Εἶναι
ἕνας ἀπὸ τοὺς τρεῖς Ἱεράρχες τῆς Καρπασίας. Στὸν χριστιανικὸ κόσμο
εἶναι περισσότερο γνωστὸς μὲ τὸ λαϊκὸ ὄνομα «Ἅης Θέρισσος» καὶ εἶναι
ἕνας πολὺ σεβαστὸς κι ἀγαπητὸς Ἅγιος.
Δυστυχῶς καὶ γι' αὐτὸν οἱ πληροφορίες ποὺ ἔχουμε ἀπὸ τὸ συναξάρι καὶ τὴν ἀκολουθία του, εἶναι πολὺ φτωχὲς καὶ περιορισμένες.
Λίγα πράγματα μᾶς λένε γιὰ τὴ ζωὴ καὶ τὴ δράση του. Μερικοὶ μάλιστα ἀμφισβητοῦν, ἂν αὐτὸς ὑπῆρξε ἱεράρχης ἢ ὅσιος ἢ μάρτυρας.
Καὶ
τοῦτο, γιατί μὲ τὸ ἴδιο ὄνομα εἶναι καὶ ἕνας ἄλλος ἅγιος, ποὺ ἔζησε
στὰ χρόνια τῆς βασιλείας τοῦ αὐτοκράτορα Δεκίου καὶ ποὺ μαρτύρησε στὸν
Ἑλλήσποντο.
Ὅμως ὁ Ἅγιος Θύρσος τῆς Καρπασίας εἶναι ἱεράρχης.
Τέτοιο τὸν παρουσιάζουν οἱ εἰκόνες του, ὅσο κι οἱ σχετικὲς παραδόσεις.
Πότε
γεννήθηκε καὶ ποῦ, μὰ καὶ ποιὰ ὑπῆρξε ἡ δράση του δὲν γνωρίζουμε. Ἀπὸ
τὴν ἀκολουθία του μανθάνουμε πὼς ὑπῆρξε «θρέμμα κάλλιστον τῶν
Καρπασέων» καὶ ὅτι «ἐκ Βρέφους» πόθησε ἐπιμελῶς τὴν ἀρετή.
Τὰ
λόγια αὐτὰ τοῦ ὑμνογράφου μᾶς βοηθοῦν νὰ δεχτοῦμε τὸν Ἅγιό μας σὰν ἕνα
πρόσωπο ποὺ γεννήθηκε στὴν ὄμορφη ἐπαρχία τῆς Κύπρου, τὴν Καρπασία. Κι
ἀφοῦ «ἐκ βρέφους» δηλαδὴ ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία πόθησε τὴν ἀρετή,
θὰ πρέπει καὶ οἱ γονεῖς του νὰ ἦταν εὐσεβεῖς κι ἐνάρετοι. Καὶ σὰν
τέτοιοι, αὐτοὶ θὰ ἔρριψαν στὴν ψυχή του γιὰ πρώτη φορὰ τὰ σπέρματα μιᾶς
ἁγνῆς, ἀνώτερης πνευματικῆς ζωῆς. Ἐπίσης ἀπὸ νωρὶς αὐτοὶ θὰ φρόντισαν
νὰ συνδέσουν τὸ παιδί τους μὲ τὴν πηγὴ τῆς χαρᾶς καὶ τῆς δυνάμεως, τὸν
Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία.
Ἡ
κατοπινὴ ἐξέλιξη τοῦ μεγάλου Πατέρα μᾶς ὑποχρεώνει νὰ δεχτοῦμε τὴ
θεοσεβῆ οἰκογένεια, σὰν μία «κατ’ οἶκον Ἐκκλησία», ποὺ κέντρο τῶν
ἐνδιαφερόντων της εἶχε μόνο τὸν Χριστὸ καὶ τὸ θέλημά του.
Μὲ τῆς φαντασίας τὴ συνδρομὴ προχωροῦμε νὰ δοῦμε μερικὲς σκηνὲς ἀπὸ τὴ ζωὴ τῆς εὐλογημένης αὐτῆς οἰκογενείας.
