Της Θεολόγου - Ὑπ. Μεταπτυχιακοῦ Διπλώματος Θεολογίας, Ἰωάννα Κ. Λυμπεροπούλου.
Ὅσιος Νικηφόρος ὁ Λεπρός ἐκ Σηρικαρίου Κισάμου
Τό κατά κόσμον ὄνομά του ἦταν Νικόλαος Τζανακάκης. Οἱ γονεῖς του ἦταν ἄνθρωποι ἁπλοί καί εὐλαβεῖς χωρικοί, ἀλλά πέθαναν ὅταν ἦταν ἀκόμα μικρός στήν ἡλικία. Τήν ἀνατροφή του ἀνέλαβε πλέον ὁ παππούς του.
Στήν ἡλικία τῶν 13 ἐτῶν ὁ παππούς του τόν ἔστειλε σέ κουρεῖο στά Χανιά γιά νά μάθει τήν τέχνη καί νά ἐργαστεῖ ἐκεῖ. Τότε ἐμφανίστηκαν στόν Ἅγιο τά πρῶτα σημάδια τῆς νόσου τοῦ Χάνσεν, τά ὁποία ἔγιναν ἐντονότερα ὅταν ἔγινε 16 ἐτῶν. Τήν ἐποχή ἐκείνη τούς χανσενικούς, δηλαδή τούς λεπρούς, τούς ἀπομόνωναν στό νησί Σπιναλόνγκα, γιατί ἡ λέπρα ἦταν μία μεταδοτική ἀσθένεια πού δύσκολα ἀντιμετωπιζόταν, ἐνῶ μόνο τό ἄκουσμά της προξενοῦσε φόβο καί ἀποτροπιασμό. Γιά νά ἀποφύγει ὁ νεαρός Νικόλαος τόν ἐγκλεισμό του στή Σπιναλόγκα, ἔφυγε μέ καράβι γιά τήν Αἴγυπτο.
Ἔφτασε στήν Ἀλεξάνδρεια, ὅπου ξεκίνησε νά ἐργάζεται πάλι σέ κουρεῖο. Ἐκεῖ γρήγορα ἔγινε ἀγαπητός σέ ὅσους τόν γνώριζαν ἐνῶ ἀπέκτησε ἐπικοινωνία μέ κληρικούς τῆς Ἀλεξάνδρειας, οἱ ὁποῖοι τόν στήριζαν καί τόν βοηθοῦσαν νά προσαρμοστεῖ στό νέο του περιβάλλον. Ὅμως, λίγα χρόνια ἀργότερα τά σημάδια τῆς λέπρας ἔγιναν πολύ πιό ἔντονα καί ἐμφανή, κυρίως στά χέρια καί τό πρόσωπο. Τότε ὁ Νικόλαος ἐμπιστεύτηκε τό πρόβλημά του σέ κληρικό τοῦ Πατριαρχείου, ὁ ὁποῖος καταγόταν ἀπό τή Χίο. Ἐκεῖνος τόν περιέβαλε μέ ἀγάπη καί ἀπευθύνθηκε στόν π. Ἄνθιμο Βαγιάνο, μετέπειτα Ἅγιο Ἄνθιμο τῆς Χίου, πού ἦταν ἱερέας στό λεπροκομεῖο τῆς Χίου προκειμένου νά μεταβεῖ ἐκεῖ ὁ Νικόλαος.
Πράγματι,
τό 1914 ὁ Νικόλαος σέ ἡλικία 24 ἐτῶν φτάνει στή Χίο καί ἐγκαθίσταται
στό λεπροκομεῖο. Ἐκεῖ ἔδινε καθημερινή μάχη μέ τήν ἀσθένεια πού
προχωροῦσε καί ἐξελισσόταν καί ἐπέφερε πολλές ἀλλοιώσεις στό σῶμα.
Κατάλληλα φάρμακα γιά τήν ἀντιμετώπισή της δέν ὑπῆρχαν, ἀφοῦ τό φάρμακο
βρέθηκε ἀργότερα, τό 1947.
Παράλληλα, ὁ Νικόλαος ἀσκοῦταν στήν πνευματική ζωή μέ πνευματικό ὁδηγό τόν π. Ἄνθιμο. Μετά ἀπό δύο χρόνια κι ἀφοῦ ὁ γέροντάς του τόν ἔκρινε ἕτοιμο γιά τό ἀγγελικό σχῆμα, ἔγινε ἡ μοναχική κουρά του καί ἔλαβε τό ὄνομα Νικηφόρος.
Ὁ π. Νικηφόρος ἐργαζόταν στούς κήπους καί ἦταν ὁ κύριος ψάλτης στόν Ἅγιο Λάζαρο, τό ἐκκλησάκι τοῦ Λωβοκομείου ὅπου φυλασσόταν καί ἡ θαυματουργή εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Ὑπακοῆς. Ζοῦσε μέ αὐστηρή νηστεία καί προσευχόταν τή νύχτα πολλές ὧρες κάνοντας πάρα πολλές μετάνοιες. Εἶχε ἀγάπη στήν καρδιά του, δέν εἶχε λογοφέρει μέ κανέναν οὔτε εἶχε κακοκαρδίσει κανέναν. Τηροῦσε τό τυπικό καί ἔκανε τίς ἀκολουθίες στόν Ἅγιο Λάζαρο, ἐνῶ πολλές φορές μαζί μέ ἄλλους ἀσθενεῖς ἔλεγαν τό ἀπόδειπνο καί τούς χαιρετισμούς τῆς Παναγίας. Εἶχε γνήσια ὑπακοή στόν γέροντά του Ἅγιο Ἄνθιμο, θαύματα τοῦ ὁποίου κατέγραφε, ὅσα εἶδε μέ τά μάτια του. Τά περισσότερα ἀπό αὐτά ἀφοροῦσαν θεραπεῖες δαιμονιζομένων.
Ἡ
ἀσθένεια τοῦ π. Νικηφόρου προχωροῦσε καί σιγά-σιγά ἔχανε τό φῶς του.
Ἔφτασε στό σημεῖο νά ψέλνει τροπάρια καί νά ἀπαγγέλει τούς Ἀποστόλους
ἀπό στήθους. Τό 1957 ἔκλεισε τό Λωβοκομεῖο τῆς Χίου καί τούς
ἐναπομείναντες ἀσθενεῖς μαζί μέ τόν π. Νικηφόρο τους ἔστειλαν στόν
Ἀντιλεπρικό Σταθμό Ἁγίας Βαρβάρας Ἀθηνῶν, στό Αἰγάλεω.
Τήν ἐποχή αὐτή, στόν Ἀντιλεπρικό Σταθμό στό Αἰγάλεω ζοῦσε καί ὁ π. Εὐμένιος, τόν ὁποῖο εἶχα τήν εὐλογία νά γνωρίσω καί νά συναντήσω ἐπανειλημμένως. Εἶχε προσβληθεῖ κι αὐτός ἀπό τή νόσο τοῦ Χάνσεν ἀλλά θεραπεύτηκε καί παρέμεινε στό νοσοκομεῖο «Λοιμωδῶν», στόν Ἀντιλεπρικό Σταθμό, διακονώντας μέ πολλή ἀγάπη τούς συνασθενεῖς του. Ὁ π. Εὐμένιος ἀνέλαβε καί τήν φροντίδα τοῦ Ὁσίου Νικηφόρου πού τότε ἦταν 67 ἐτῶν, σχεδόν παράλυτος ἀπό τήν ἀσθένεια καί τυφλός. Στό πρόσωπο τοῦ Ἁγίου βρῆκε τόν θεοφόρο γέροντα στόν ὁποῖο ἔκανε τέλεια ὑπακοή.
Σέ ἀντίθεση μέ ἄλλους ἀσθενεῖς ὁ ὅσιος Νικηφόρος δέν εἶχε καθόλου ἀπαιτήσεις. Ἦταν πολύ πρᾶος καί ταπεινός. Καλλιεργοῦσε τήν ἀδιάλειπτη νοερά προσευχή. Ὁ Ἅγιος Ἄνθιμος ἀναφερόμενος γιά τόν π. Νικηφόρο, σέ ἐπιστολή πρός τόν π. Εὐμένιο, γράφει: «Σοῦ στέλνω ἕναν θησαυρό, νά σοῦ διδάξει τή νοερά προσευχή».
