
μένα. Αλλά για όλους εκείνους που σε λίγο θα ξεχάσουμε, μπροστά στα
γεγονότα της ζωής μας και της καθημερινότητάς μας. Θέλω να έχεις κοντά
σου την ψυχούλα του μικρού Γιωργάκη, που έσβησε στις 21 Δεκεμβρίου, από
μια σπάνια αρρώστια στο Παίδων και όλα τα παιδάκια που αυτόν τον χρόνο
τρέξανε στον ουρανό. Ακόμα και αυτά που εμείς οι μεγάλοι δεν αφήσαμε να
γεννηθούν.
Θέλω
να υποδεχθείς με ζεστή αγκαλιά τη δασκάλα που έπεσε από τη στέγη του
σχολείου, θέλοντας να δώσει χαρά και αγάπη στους μαθητές της.
Θέλω να αγκαλιάσεις σφιχτά τα τρία αγγελούδια που κάηκαν από την ξυλόσομπα του σπιτιού τους.
Θέλω
να αναπαύσεις όλες τις αθώες ψυχές που πνίγηκαν στα νερά του Αιγαίου,
στην προσπάθεια τους να φτάσουν στην πατρίδα μας για ένα καλύτερο
αύριο.
Θέλω
να αγκαλιάσεις όλους εκείνους που άφησαν την τελευταία τους πνοή στην
κρύα άσφαλτο, στους διαδρόμους των νοσοκομείων, στη γαλήνη των σπιτιών
τους, στα γηροκομεία, όπου και αν συνέβη.
Και τέλος θέλω κάτι δύσκολο.
Μην το πάρεις για ασέβεια σε παρακαλώ.
Παρηγόρα και κατανόησε και όλους εκείνους που από απελπισία και πόνο τερμάτισαν μόνοι τη ζωή τους.
Τους αφήνω στην αγάπη σου.
Και
κάτι τελευταίο. Κάνε καλά την δεκαπεντάχρονη Μυρτώ, που αγωνίζεται για
να κρατηθεί στη ζωή στην εντατική του νοσοκομείου, γνωρίζωντας το σκληρό
πρόσωπο της ανθρώπινης βίας το καλοκαίρι.
Δώσε
δύναμη και παρηγοριά σε όλες τις μάνες που φέτος μαυροφόρεσαν, σε όλους
τους αστέγους, που περιφέρονται στη βροχή, σε όλους τους άνεργους που
απελπίζονται, στους ταπεινούς κληρικούς που σηκώνουν τα μανίκια για να
μαγειρεύσουν για τους απόρους, σε όλους τους εθελοντές που αγωνίζονται
για τους άλλους.
Δώσε
Χριστέ μου κουράγιο στους νοσηλευτές και τους ιατρούς, που με ανθρωπιά
αγωνίζονται για να νικήσουν τον ανθρώπινο πόνο, στον Παπά που ματώνει τα
γόνατα στην προσευχή για την σωτηρία του κόσμου, στον δάσκαλο που δεν
υπολογίζει κόπο και χρόνο για να μορφώσει τα ελληνόπουλα.
Παρηγόρα όλους όσους γνώρισαν φέτος το σκληρό πρόσωπο του ρατσισμού, του θρησκευτικού φανατισμού, της βίας και της απελπισίας.
Τους
χριστιανούς, που δοκιμάζονται στη Συρία, στους αλλόθρησκους, που έχασαν
το δρόμο και στους φανατικούς, που σκέπασαν τα μάτια και τα αυτιά τους
μόνο με τα δικά τους "πιστεύω" ως αληθινά.
Στον απλό και καθημερινό άνθρωπο, που αγωνίζεται για τον πεινασμένο, για τον αδικημένο, για τον μετανάστη, για τον συνάνθρωπο.
Αυτή είναι η προσευχή μου, Θεέ μου.
Η τελευταία προσευχή του χρόνου.
Δεν ξέρω αν αύριο θα μπορέσω να σου ανάψω πάλι το καντήλι.
Μα, αυτή την προσευχή μου θα την ακούσεις σε παρακαλώ.
Μπροστά στην εικόνα σου που καίει το καντήλι μου, με λάδι δανεικό..».
από:
Συνοδοιπορία.