ΣΚΗΝΗ
1. Χειμωνιάτικο Βράδυ. Μαζεμένα γύρω ἀπὸ τὴ φωτιὰ ὅλα τὰ πρόσωπα,
ὕστερα ἀπὸ τὴν βαριὰ δουλειὰ τῆς ἡμέρας, κάθονται καὶ συνομιλοῦν. Ὁ
πατέρας κρατάει στὰ χέρια ἕνα πάπυρο. Τί νὰ ‘ναι τάχα; Μερικὲς σελίδες
ἀπ’ τὴν Κ. Διαθήκη. Στὸ λιγοστὸ φῶς τοῦ λύχνου παίρνει καὶ διαβάζει. Κι
ὕστερα τὸ τυλίγει πάλι κι ἀρχίζει ἡ συζήτηση: «Μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ
πνεύματι, ὅτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν». Μακάριοι οἱ πτωχοὶ
στὸ πνεῦμα. Καλότυχοι ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουνε ταπεινὴ γνώμη γιὰ τὸν ἑαυτό
τους. Γιατί ἡ ταπείνωση εἶναι ἡ πρώτη ἀρετή. Ἡ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ
εἶναι ἡ θρησκεία τῆς ταπεινώσεως. Οἱ μυστηριώδεις ἀλήθειες τοῦ Θεοῦ
ξεσκεπάζονται μόνο στοὺς ταπεινόφρονες. Μιλᾶ ὁ ἕνας, ἀκοῦν οἱ ἄλλοι.
Κάτι προσθέτει ὁ καθένας. Στὸ τέλος σηκώνονται. Κάνουν τὴν προσευχή τους
κι ὕστερα μὲ τὴν ψυχὴ γαληνεμένη πᾶνε νὰ κοιμηθοῦν.
ΣΚΗΝΗ
2. Καλοκαιριάτικη νύχτα. Ἡ οἰκογένεια κάθεται στὴν αὐλή. Σ’ ἕνα
κάθισμα πεσμένο εἶναι ἕνα κάνιστρο μὲ μερικὰ κομμάτια ψωμὶ καὶ λίγα
χόρτα. Ἡ οἰκογένεια ἔκαμε τὴν προσευχή της καὶ παίρνει τὸ δεῖπνο της.
Τὰ πρόσωπα μιλοῦν μὲ ἀγάπη μεταξύ τους. Κάποια στιγμὴ ὁ πατέρας ἀρχίζει
ἕνα ὕμνο: «Αἰνεῖτε τὸν Κύριον ἐκ τῶν οὐρανῶν, αἰνεῖτε αὐτὸν ἐν τοὶς
ὑψίστοις. Αἰνεῖτε αὐτὸν πάντες οἱ ἄγγελοι αὐτοῦ, αἰνεῖτε αὐτὸν πᾶσαι αἱ
δυνάμεις αὐτοῦ. Αἰνεῖτε αὐτὸν ἥλιος καὶ σελήνη· αἰνεῖτε αὐτὸν πάντα τὰ
ἄστρα καὶ τὸ φῶς.» (Ψαλμ. 148). Στὸ τέλος ἡ οἰκογένεια σηκώνεται. Οἱ
ψυχὲς λουσμένες ἀπ’ τὸ φῶς τῆς χριστιανικῆς πίστεως καὶ τῆς ἐλπίδας
καληνυχτίζουν ἡ μιὰ τὴν ἄλλη καὶ πηγαίνουν στὸ κρεβάτι.
ΣΚΗΝΗ
3. Κυριακάτικο πρωινό. Ἡ οἰκογένεια εἶναι ἕτοιμη. Τὸ κάθε πρόσωπο
εἶναι ντυμένο μὲ τὰ πιὸ καθαρά του ροῦχα. Τὰ παιδιὰ προχωροῦν μπροστά.
Πίσω οἱ γονεῖς. Ποῦ πᾶνε; Γιὰ τὴν ἐκκλησία. Φτάνουν. Κάνουν τὸν σταυρό
τους κι εἰσέρχονται μὲ εὐλάβεια. Μὲ προσοχὴ παρακολουθοῦν τὸ Μυστήριο
τῆς ζωῆς καὶ ἀκοῦν τοῦ Χριστοῦ τὰ λόγια. Τὰ λόγια ποὺ στ’ ἀλήθεια εἶναι
τὰ μόνα ἱκανὰ νὰ μορφώσουν πραγματικὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσουν
στὴ σωτηρία.
Τρεῖς
σκηνές! Σκηνὲς γεμάτες νόημα, εἰρήνη, εὐλογία! Ποιὸς μπορεῖ νὰ μὴ τὶς
ζηλέψει καὶ νὰ μὴ τὶς νοσταλγήσει; Μπορεῖ νὰ συγκριθοῦν αὐτὲς μὲ τὸν
σημερινὸ τρόπο ζωῆς τόσων καὶ τόσων αὐτοκαλουμένων χριστιανικῶν
οἰκογενειῶν; Ἐδῶ τοῦ κόσμου τὰ ἀγαθά. Ἐκεῖ ἡ λιτότης, ἡ φτώχεια. Ἐδῶ οἱ
φωνές, τὰ νεῦρα, ἡ ἀπογοήτευση, τὸ ἄγχος. Ἐκεῖ ἡ ἀγάπη, ἡ γαλήνη, ἡ
χαρά. Γιατί τόση καὶ τέτοια διαφορά; Γιατί ἐκεῖ βασίλευε ὁ Χριστός, ποὺ
εἶναι ἡ ὁδός, ἡ ἀλήθεια, ἡ ζωή. Ναί! ὁ Χριστὸς ποὺ εἶναι ἡ πηγὴ τῆς
χαρᾶς καὶ ἡ εἰρήνη τοῦ κόσμου!