Ὡς ἀνταμοιβή τῆς ὑπομονῆς καί τῆς ἄσκησής του ὁ Κύριος τοῦ εἶχε δώσει
πολλά χαρίσματα. Ὑπῆρξε μεγάλο πνευματικό ἀνάστημα. Πλῆθος κόσμου
συνέρεε στό κελάκι τοῦ π. Νικηφόρου στό νοσοκομεῖο «Λοιμωδῶν» γιά νά
πάρει τήν εὐχή του καί νά ζητήσει τήν προσευχή του. Ὁ ἴδιος εἶχε
καταστεῖ δοχεῖο τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού τήν μετέδιδε σέ
ὅποιον τόν ἐπισκεπτόταν. Εἶχε τό χάρισμα τῆς παρηγορίας τῶν θλιβομένων,
παρόλο πού ὁ ἴδιος ἦταν κατάκοιτος μέ πληγές καί πόνους. Μολονότι σήκωνε
τό σταυρό τῆς δύσκολης ἀσθένειάς του, δέν γόγγυζε ἀλλά ἔδειχνε μεγάλη
καρτερία καί δοξολογοῦσε τόν Θεό. Εἶχε ἔντονο πνευματικό ἀγώνα καί πάλη
μέ τούς δαίμονες, ἀλλά ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ δέν τόν ἐγκατέλειψε. Ἔβλεπε μέ τά
μάτια τῆς ψυχῆς τό φῶς τῆς Θείας Χάριτος. Τό πρόσωπό του ἔλαμπε καί
μετέδιδε χαρά σέ ὅσους τόν ἔβλεπαν.
Ὁ Κύριος τόν κάλεσε κοντά Του στίς 4 Ἰανουαρίου τοῦ 1964. Μετά τήν ἐκταφή τά ἅγια λείψανά του εὐωδίαζαν. Ἔκτοτε τά διαφύλατε μέ εὐλάβεια ὁ π. Εὐμένιος δίπλα ἀπό τό κελλί του, κατ’ ἐντολή τοῦ ὁσίου Νικηφόρου.
Ὁ π. Εὐμένιος πολλές φορές ἀναφερόταν στόν γέροντά του μέ πολύ σεβασμό. Χαρακτηριστικά εἶχε ἀναφέρει ὅτι κάποιο βράδυ πού πῆγε νά τόν δεῖ στό κελλί του, τόν βρῆκε προσευχόμενο μέ τό πρόσωπό του λουσμένο στό φῶς νά κατηγορεῖ τόν ἑαυτό του. Τότε τοῦ εἶχε πεῖ: «Στήν προσευχή σου νά κατηγορεῖς τόν ἑαυτό σου, παιδί μου». Τόσο ὁ π. Εὐμένιος ὅσο καί ἄλλοι πιστοί ἀνέφεραν πολλές περιπτώσεις ὅπου ἔγιναν θαύματα μέ τήν ἐπίκληση τῶν πρεσβειῶν τοῦ Ὁσίου Νικηφόρου πρός τό Θεό. Ἄς ἔχουμε τίς πρεσβεῖες του.
Παράλληλα, ὁ Νικόλαος ἀσκοῦταν στήν πνευματική ζωή μέ πνευματικό ὁδηγό τόν π. Ἄνθιμο. Μετά ἀπό δύο χρόνια κι ἀφοῦ ὁ γέροντάς του τόν ἔκρινε ἕτοιμο γιά τό ἀγγελικό σχῆμα, ἔγινε ἡ μοναχική κουρά του καί ἔλαβε τό ὄνομα Νικηφόρος.
Ὁ π. Νικηφόρος ἐργαζόταν στούς κήπους καί ἦταν ὁ κύριος ψάλτης στόν Ἅγιο Λάζαρο, τό ἐκκλησάκι τοῦ Λωβοκομείου ὅπου φυλασσόταν καί ἡ θαυματουργή εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Ὑπακοῆς. Ζοῦσε μέ αὐστηρή νηστεία καί προσευχόταν τή νύχτα πολλές ὧρες κάνοντας πάρα πολλές μετάνοιες. Εἶχε ἀγάπη στήν καρδιά του, δέν εἶχε λογοφέρει μέ κανέναν οὔτε εἶχε κακοκαρδίσει κανέναν. Τηροῦσε τό τυπικό καί ἔκανε τίς ἀκολουθίες στόν Ἅγιο Λάζαρο, ἐνῶ πολλές φορές μαζί μέ ἄλλους ἀσθενεῖς ἔλεγαν τό ἀπόδειπνο καί τούς χαιρετισμούς τῆς Παναγίας. Εἶχε γνήσια ὑπακοή στόν γέροντά του Ἅγιο Ἄνθιμο, θαύματα τοῦ ὁποίου κατέγραφε, ὅσα εἶδε μέ τά μάτια του. Τά περισσότερα ἀπό αὐτά ἀφοροῦσαν θεραπεῖες δαιμονιζομένων.
Τήν ἐποχή αὐτή, στόν Ἀντιλεπρικό Σταθμό στό Αἰγάλεω ζοῦσε καί ὁ π. Εὐμένιος, τόν ὁποῖο εἶχα τήν εὐλογία νά γνωρίσω καί νά συναντήσω ἐπανειλημμένως. Εἶχε προσβληθεῖ κι αὐτός ἀπό τή νόσο τοῦ Χάνσεν ἀλλά θεραπεύτηκε καί παρέμεινε στό νοσοκομεῖο «Λοιμωδῶν», στόν Ἀντιλεπρικό Σταθμό, διακονώντας μέ πολλή ἀγάπη τούς συνασθενεῖς του. Ὁ π. Εὐμένιος ἀνέλαβε καί τήν φροντίδα τοῦ Ὁσίου Νικηφόρου πού τότε ἦταν 67 ἐτῶν, σχεδόν παράλυτος ἀπό τήν ἀσθένεια καί τυφλός. Στό πρόσωπο τοῦ Ἁγίου βρῆκε τόν θεοφόρο γέροντα στόν ὁποῖο ἔκανε τέλεια ὑπακοή.
Σέ ἀντίθεση μέ ἄλλους ἀσθενεῖς ὁ ὅσιος Νικηφόρος δέν εἶχε καθόλου ἀπαιτήσεις. Ἦταν πολύ πρᾶος καί ταπεινός. Καλλιεργοῦσε τήν ἀδιάλειπτη νοερά προσευχή. Ὁ Ἅγιος Ἄνθιμος ἀναφερόμενος γιά τόν π. Νικηφόρο, σέ ἐπιστολή πρός τόν π. Εὐμένιο, γράφει: «Σοῦ στέλνω ἕναν θησαυρό, νά σοῦ διδάξει τή νοερά προσευχή».
Ὁ Κύριος τόν κάλεσε κοντά Του στίς 4 Ἰανουαρίου τοῦ 1964. Μετά τήν ἐκταφή τά ἅγια λείψανά του εὐωδίαζαν. Ἔκτοτε τά διαφύλατε μέ εὐλάβεια ὁ π. Εὐμένιος δίπλα ἀπό τό κελλί του, κατ’ ἐντολή τοῦ ὁσίου Νικηφόρου.
Ὁ π. Εὐμένιος πολλές φορές ἀναφερόταν στόν γέροντά του μέ πολύ σεβασμό. Χαρακτηριστικά εἶχε ἀναφέρει ὅτι κάποιο βράδυ πού πῆγε νά τόν δεῖ στό κελλί του, τόν βρῆκε προσευχόμενο μέ τό πρόσωπό του λουσμένο στό φῶς νά κατηγορεῖ τόν ἑαυτό του. Τότε τοῦ εἶχε πεῖ: «Στήν προσευχή σου νά κατηγορεῖς τόν ἑαυτό σου, παιδί μου». Τόσο ὁ π. Εὐμένιος ὅσο καί ἄλλοι πιστοί ἀνέφεραν πολλές περιπτώσεις ὅπου ἔγιναν θαύματα μέ τήν ἐπίκληση τῶν πρεσβειῶν τοῦ Ὁσίου Νικηφόρου πρός τό Θεό. Ἄς ἔχουμε τίς πρεσβεῖες του.
Ἀπολυτίκιον Ἁγίου Νικηφόρου τοῦ λεπροῦ (Ἦχος α´)
Νικηφόρου Ὁσίου, τοῦ λεπροῦ τὰ παλαίσματα,* καὶ τὴν ἐν ἀσκήσει ἀνδρείαν, κατεπλάγησαν Ἄγγελοι* ὡς ἄλλος γὰρ Ἰώβ τὰ ἀλγεινά, * ὑπέμεινε δοξάζων τὸν Θεόν,* νῦν δὲ δόξῃ ἐστεφάνωται παρ’ Αὐτοῦ,* θαυμάτων διακρίσεσιν.* Χαίροις τῶν Μοναστῶν χειραγωγέ,* χαίροις φωτὸς ὁ μέτοχος* Χαίροις ὁ εὐωδίας χαρμονὴν, προχέων ἐκ λειψάνων σου.
(Ποίημα Καθηγουμένης Ἰσιδώρας Μοναχῆς Ἁγιεροθεϊτίσσης) Ὁ ἡγιασμένος ἱερέας Νικόλαος Α. Πέττας ἐκ Πατρών
Νικηφόρου Ὁσίου, τοῦ λεπροῦ τὰ παλαίσματα,* καὶ τὴν ἐν ἀσκήσει ἀνδρείαν, κατεπλάγησαν Ἄγγελοι* ὡς ἄλλος γὰρ Ἰώβ τὰ ἀλγεινά, * ὑπέμεινε δοξάζων τὸν Θεόν,* νῦν δὲ δόξῃ ἐστεφάνωται παρ’ Αὐτοῦ,* θαυμάτων διακρίσεσιν.* Χαίροις τῶν Μοναστῶν χειραγωγέ,* χαίροις φωτὸς ὁ μέτοχος* Χαίροις ὁ εὐωδίας χαρμονὴν, προχέων ἐκ λειψάνων σου.
(Ποίημα Καθηγουμένης Ἰσιδώρας Μοναχῆς Ἁγιεροθεϊτίσσης) Ὁ ἡγιασμένος ἱερέας Νικόλαος Α. Πέττας ἐκ Πατρών
Πρόκειται
γιά ἕναν σύγχρονό μας ταπεινό καί ἄξιο ἱερέα, πνευματικό, οἰκογενειάρχη
καί καθηγητή τεχνικῆς ἐκπαίδευσης, ὁ ὁποῖος εἶχε ἀφήσει τόν ἑαυτό του
στά χέρια τοῦ Χριστοῦ γιά νά τόν χρησιμοποιεῖ ὡς μέσον γιά τή σωτηρία
τῶν ἀνθρώπων. Κι Ἐκεῖνος τόν εἶχε καταστήσει δοχεῖο τῆς Χάρης Του,
χορηγώντας του χαρίσματα-δωρεές τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Διότι ὡς γνωστόν «ὁ
Θεός ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δέ δίδωσι χάριν». Ἡ οἰκογένειά
μου συνδεόταν τόσο μέ τόν ἴδιο, ὅσο καί τήν πρεσβυτέρα τοῦ Ἀνθή.
Ὁ
π. Νικόλαος Α. Πέττας γεννήθηκε τό 1941 στήν Πάτρα. Ἦταν ἑπτανησιακῆς
καταγωγῆς, γόνος ἐπιφανῶν οἰκογενειῶν. Οἱ γονεῖς του ἦρθαν στήν Πάτρα
μετά τούς μεγάλους σεισμούς στά Ἑπτάνησα τό 1928. Ὁ πατέρας του
ὀνομαζόταν Ἀνδρέας -τοῦ Νικολάου- Πέτρακας ἤ Πέττας ἀπό τήν πόλη τῆς
Ζακύνθου καί ἦταν γνωστός βιομήχανος σαπωνοποιΐας στήν Πάτρα. Μητέρα του
ἦταν ἡ Σοφία Παναγῆ Τζάκη ἀπό τά Φραγκάτα τῆς Κεφαλλονιᾶς. Ἦταν τό
τελευταῖο ἀπό τά πέντε παιδιά τῆς οἰκογένειας. Ἡ εὐλαβής μητέρα του
ἔφυγε σέ νεαρή ἡλικία. Ἀπό μικρό τόν νουθετοῦσε ἐν Κυρίῳ, ἐνῶ τοῦ ἔλεγε
προφητικά: «Νικολάκη μου θέλω νά γευθῶ μία μπουκιά ἀπό τό ἁγιασμένο
ρασάκι σου!», γιατί τῆς εἶχε κάνει ἐντύπωση τό γεγονός ὅτι σάν βρέφος
δέν θήλαζε τό γάλα Τετάρτη καί Παρασκευή.
Τόν π. Νικόλαο τόν βάπτισαν τρεῖς ἀφιερωμένες κοπέλες, δίνοντάς του δύο ὀνόματα, Νικόλαο-Ἐμμανουήλ. Ἀπό μικρή ἡλικία ἀσχολεῖτο μέ τήν οἰκογενειακή ἐπιχείρηση ἐνῶ παράλληλα οἱ γονεῖς του φρόντιζαν νά λαμβάνει μόρφωση σέ ἰδιωτικά ἐκπαιδευτήρια. Ὑπάρχουν περιστατικά πού μαρτυροῦν ὅτι ἀπό μικρός εἶχε βιώσει ζωντανά τήν θεία προστασία. Ἕνα ἐνδεικτικό εἶναι τοῦτο: μία μέρα πού ἡ ἀδελφή του Ἑλένη τόν εἶχε πάει στόν ἐνοριακό τους ναό τοῦ Ἁγ. Γερασίμου στήν Παραλία Πατρῶν, στό δρόμο καθώς ἐπέστρεφαν ἐμφανίστηκε ξαφνικά μπροστά τους μία ψηλή μαυροφόρα ἐπιβλητική γυναίκα καί εἶπε αὐστηρά στήν ἀδερφή του: «Πάρε τό παιδί καί κρύψου στίς καλαμιές γιατί σέ λίγο θά περάσει στρατιωτικό τάνκ καί θά σᾶς πατήσει!». Πράγματι, ἀπό τόν στενό αὐτό δρόμο πέρασε ἕνα γερμανικό τάνκ καί σώθηκαν χάρη στήν ἐπέμβαση τῆς Παναγίας μας.
Καθώς μεγάλωνε ὁ Νικόλαος-Ἐμμανουήλ εἶχε ἐξομολόγο καί πνευματικό καθοδηγητή τόν γνωστό ὁσιωθέντα ἀρχιμ. Γερβάσιο Παρασκευόπουλο στήν Πάτρα. Στά δύσκολα χρόνια τῆς κατοχῆς, ἐπειδή ἡ οἰκογένειά του ἦταν εὔπορη καί εἶχε τήν οἰκονομική δυνατότητα καί ἐπειδή ἡ μητέρα τοῦ ἦταν ἐλεήμων, συγκέντρωναν στό σπίτι τους πτωχούς καί τούς οἰκονομοῦσαν. Τήν ἴδια δύσκολη περίοδο, συγκεντρώνονταν στό σπίτι οἱ οἰκεῖοι του Νικολάου μέ πρόσωπα ἀπό τόν κύκλο τοῦ π. Γερβασίου καί ἔκαναν ἐποικοδομητικές πνευματικές συζητήσεις.
Συνήθως ὁ Νικόλαος συναναστρεφόταν μέ μεγαλύτερους ἀπό τήν ἡλικία του ἀνθρώπους, σοφούς, ἀλλά εἶχε καί μεγάλη εὐαισθησία στά παιδιά. Ἰδιαίτερη φροντίδα εἶχε σέ αὐτά τοῦ Ὀρφανοτροφείου τοῦ Σκιαγιοπούλειου πού βρισκόταν στή γειτονιά του. Χαρακτηριστικά, στίς μέρες τῶν ἑορτῶν ἔπαιρναν μέ τούς δικούς του ὀρφανά παιδιά ἀπό τό ἵδρυμα στό σπίτι τους. Παράλληλα, ἀσχολήθηκε μέ τήν κατήχηση παιδιῶν, ἐνῶ πολλά ἀπό τά παιδιά πού κατηχοῦσε ἔγιναν ρασοφόροι.
Ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα, ὑπηρέτησε τή στρατιωτική του θητεία καί ἔγινε Λοχίας στή Μοίρα πυραύλων στό Λαγκαδᾶ Θεσσαλονίκης. Τήν πίστη του καί ὅ,τι εἶχε βιώσει ἀπό μικρός τά μετέδιδε στούς στρατιῶτες. Πολλούς τούς ὁδήγησε σέ γέροντες καί πνευματικούς. Στό στρατόπεδο τελοῦσαν καθημερινά ὅλες τίς ἀκολουθίες μέσα ἀπό τό Ὡρολόγιο. Τήν περίοδο πού ὑπηρετοῦσε στή Θεσσαλονίκη, γνώρισε στό νοσοκομεῖο ΑΧΕΠΑ τόν γνωστό μας γέροντα Παΐσιο τόν Ἁγιορείτη. Στίς ἐπισκέψεις πού ἔκανε στό νοσοκομεῖο προκειμένου νά δεῖ τόν γνωστό Μοναχό Παΐσιο, ἔπαιρνε μαζί του καί φαντάρους. Ἀρκετοί ἀπό αὐτούς ὁμολογοῦν ὅτι γνώρισαν τόν Χριστό καί τήν μυστηριακή ζωή ἀπό τό νεαρό λοχία τούς Νικόλαο, ἐνῶ κάποιοι ἔγιναν ρασοφόροι.
Ἀξιοθαύμαστη εἶναι ἡ πλούσια καί πολύπλευρη μόρφωση πού εἶχε ὁ π. Νικόλαος. Συνδύαζε κάτι πολύ σπάνιο, τίς θετικές καί τίς θεωρητικές ἐπιστῆμες. Συγκεκριμένα εἶχε τά ἑξῆς πτυχία: Μηχανολόγου, Ραδιοτεχνίτου, Ἑργοδηγοῦ Μηχανουργικῶν Ἐγκαταστάσεων, Θεολόγου, Τεχνολόγων Μηχανικῶν, Ἐκπαιδευτικοῦ Λειτουργοῦ Παιδαγωγικῆς Ἐπιμόρφωσης. Ἦταν ἄνθρωπος μέ πολλά ἐνδιαφέροντα, φιλόμουσος, ἀγαποῦσε τό διάβασμα καί μελετοῦσε ἐγχειρίδια πολλῶν ἐπιστημῶν.
Πρωτοδιορίστηκε ὡς καθηγητής Μηχανολογίας στίς τεχνικές σχολές τῆς Ναυπάκτου. Ἀργότερα πῆρε μετάθεση καί δίδασκε σέ τεχνικά σχολεῖα στήν Πάτρα. Ὡς ἐκπαιδευτικός φερόταν στά παιδιά μέ ἀγάπη καί ἐπιείκεια. Γνώριζε καλά τά παιδαγωγικά καί τήν ψυχολογία τῶν παιδιῶν, ἐνῶ οἱ ἐνέργειές του δήλωναν ὅτι ἦταν λεπτός ἄνθρωπος. «Ἡ ὅλη παρουσία του στό σχολεῖο ἦταν μετρημένη καί μέ ἱεροπρέπεια. Σοῦ ἐνέπνεε σεβασμό σέ τέτοιο βαθμό πού καί ὡς συνάδελφο λαϊκό ἀκόμα, τόν φανταζόμασταν μέ ράσο» γράφει ὁ ἐπί σειρά ἐτῶν συνάδελφός του, κ. Χαράλαμπος Λ. Κοντοχρήστου καί συνεχίζει: «Γιά ἐμᾶς τούς καθηγητές ἦταν ἕνας ἰδιαίτερος καί σπάνιος ἄνθρωπος, ὑπόδειγμα κληρικοῦ καί καθηγητή μέ τήν συνέπειά του καί τήν πνευματικότητά του. Ἀρχικά προξενοῦσε ἐντύπωση στούς μαθητές τό γεγονός ὅτι ἕνας ρασοφόρος ἦταν παράλληλα καί καθηγητής τους στή Μηχανολογία καί ἔμπαινε μέ τά ράσα στό ἐργαστήριο νά τούς διδάξει στήν πράξη. Ἡ σκέψη αὐτή τούς ἔκανε στήν ἀρχή νά τόν χλευάζουν, ἐνῶ ἐκεῖνος ἔκανε ὅτι δέν καταλάβαινε. Μετά τίς πρῶτες μέρες ἀναπτυσσόταν ἕνα παράξενο πνευματικό δέσιμο μεταξύ τους καί γινόταν γιά ἐκείνους ὁ πατέρας τους, ὁ δάσκαλός τους, ἡ παρηγοριά τους. Ὅταν ὁρισμένοι συνάδελφοι ταλαιπωροῦσαν τά παιδιά, μεσολαβοῦσε ὁ π. Νικόλαος καί τά βοηθοῦσε νά πάρουν τό πτυχίο τους. Βοηθοῦσε τά παιδιά χωρίς διακρίσεις. Ἀκόμα καί ἄνθρωποι πού τοῦ δήλωναν ὅτι δέν τόν συμπαθοῦσαν ἐπειδή φοροῦσε τό ράσο, συχνά τόν πλησίαζαν καί ζητοῦσαν τή συμβουλή του γιά διάφορα θέματά τους. Γιατί ὁ π. Νικόλαος δέν τούς περιφρονοῦσε καί δέν τούς ἀπέφευγε, ἀλλά τούς τραβοῦσε κοντά του γιατί δέν φοβόταν. Μέ τήν σεμνότητά του πού συνδυαζόταν μέ γενναιότητα, κέρδιζε τήν ἐκτίμηση καί τόν θαυμασμό ἀνθρώπων πού δέν περίμενε κανείς νά σεβαστοῦν ποτέ ἕνα ρασοφόρο. Ἐμεῖς πολλές φορές κάναμε κάποια πράγματα διοικητικά ἤ προσωπικά κρυφά ἀπό ἐκεῖνον. Ὅμως ὁ π. Νικόλαος μ’ ἕνα ἄλλο τρόπο, πιό βαθύ, πιό οὐσιαστικό, τά γνώριζε ὅλα! Μέσα στήν ἀπέραντη ἠρεμία πού τόν χαρακτήριζε, ἀντιλαμβανόταν κάθε κίνηση καί, μέ μίαν ἐξαιρετική θεόσδοτη χάρη, καταλάβαινε ὄχι μόνο ὅσα τοῦ λέγαμε μά καί ὅσα σκεφτόμασταν».
Στίς 7-5-1970 νυμφεύθηκε τήν πιστή καί ἄξια σύζυγό του Ἀνθῆ Χ. Κατριμπούζα ἀπό τό Φράγκα τῆς Ἀχαΐας. Ἦταν πολύ ἀγαπημένο ζευγάρι καί ἀπέκτησαν κατόπιν πολλῆς προσευχῆς δώδεκα παιδιά, ἕξι ἀγόρια καί ἕξι κορίτσια.
Ὡς οἰκογενειάρχης καί καθηγητής ὁ Νικόλαος συνέχιζε τήν αὐστηρή πνευματική ζωή. Στό σχολεῖο, σύμφωνα μέ μαρτυρίες, ἦταν ἄξιος συνεχιστής τῆς ἀγωγῆς τῶν γονιῶν στά παιδιά. Τόν ἐνδιέφερε οἱ σπουδαστές νά λάβουν γνώσεις ἐπιστημονικές, ἀλλά καί πνευματικές καί ἠθικές ὥστε νά εἶναι χρήσιμοι στήν κοινωνία καί νά κάνουν σωστές οἰκογένειες.
Κάποια στιγμή, ἀνάμεσα στή γέννα τῶν δύο παιδιῶν τους, τοῦ Παναγιώτη καί τῆς Μαρίας, ἔνιωσε νά φουντώνει περισσότερο ἀπό ποτέ, μέσα του ἡ φλόγα πού τον πρόσταζε νά ἱερωθεῖ. Αὐτό τό ἐμπιστεύτηκε στόν πνευματικό του ὥστε νά δοῦν ποῦ θά ὁδηγήσει. Ἐπί τρία χρόνια δεχόταν οὐράνιο κάλεσμα νά γίνει λειτουργός του Ὑψίστου καί τελικά ὁ πνευματικός του π. Γεώργιος Παπασταύρου καί ἄλλοι ἁγιορεῖτες πατέρες, ὅπως ὁ π. Ἐφραίμ ὁ Κατουνακιώτης, ὁ γέροντας Παΐσιος, ὁ π. Ἐφραίμ τῆς Φιλοθέου καί οἱ Διονυσιάτες Γαβριήλ, Θεόκλητος καί Χαράλαμπος, τόν ἔπεισαν νά δεχθεῖ τήν θεία κλήση.
Ἀποκαλυπτικά γιά τό πρόσωπο τοῦ π. Νικολάου εἶναι τά λόγια τοῦ μακαριστοῦ Ἐπισκόπου Πατρῶν κυροῦ Νικοδήμου Βαληνδρά, ὁ ὁποῖος στίς 8 Ἀπριλίου τοῦ 1979 τόν χειροτόνησε Διάκονο καί στίς 15 Ἀπριλίου τοῦ ἴδιου ἔτους τόν χειροτόνησε Πρεσβύτερο, δίνοντάς του τό ὄνομα Νικόλαος. Εἶχε πεῖ: «Πολλές χειροτονίες ἔχω τελέσει, ἀλλά αὐτό πού ἔνιωσα στήν χειροτονία αὐτή εἶναι κάτι τό μοναδικό». Ἀνέφερε ὁ ἀρχιερέας ὅτι καί στίς δύο χειροτονίες ἔνιωσε ὅτι ζοῦσε μία Πεντηκοστή καί ὅτι κατάλαβε πώς ὁ π. Νικόλαος εἶναι πράγματι ἐλεημένος ἀπό τόν Θεό. Ὁ τότε Ἐπίσκοπος ἔκλεισε τό λόγο του λέγοντας: «π. Νικόλαε, νιώθω ὅτι ἐλεήθηκα ἀπό τή Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀφότου ἔβαλα τάς χείρας μου στήν κεφαλή σου γιά νά σοῦ μεταδώσω τή χάρη τῆς ἱερωσύνης. Νά μέ θυμᾶσαι καί νά μέ μνημονεύεις σέ παρακαλῶ, καί σέ αὐτήν τή ζωή καί στήν ἄλλη, ὅταν σέ καλέσει ὁ Κύριος».
Ἀρχικά, ὁ τόπος διακονίας του ἦταν ἡ ἐνορία τοῦ Ἁγίου Γεωργίου Κρύα Ἰτεῶν Πάτρας. Ἀργότερα μετατέθηκε ὡς ἐφημέριος στόν ναό τοῦ Ἁγίου Βασιλείου Ζαρουχλεΐκων, ὅπου διαμένει καί ἡ οἰκογένειά του. Ὡς ἱερέας ἦταν ἀσκητικός καί ἀκόμα πιό φιλακόλουθος ἀπό πρίν. Τελοῦσε κατανυκτικές Θεῖες Λειτουργίες ἐνῶ πολλοί πιστοί εἶχαν παρατηρήσει ὅτι ἀρκετές φορές δέν πατοῦσε στό ἔδαφος. Παράλληλα ἦταν διάκονος τῶν Μυστηρίων, προσεκτικός, ἀφιλοχρήματος, μέ συναίσθηση τῆς εὐθύνης τῆς ἀποστολῆς του καί μεγάλο ἐνδιαφέρον γιά τήν πνευματική καί πρακτική στήριξη τοῦ ποιμνίου του. Χαρακτηριστικά, ὁ εὐλαβέστατος κληρικός τῆς Πάτρας Ἀρχιμ. Νικόδημος Πετρόπουλος, σέ γραπτό του κείμενο γιά τόν π. Νικόλαο (μέ ἡμερομηνία Πάτρα, 23/10/2011), μεταξύ ἄλλων σημειώνει ὅτι ἦταν ἕνας ἱερέας-ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ἄκακος, ἁπλός, σεμνός, ἄνθρωπος τῆς ὑπομονῆς καί τῆς ταπείνωσης πού ἔχαιρε ἐκτίμησης ἀπό τούς πιστούς καί πού ἐν πολλοῖς θύμιζε τόν παπα-Πλανᾶ. Μάλιστα, δηλωτικό τῶν πνευματικῶν χαρισμάτων τοῦ π. Νικολάου εἶναι τό ἑξῆς περιστατικό πού ἀναφέρει ὁ π. Νικόδημος Πετρόπουλος: «Ὁ Θεός στήν ἐνορία πού διακονῶ ἐπέτρεψε κάποτε δεινό πειρασμό ὑπό ψευδαδέλφων. Τίς στιγμές ἐκεῖνες πού μέ ὑπομονή καί πολλή σιωπή ὑπέμεινα αὐτήν τήν δοκιμασία, πρός ἀποφυγή τοῦ σκανδαλισμοῦ τῶν πιστῶν κι ἐνῶ βρισκόμουν στό ναό μαζί μέ πνευματικά μου παιδιά, προσῆλθε ὁ ταπεινός αὐτός λευίτης καί ἔνδακρυς ἀπευθυνόμενος σέ μένα, μοῦ εἶπε: «Ἀδελφέ μου, ἦρθα νά σέ δῶ γιατί μοῦ εἶπε ὁ Χριστός νά πᾶς στόν Ἅγιο Παῦλο, στό Νικόδημο, διότι διέρχεται ἕναν μεγάλο πειρασμό…».
Τόν π. Νικόλαο τόν βάπτισαν τρεῖς ἀφιερωμένες κοπέλες, δίνοντάς του δύο ὀνόματα, Νικόλαο-Ἐμμανουήλ. Ἀπό μικρή ἡλικία ἀσχολεῖτο μέ τήν οἰκογενειακή ἐπιχείρηση ἐνῶ παράλληλα οἱ γονεῖς του φρόντιζαν νά λαμβάνει μόρφωση σέ ἰδιωτικά ἐκπαιδευτήρια. Ὑπάρχουν περιστατικά πού μαρτυροῦν ὅτι ἀπό μικρός εἶχε βιώσει ζωντανά τήν θεία προστασία. Ἕνα ἐνδεικτικό εἶναι τοῦτο: μία μέρα πού ἡ ἀδελφή του Ἑλένη τόν εἶχε πάει στόν ἐνοριακό τους ναό τοῦ Ἁγ. Γερασίμου στήν Παραλία Πατρῶν, στό δρόμο καθώς ἐπέστρεφαν ἐμφανίστηκε ξαφνικά μπροστά τους μία ψηλή μαυροφόρα ἐπιβλητική γυναίκα καί εἶπε αὐστηρά στήν ἀδερφή του: «Πάρε τό παιδί καί κρύψου στίς καλαμιές γιατί σέ λίγο θά περάσει στρατιωτικό τάνκ καί θά σᾶς πατήσει!». Πράγματι, ἀπό τόν στενό αὐτό δρόμο πέρασε ἕνα γερμανικό τάνκ καί σώθηκαν χάρη στήν ἐπέμβαση τῆς Παναγίας μας.
Καθώς μεγάλωνε ὁ Νικόλαος-Ἐμμανουήλ εἶχε ἐξομολόγο καί πνευματικό καθοδηγητή τόν γνωστό ὁσιωθέντα ἀρχιμ. Γερβάσιο Παρασκευόπουλο στήν Πάτρα. Στά δύσκολα χρόνια τῆς κατοχῆς, ἐπειδή ἡ οἰκογένειά του ἦταν εὔπορη καί εἶχε τήν οἰκονομική δυνατότητα καί ἐπειδή ἡ μητέρα τοῦ ἦταν ἐλεήμων, συγκέντρωναν στό σπίτι τους πτωχούς καί τούς οἰκονομοῦσαν. Τήν ἴδια δύσκολη περίοδο, συγκεντρώνονταν στό σπίτι οἱ οἰκεῖοι του Νικολάου μέ πρόσωπα ἀπό τόν κύκλο τοῦ π. Γερβασίου καί ἔκαναν ἐποικοδομητικές πνευματικές συζητήσεις.
Συνήθως ὁ Νικόλαος συναναστρεφόταν μέ μεγαλύτερους ἀπό τήν ἡλικία του ἀνθρώπους, σοφούς, ἀλλά εἶχε καί μεγάλη εὐαισθησία στά παιδιά. Ἰδιαίτερη φροντίδα εἶχε σέ αὐτά τοῦ Ὀρφανοτροφείου τοῦ Σκιαγιοπούλειου πού βρισκόταν στή γειτονιά του. Χαρακτηριστικά, στίς μέρες τῶν ἑορτῶν ἔπαιρναν μέ τούς δικούς του ὀρφανά παιδιά ἀπό τό ἵδρυμα στό σπίτι τους. Παράλληλα, ἀσχολήθηκε μέ τήν κατήχηση παιδιῶν, ἐνῶ πολλά ἀπό τά παιδιά πού κατηχοῦσε ἔγιναν ρασοφόροι.
Ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα, ὑπηρέτησε τή στρατιωτική του θητεία καί ἔγινε Λοχίας στή Μοίρα πυραύλων στό Λαγκαδᾶ Θεσσαλονίκης. Τήν πίστη του καί ὅ,τι εἶχε βιώσει ἀπό μικρός τά μετέδιδε στούς στρατιῶτες. Πολλούς τούς ὁδήγησε σέ γέροντες καί πνευματικούς. Στό στρατόπεδο τελοῦσαν καθημερινά ὅλες τίς ἀκολουθίες μέσα ἀπό τό Ὡρολόγιο. Τήν περίοδο πού ὑπηρετοῦσε στή Θεσσαλονίκη, γνώρισε στό νοσοκομεῖο ΑΧΕΠΑ τόν γνωστό μας γέροντα Παΐσιο τόν Ἁγιορείτη. Στίς ἐπισκέψεις πού ἔκανε στό νοσοκομεῖο προκειμένου νά δεῖ τόν γνωστό Μοναχό Παΐσιο, ἔπαιρνε μαζί του καί φαντάρους. Ἀρκετοί ἀπό αὐτούς ὁμολογοῦν ὅτι γνώρισαν τόν Χριστό καί τήν μυστηριακή ζωή ἀπό τό νεαρό λοχία τούς Νικόλαο, ἐνῶ κάποιοι ἔγιναν ρασοφόροι.
Ἀξιοθαύμαστη εἶναι ἡ πλούσια καί πολύπλευρη μόρφωση πού εἶχε ὁ π. Νικόλαος. Συνδύαζε κάτι πολύ σπάνιο, τίς θετικές καί τίς θεωρητικές ἐπιστῆμες. Συγκεκριμένα εἶχε τά ἑξῆς πτυχία: Μηχανολόγου, Ραδιοτεχνίτου, Ἑργοδηγοῦ Μηχανουργικῶν Ἐγκαταστάσεων, Θεολόγου, Τεχνολόγων Μηχανικῶν, Ἐκπαιδευτικοῦ Λειτουργοῦ Παιδαγωγικῆς Ἐπιμόρφωσης. Ἦταν ἄνθρωπος μέ πολλά ἐνδιαφέροντα, φιλόμουσος, ἀγαποῦσε τό διάβασμα καί μελετοῦσε ἐγχειρίδια πολλῶν ἐπιστημῶν.
Πρωτοδιορίστηκε ὡς καθηγητής Μηχανολογίας στίς τεχνικές σχολές τῆς Ναυπάκτου. Ἀργότερα πῆρε μετάθεση καί δίδασκε σέ τεχνικά σχολεῖα στήν Πάτρα. Ὡς ἐκπαιδευτικός φερόταν στά παιδιά μέ ἀγάπη καί ἐπιείκεια. Γνώριζε καλά τά παιδαγωγικά καί τήν ψυχολογία τῶν παιδιῶν, ἐνῶ οἱ ἐνέργειές του δήλωναν ὅτι ἦταν λεπτός ἄνθρωπος. «Ἡ ὅλη παρουσία του στό σχολεῖο ἦταν μετρημένη καί μέ ἱεροπρέπεια. Σοῦ ἐνέπνεε σεβασμό σέ τέτοιο βαθμό πού καί ὡς συνάδελφο λαϊκό ἀκόμα, τόν φανταζόμασταν μέ ράσο» γράφει ὁ ἐπί σειρά ἐτῶν συνάδελφός του, κ. Χαράλαμπος Λ. Κοντοχρήστου καί συνεχίζει: «Γιά ἐμᾶς τούς καθηγητές ἦταν ἕνας ἰδιαίτερος καί σπάνιος ἄνθρωπος, ὑπόδειγμα κληρικοῦ καί καθηγητή μέ τήν συνέπειά του καί τήν πνευματικότητά του. Ἀρχικά προξενοῦσε ἐντύπωση στούς μαθητές τό γεγονός ὅτι ἕνας ρασοφόρος ἦταν παράλληλα καί καθηγητής τους στή Μηχανολογία καί ἔμπαινε μέ τά ράσα στό ἐργαστήριο νά τούς διδάξει στήν πράξη. Ἡ σκέψη αὐτή τούς ἔκανε στήν ἀρχή νά τόν χλευάζουν, ἐνῶ ἐκεῖνος ἔκανε ὅτι δέν καταλάβαινε. Μετά τίς πρῶτες μέρες ἀναπτυσσόταν ἕνα παράξενο πνευματικό δέσιμο μεταξύ τους καί γινόταν γιά ἐκείνους ὁ πατέρας τους, ὁ δάσκαλός τους, ἡ παρηγοριά τους. Ὅταν ὁρισμένοι συνάδελφοι ταλαιπωροῦσαν τά παιδιά, μεσολαβοῦσε ὁ π. Νικόλαος καί τά βοηθοῦσε νά πάρουν τό πτυχίο τους. Βοηθοῦσε τά παιδιά χωρίς διακρίσεις. Ἀκόμα καί ἄνθρωποι πού τοῦ δήλωναν ὅτι δέν τόν συμπαθοῦσαν ἐπειδή φοροῦσε τό ράσο, συχνά τόν πλησίαζαν καί ζητοῦσαν τή συμβουλή του γιά διάφορα θέματά τους. Γιατί ὁ π. Νικόλαος δέν τούς περιφρονοῦσε καί δέν τούς ἀπέφευγε, ἀλλά τούς τραβοῦσε κοντά του γιατί δέν φοβόταν. Μέ τήν σεμνότητά του πού συνδυαζόταν μέ γενναιότητα, κέρδιζε τήν ἐκτίμηση καί τόν θαυμασμό ἀνθρώπων πού δέν περίμενε κανείς νά σεβαστοῦν ποτέ ἕνα ρασοφόρο. Ἐμεῖς πολλές φορές κάναμε κάποια πράγματα διοικητικά ἤ προσωπικά κρυφά ἀπό ἐκεῖνον. Ὅμως ὁ π. Νικόλαος μ’ ἕνα ἄλλο τρόπο, πιό βαθύ, πιό οὐσιαστικό, τά γνώριζε ὅλα! Μέσα στήν ἀπέραντη ἠρεμία πού τόν χαρακτήριζε, ἀντιλαμβανόταν κάθε κίνηση καί, μέ μίαν ἐξαιρετική θεόσδοτη χάρη, καταλάβαινε ὄχι μόνο ὅσα τοῦ λέγαμε μά καί ὅσα σκεφτόμασταν».
Στίς 7-5-1970 νυμφεύθηκε τήν πιστή καί ἄξια σύζυγό του Ἀνθῆ Χ. Κατριμπούζα ἀπό τό Φράγκα τῆς Ἀχαΐας. Ἦταν πολύ ἀγαπημένο ζευγάρι καί ἀπέκτησαν κατόπιν πολλῆς προσευχῆς δώδεκα παιδιά, ἕξι ἀγόρια καί ἕξι κορίτσια.
Ὡς οἰκογενειάρχης καί καθηγητής ὁ Νικόλαος συνέχιζε τήν αὐστηρή πνευματική ζωή. Στό σχολεῖο, σύμφωνα μέ μαρτυρίες, ἦταν ἄξιος συνεχιστής τῆς ἀγωγῆς τῶν γονιῶν στά παιδιά. Τόν ἐνδιέφερε οἱ σπουδαστές νά λάβουν γνώσεις ἐπιστημονικές, ἀλλά καί πνευματικές καί ἠθικές ὥστε νά εἶναι χρήσιμοι στήν κοινωνία καί νά κάνουν σωστές οἰκογένειες.
Κάποια στιγμή, ἀνάμεσα στή γέννα τῶν δύο παιδιῶν τους, τοῦ Παναγιώτη καί τῆς Μαρίας, ἔνιωσε νά φουντώνει περισσότερο ἀπό ποτέ, μέσα του ἡ φλόγα πού τον πρόσταζε νά ἱερωθεῖ. Αὐτό τό ἐμπιστεύτηκε στόν πνευματικό του ὥστε νά δοῦν ποῦ θά ὁδηγήσει. Ἐπί τρία χρόνια δεχόταν οὐράνιο κάλεσμα νά γίνει λειτουργός του Ὑψίστου καί τελικά ὁ πνευματικός του π. Γεώργιος Παπασταύρου καί ἄλλοι ἁγιορεῖτες πατέρες, ὅπως ὁ π. Ἐφραίμ ὁ Κατουνακιώτης, ὁ γέροντας Παΐσιος, ὁ π. Ἐφραίμ τῆς Φιλοθέου καί οἱ Διονυσιάτες Γαβριήλ, Θεόκλητος καί Χαράλαμπος, τόν ἔπεισαν νά δεχθεῖ τήν θεία κλήση.
Ἀποκαλυπτικά γιά τό πρόσωπο τοῦ π. Νικολάου εἶναι τά λόγια τοῦ μακαριστοῦ Ἐπισκόπου Πατρῶν κυροῦ Νικοδήμου Βαληνδρά, ὁ ὁποῖος στίς 8 Ἀπριλίου τοῦ 1979 τόν χειροτόνησε Διάκονο καί στίς 15 Ἀπριλίου τοῦ ἴδιου ἔτους τόν χειροτόνησε Πρεσβύτερο, δίνοντάς του τό ὄνομα Νικόλαος. Εἶχε πεῖ: «Πολλές χειροτονίες ἔχω τελέσει, ἀλλά αὐτό πού ἔνιωσα στήν χειροτονία αὐτή εἶναι κάτι τό μοναδικό». Ἀνέφερε ὁ ἀρχιερέας ὅτι καί στίς δύο χειροτονίες ἔνιωσε ὅτι ζοῦσε μία Πεντηκοστή καί ὅτι κατάλαβε πώς ὁ π. Νικόλαος εἶναι πράγματι ἐλεημένος ἀπό τόν Θεό. Ὁ τότε Ἐπίσκοπος ἔκλεισε τό λόγο του λέγοντας: «π. Νικόλαε, νιώθω ὅτι ἐλεήθηκα ἀπό τή Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀφότου ἔβαλα τάς χείρας μου στήν κεφαλή σου γιά νά σοῦ μεταδώσω τή χάρη τῆς ἱερωσύνης. Νά μέ θυμᾶσαι καί νά μέ μνημονεύεις σέ παρακαλῶ, καί σέ αὐτήν τή ζωή καί στήν ἄλλη, ὅταν σέ καλέσει ὁ Κύριος».
Ἀρχικά, ὁ τόπος διακονίας του ἦταν ἡ ἐνορία τοῦ Ἁγίου Γεωργίου Κρύα Ἰτεῶν Πάτρας. Ἀργότερα μετατέθηκε ὡς ἐφημέριος στόν ναό τοῦ Ἁγίου Βασιλείου Ζαρουχλεΐκων, ὅπου διαμένει καί ἡ οἰκογένειά του. Ὡς ἱερέας ἦταν ἀσκητικός καί ἀκόμα πιό φιλακόλουθος ἀπό πρίν. Τελοῦσε κατανυκτικές Θεῖες Λειτουργίες ἐνῶ πολλοί πιστοί εἶχαν παρατηρήσει ὅτι ἀρκετές φορές δέν πατοῦσε στό ἔδαφος. Παράλληλα ἦταν διάκονος τῶν Μυστηρίων, προσεκτικός, ἀφιλοχρήματος, μέ συναίσθηση τῆς εὐθύνης τῆς ἀποστολῆς του καί μεγάλο ἐνδιαφέρον γιά τήν πνευματική καί πρακτική στήριξη τοῦ ποιμνίου του. Χαρακτηριστικά, ὁ εὐλαβέστατος κληρικός τῆς Πάτρας Ἀρχιμ. Νικόδημος Πετρόπουλος, σέ γραπτό του κείμενο γιά τόν π. Νικόλαο (μέ ἡμερομηνία Πάτρα, 23/10/2011), μεταξύ ἄλλων σημειώνει ὅτι ἦταν ἕνας ἱερέας-ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ἄκακος, ἁπλός, σεμνός, ἄνθρωπος τῆς ὑπομονῆς καί τῆς ταπείνωσης πού ἔχαιρε ἐκτίμησης ἀπό τούς πιστούς καί πού ἐν πολλοῖς θύμιζε τόν παπα-Πλανᾶ. Μάλιστα, δηλωτικό τῶν πνευματικῶν χαρισμάτων τοῦ π. Νικολάου εἶναι τό ἑξῆς περιστατικό πού ἀναφέρει ὁ π. Νικόδημος Πετρόπουλος: «Ὁ Θεός στήν ἐνορία πού διακονῶ ἐπέτρεψε κάποτε δεινό πειρασμό ὑπό ψευδαδέλφων. Τίς στιγμές ἐκεῖνες πού μέ ὑπομονή καί πολλή σιωπή ὑπέμεινα αὐτήν τήν δοκιμασία, πρός ἀποφυγή τοῦ σκανδαλισμοῦ τῶν πιστῶν κι ἐνῶ βρισκόμουν στό ναό μαζί μέ πνευματικά μου παιδιά, προσῆλθε ὁ ταπεινός αὐτός λευίτης καί ἔνδακρυς ἀπευθυνόμενος σέ μένα, μοῦ εἶπε: «Ἀδελφέ μου, ἦρθα νά σέ δῶ γιατί μοῦ εἶπε ὁ Χριστός νά πᾶς στόν Ἅγιο Παῦλο, στό Νικόδημο, διότι διέρχεται ἕναν μεγάλο πειρασμό…».
Ἄλλες
φορές πάλι, ὅπως ἀναφέρει σέ βιβλίο του ὁ πατερικός π. Στέφανος
Ἀναγνωστόπουλος, ἐκεῖ πού ἔτρωγε στό οἰκογενειακό τραπέζι, σηκωνόταν
ξαφνικά καί νηστικός ἔφευγε. Ἔπαιρνε τό αὐτοκίνητο καί πήγαινε σέ
συγκεκριμένο σπίτι ὅπου τό ζευγάρι καυγάδιζε ἔντονα. Τότε ἔμπαινε μέσα
καί ἐξομάλυνε τά πράγματα καί τούς συμφιλίωνε. Εἶναι πολλές οἱ μαρτυρίες
ἀνθρώπων πού καταθέτουν ὅτι ὁ π. Νικόλαος προέλεγε δοκιμασίες,
ἀσθένειες, καί ἄλλα πού θά συνέβαιναν καί ἀναλόγως τήν περίπτωση, ἔδινε
τίς κατάλληλες συμβουλές. Ὅμως πάντα σέ αὐτά πού ἀποκάλυπτε εἶχε σκοπό
σωτηριολογικό. Πολλά περιστατικά πού ἀποκαλύπτουν τό διορατικό του
χάρισμα ἀναφέρει ὁ π. Χαράλαμπος Πανουτσακόπουλος ἀπό τήν Πάτρα στό
προσωπικό του ἰστολόγιο.
Ἀγαποῦσε πολύ τήν προσευχή καί ποθοῦσε τήν ἄσκηση. Εἶχε διαμορφώσει σέ ἕνα γιαπί οἰκοδομῆς πλησίον τῆς οἰκίας του, ἕνα ἀσκητήριο καί ἐκεῖ εἶχε πολλές εἰκόνες, καντήλι, τό πετραχήλι του. Ἦταν γιά τόν π. Νικόλαο τόπος προσευχῆς καί ἄσκησης. Ἐκεῖ συχνά ἐξομολογοῦσε ἐνῶ εἶχε πολλές ἐπισκέψεις καί ἐμφανίσεις τῆς Παναγίας καί ἄλλων Ἁγίων.
Βίωνε πολλές ἀποκαλυπτικές ἐμπειρίες κατά τή διάρκεια τῆς Θείας Λειτουργίας πού εἶναι δύσκολο νά περιγραφοῦν καί νά ἀναφερθοῦν ἐπί τῆς παρούσης. Τό σίγουρο εἶναι ὅτι βίωνε καταστάσεις Χάριτος. Κατά μαρτυρία τοῦ διακριτικοῦ π. Ἀντωνίου Ρουμελιώτη ἀπό τήν Πάτρα, στίς περισσότερος Θεῖες Λειτουργίες ἔβλεπε πάνω στήν Ἁγία Τράπεζα, τή στιγμή τοῦ καθαγιασμοῦ τῶν Τιμίων Δώρων, τόν ἴδιο τόν Κύριο. Κι ὅταν ἐξομολογοῦταν μέ διάκριση αὐτές τίς ἐμπειρίες του, θεωροῦσε τόν ἑαυτό τοῦ ἀνάξιο γιά τέτοια θεωρία. Ἐπιπλέον, μετά τό πέρας τῆς ἀναίμακτης θυσίας δέν μποροῦσε νά βγεῖ ἀμέσως ἀπό τό ἱερό βῆμα.
Ὁ π. Στέφανος Ἀναγνωστόπουλος ἀναφέρει ὅτι ὅταν ὁ π. Νικόλαος εἶχε ἀποκαλύψεις κατά τήν Θεία Λειτουργία, συχνά «ἀφαιροῦταν» διότι συνεπαίρνετο στά Οὐράνια. Αὐτό ἀποτελοῦσε ἀφορμή νά τόν παρεξηγοῦν ἄλλοι κληρικοί καί οἱ ψάλτες, θεωρώντας ὅτι ἔχει «σαλέψει» ἤ ὅτι ἔχει κάποιο νοητικό πρόβλημα. Δέν ἦταν λίγες οἱ φορές πού ζοῦσε τήν ἀπαξίωση καί τήν ἐπικριτική ὡς καί μειωτική στάση πρός τό πρόσωπό του, ἀκόμα καί ἀπό ἀνθρώπους ἐκκλησιαστικοῦ περιβάλλοντος. Ὡστόσο, εἶναι πολλοί αὐτοί πού θεωροῦν ὅτι μετά τό θάνατό του ἀντιλαμβάνονται τά σημεῖα τοῦ π. Νικολάου καί νιώθουν ὅτι ὁ Κύριος τούς εἶχε κλείσει τή διάνοια, διότι δέν θά τά ἄντεχαν ἤ ὅτι δέν εἶχαν τήν πνευματικότητα νά τά κατανοήσουν.
Ἀκόμα καί τόν ἄδικο χαμό τοῦ πρώτου του παιδιοῦ, τῆς Σοφίας, τό 1992 ἀνήμερα τῆς γιορτῆς της ἀπό τροχαῖο δυστύχημα, εἶχε δεῖ κατά τήν προσκομιδή ὅταν λειτουργοῦσε. Ὁ ἴδιος ὁμολόγησε ὅτι εἶδε μπροστά στά μάτια τοῦ ὅλο τό χαμό τοῦ παιδιοῦ του.
Γιά
τήν κοίμησή του ἔλαβε πληροφορία ἀπό τό Μ. Βασίλειο, ὅταν τελοῦσε τήν
Θεία Λειτουργία πρός τιμήν του τήν πρωτοχρονιά τοῦ 2000. Συγκεκριμένα
πληροφορήθηκε ὅτι μετά ἀπό τρεῖς μέρες θά βρισκόταν στήν οὐράνια
πολιτεία, ὅπως καί ἔγινε.
Μετά τήν κοίμηση τοῦ π. Νικολάου, πλῆθος πιστῶν συνέτρεξε νά τόν ἀποχαιρετήσει θεωρώντας τον ἀληθινό κληρικό, μεγάλο ἀγωνιστή καί ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ. Τό σκήνωμά του εἶχε εὐκαμψία καί διατηροῦσε φυσιολογική θερμοκρασία, ἐνῶ τό πρόσωπό του διακρινόταν ἱλαρό. Ὑπάρχουν μαρτυρίες ὅτι, μετά τήν κοίμησή του, ἄνθρωποι τόν ἐπικαλοῦνται καί τούς βοηθᾶ ἐπιτελώντας θαυμαστά σημεῖα καί ἰάσεις.
Ἀξιοσημείωτο εἶναι τό γεγονός ὅτι ὁ π. Νικόλαος εἶχε προείπει ὅτι πρῶτα θά ἔφευγε ἐκεῖνος γιά τήν ἄλλη ζωή καί μετά ἡ πρεσβυτέρα του σέ σημαδιακή χρονολογία καί ἡμέρα καί ὅτι τά παιδιά τους θά πονέσουν περισσότερο γιά τήν ἀπώλεια τῆς μητέρας τους. Ἐπίσης, ὅτι κατά τήν κοίμησή της θά ἀντιληφθοῦν περισσότερα γιά τό πνευματικό ὕψος της. Πράγματι, ὁ π. Νικόλαος ἔφυγε 4 Ἰανουαρίου 2000 καί ἡ πρεσβυτέρα τοῦ Ἀνθή στίς 6 Δεκεμβρίου 2012, μετά ἀπό δώδεκα ἔτη ἀπό τήν κοίμηση τοῦ π. Νικολάου. Μάλιστα, σύμφωνα μέ μαρτυρίες πνευματικῶν πατέρων, καί ἐνδεικτικά καταγράφεται τοῦ π. Στεφάνου Ἀναγνωστόπουλου, ἑπτά μῆνες πρίν τήν κοίμησή της ἡ πρεσβυτέρα ἐνῶ βρισκόταν καθηλωμένη στό κρεβάτι μέ βαριά προβλήματα κινητικά καί ἀναπνευστικά, ἄκουγε οὐράνιες Λειτουργίες καί ἀγγελικές ψαλμωδίες, μεταξύ αὐτῶν ἄκουσε καί τή φωνή τοῦ κεκοιμημένου συζύγου τῆς ὁ ὁποῖος τήν προετοίμασε λέγοντας: «Πρεσβυτέρα μου Ἀνθούλα, ἐπειδή περνᾶς πολλά βάσανα ὅπως ὁ πολύαθλος Ἰώβ, εἶναι ἀπόφαση τοῦ Χριστοῦ μας φέτος στήν ἑορτή μου (δηλαδή τοῦ Ἁγ. Νικολάου 6 Δεκεμβρίου) νά σέ πάρω στά οὐράνια γιά νά ξεκουραστεῖς!». Ὁ λόγος αὐτός ἐπαληθεύτηκε ὅταν συνέβη τό γεγονός τῆς κοιμήσεώς της στίς 6 Δεκεμβρίου πού μᾶς πέρασε. Ἡ εὐλαβέστατη πρεσβυτέρα Ἀνθῆ ἔφυγε στό «Σοφία, ὀρθοί» του Εὐαγγελίου τοῦ Ὄρθρου, τό πρωί τοῦ Ἁγίου Νικολάου, εὑρισκόμενη στήν ἐντατική του Γ.Ν.Α.
Ἄς ἔχουμε τήν ἁγία εὐχή καί τῶν δύο σύγχρονων σπάνιων Γερόντων.
Οἰκογενειακή φωτογραφία τῆς πολυμελοῦς οἰκογενείας τοῦ π. Νικολάου Ἀ.
Πέττα καί τῆς πρεσβυτέρας Ἀνθῆς, μέ τά παιδιά τους καί τόν μακαριστό
Ἀρχιεπ. Χριστόδουλο.
Ἀγαποῦσε πολύ τήν προσευχή καί ποθοῦσε τήν ἄσκηση. Εἶχε διαμορφώσει σέ ἕνα γιαπί οἰκοδομῆς πλησίον τῆς οἰκίας του, ἕνα ἀσκητήριο καί ἐκεῖ εἶχε πολλές εἰκόνες, καντήλι, τό πετραχήλι του. Ἦταν γιά τόν π. Νικόλαο τόπος προσευχῆς καί ἄσκησης. Ἐκεῖ συχνά ἐξομολογοῦσε ἐνῶ εἶχε πολλές ἐπισκέψεις καί ἐμφανίσεις τῆς Παναγίας καί ἄλλων Ἁγίων.
Βίωνε πολλές ἀποκαλυπτικές ἐμπειρίες κατά τή διάρκεια τῆς Θείας Λειτουργίας πού εἶναι δύσκολο νά περιγραφοῦν καί νά ἀναφερθοῦν ἐπί τῆς παρούσης. Τό σίγουρο εἶναι ὅτι βίωνε καταστάσεις Χάριτος. Κατά μαρτυρία τοῦ διακριτικοῦ π. Ἀντωνίου Ρουμελιώτη ἀπό τήν Πάτρα, στίς περισσότερος Θεῖες Λειτουργίες ἔβλεπε πάνω στήν Ἁγία Τράπεζα, τή στιγμή τοῦ καθαγιασμοῦ τῶν Τιμίων Δώρων, τόν ἴδιο τόν Κύριο. Κι ὅταν ἐξομολογοῦταν μέ διάκριση αὐτές τίς ἐμπειρίες του, θεωροῦσε τόν ἑαυτό τοῦ ἀνάξιο γιά τέτοια θεωρία. Ἐπιπλέον, μετά τό πέρας τῆς ἀναίμακτης θυσίας δέν μποροῦσε νά βγεῖ ἀμέσως ἀπό τό ἱερό βῆμα.
Ὁ π. Στέφανος Ἀναγνωστόπουλος ἀναφέρει ὅτι ὅταν ὁ π. Νικόλαος εἶχε ἀποκαλύψεις κατά τήν Θεία Λειτουργία, συχνά «ἀφαιροῦταν» διότι συνεπαίρνετο στά Οὐράνια. Αὐτό ἀποτελοῦσε ἀφορμή νά τόν παρεξηγοῦν ἄλλοι κληρικοί καί οἱ ψάλτες, θεωρώντας ὅτι ἔχει «σαλέψει» ἤ ὅτι ἔχει κάποιο νοητικό πρόβλημα. Δέν ἦταν λίγες οἱ φορές πού ζοῦσε τήν ἀπαξίωση καί τήν ἐπικριτική ὡς καί μειωτική στάση πρός τό πρόσωπό του, ἀκόμα καί ἀπό ἀνθρώπους ἐκκλησιαστικοῦ περιβάλλοντος. Ὡστόσο, εἶναι πολλοί αὐτοί πού θεωροῦν ὅτι μετά τό θάνατό του ἀντιλαμβάνονται τά σημεῖα τοῦ π. Νικολάου καί νιώθουν ὅτι ὁ Κύριος τούς εἶχε κλείσει τή διάνοια, διότι δέν θά τά ἄντεχαν ἤ ὅτι δέν εἶχαν τήν πνευματικότητα νά τά κατανοήσουν.
Ἀκόμα καί τόν ἄδικο χαμό τοῦ πρώτου του παιδιοῦ, τῆς Σοφίας, τό 1992 ἀνήμερα τῆς γιορτῆς της ἀπό τροχαῖο δυστύχημα, εἶχε δεῖ κατά τήν προσκομιδή ὅταν λειτουργοῦσε. Ὁ ἴδιος ὁμολόγησε ὅτι εἶδε μπροστά στά μάτια τοῦ ὅλο τό χαμό τοῦ παιδιοῦ του.
Μετά τήν κοίμηση τοῦ π. Νικολάου, πλῆθος πιστῶν συνέτρεξε νά τόν ἀποχαιρετήσει θεωρώντας τον ἀληθινό κληρικό, μεγάλο ἀγωνιστή καί ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ. Τό σκήνωμά του εἶχε εὐκαμψία καί διατηροῦσε φυσιολογική θερμοκρασία, ἐνῶ τό πρόσωπό του διακρινόταν ἱλαρό. Ὑπάρχουν μαρτυρίες ὅτι, μετά τήν κοίμησή του, ἄνθρωποι τόν ἐπικαλοῦνται καί τούς βοηθᾶ ἐπιτελώντας θαυμαστά σημεῖα καί ἰάσεις.
Ἀξιοσημείωτο εἶναι τό γεγονός ὅτι ὁ π. Νικόλαος εἶχε προείπει ὅτι πρῶτα θά ἔφευγε ἐκεῖνος γιά τήν ἄλλη ζωή καί μετά ἡ πρεσβυτέρα του σέ σημαδιακή χρονολογία καί ἡμέρα καί ὅτι τά παιδιά τους θά πονέσουν περισσότερο γιά τήν ἀπώλεια τῆς μητέρας τους. Ἐπίσης, ὅτι κατά τήν κοίμησή της θά ἀντιληφθοῦν περισσότερα γιά τό πνευματικό ὕψος της. Πράγματι, ὁ π. Νικόλαος ἔφυγε 4 Ἰανουαρίου 2000 καί ἡ πρεσβυτέρα τοῦ Ἀνθή στίς 6 Δεκεμβρίου 2012, μετά ἀπό δώδεκα ἔτη ἀπό τήν κοίμηση τοῦ π. Νικολάου. Μάλιστα, σύμφωνα μέ μαρτυρίες πνευματικῶν πατέρων, καί ἐνδεικτικά καταγράφεται τοῦ π. Στεφάνου Ἀναγνωστόπουλου, ἑπτά μῆνες πρίν τήν κοίμησή της ἡ πρεσβυτέρα ἐνῶ βρισκόταν καθηλωμένη στό κρεβάτι μέ βαριά προβλήματα κινητικά καί ἀναπνευστικά, ἄκουγε οὐράνιες Λειτουργίες καί ἀγγελικές ψαλμωδίες, μεταξύ αὐτῶν ἄκουσε καί τή φωνή τοῦ κεκοιμημένου συζύγου τῆς ὁ ὁποῖος τήν προετοίμασε λέγοντας: «Πρεσβυτέρα μου Ἀνθούλα, ἐπειδή περνᾶς πολλά βάσανα ὅπως ὁ πολύαθλος Ἰώβ, εἶναι ἀπόφαση τοῦ Χριστοῦ μας φέτος στήν ἑορτή μου (δηλαδή τοῦ Ἁγ. Νικολάου 6 Δεκεμβρίου) νά σέ πάρω στά οὐράνια γιά νά ξεκουραστεῖς!». Ὁ λόγος αὐτός ἐπαληθεύτηκε ὅταν συνέβη τό γεγονός τῆς κοιμήσεώς της στίς 6 Δεκεμβρίου πού μᾶς πέρασε. Ἡ εὐλαβέστατη πρεσβυτέρα Ἀνθῆ ἔφυγε στό «Σοφία, ὀρθοί» του Εὐαγγελίου τοῦ Ὄρθρου, τό πρωί τοῦ Ἁγίου Νικολάου, εὑρισκόμενη στήν ἐντατική του Γ.Ν.Α.
Ἄς ἔχουμε τήν ἁγία εὐχή καί τῶν δύο σύγχρονων σπάνιων Γερόντων.