Στὸ
χωριό του ὁ Θύρσος θὰ πρέπει νὰ ἔμαθε καὶ τὰ λίγα γράμματα, τὰ
παπαδογράμματα τῶν χρόνων ἐκείνων. Ἡ μελέτη ὅμως τῆς Γραφῆς ἡ τακτικὴ
καὶ προσεκτικὴ πλούτιζε καθημερινὰ τὶς γνώσεις του καὶ καλλιεργοῦσε
πλούσια τὴν ἁγνὴ ψυχή του. Τὴν καλλιεργοῦσε τόσο, ὥστε μικροὶ καὶ
μεγάλοι μὲ τὸν καιρὸ νὰ τρέχουν σ’ αὐτὸν μὲ λαχτάρα, γιὰ νὰ ἀκούσουν ἀπὸ
τὸ στόμα του τὰ φρόνιμα λόγια, τὰ ἁγνά, τὰ γεμάτα ἀπὸ χάρη «τὰ ἁλάτι
ἠρτυμένα» (Κολασ. δ’, 6) κατὰ τὸν θεῖο Ἀπόστολο.
Ἔτσι
ἔζησε τὰ παιδικὰ καὶ ἐφηβικά του χρόνια ὁ Ἅγιος. Μὲ τὴ μελέτη τῆς
Ἁγίας Γραφῆς καὶ τὸν ἀγώνα νὰ ἐπιτύχει τὸν ἁγιασμὸ τοῦ σώματος. Ὅταν
ἔφτασε στὴ νεανικὴ ἡλικία, τότε προσῆλθε στὶς τάξεις τοῦ κλήρου κι
ὑπηρέτησε ὡς διάκονος καὶ ἱερέας στὴν γενέτειρά του, τὴν Καρπασία.
Ἀργότερα, ὅταν χήρεψε ὁ ἐπισκοπικὸς θρόνος, δὲν δίστασε μπροστὰ στὶς
παρακλήσεις ὅλων νὰ ἀποδεχθεῖ τὴν κλήση καὶ νὰ ἀναλάβει καὶ τὸ ὑψηλὸ
ὑπούργημα τοῦ ἐπισκόπου. Τὸ ἀνέλαβε καὶ τὸ τίμησε.
Ἡ
δράση του ὡς ἐπισκόπου πρέπει νὰ ὑπῆρξε ἀξιόλογη. Ἡ ἐποχὴ τῆς
χειροτονίας του συμπίπτει μὲ περίοδο «πολιτικῶν ἀνωμαλιῶν» γιὰ τὸ
μαρτυρικὸ νησί μας. Οἱ διωγμοὶ κι ὁ πόνος πλάκωνε τὶς καρδιές.
Χρειαζόταν ὁ ἐνισχυτής, ὁ παρηγορητής, ὁ δυνατὸς κήρυκας ποὺ θὰ φλόγιζε
καὶ πάλι τὶς ψυχὲς καὶ θὰ τὶς ξεκούραζε. Καὶ σὰν τέτοιος βρέθηκε ὁ
Δεσπότης.
Μὲ
τὶς ἐπισκέψεις του στὰ χωριὰ καὶ τὴν ὕπαιθρο, τὶς συνεχεῖς ἐπισκέψεις
του, μὰ καὶ τὴ συμπεριφορά του τὴν πατρική, διασκέδασε τὸν πόνο κι
ἔδωκε πάλι στὶς πονεμένες καρδιὲς τὴν παρηγοριά, τὴν ἐλπίδα, τὴ χαρά.
Στὸ πρῶτο τροπάριο τῆς ἀκολουθίας του, τοῦ Ἑσπερινοῦ, διαβάζουμε: «Καὶ
Καρπασέων πόλεις ἐφαίδρυνας, διὰ τοῦ τρόπου τῆς πολιτείας σου, ὢ
παμμακάριστε...» Ἡ φράση αὐτὴ μᾶς βοηθᾶ πολλὰ νὰ νοήσουμε καὶ νὰ
φανταστοῦμε. Τὶς πονηρὲς ἐκεῖνες μέρες ὁ μακάριος ἀθλητὴς πρέπει νὰ
ἔγινε τοῦ ποιμνίου του ἡ ψυχῆ καὶ ὁ παρήγορος ἄγγελος. Ἡ πόρτα τοῦ
ἐπισκοπείου του ἦταν πάντα ἀνοικτή. Ἐκεῖ οἱ πεινασμένοι βρίσκανε τὸ
ψωμί, οἱ κατατρεγμένοι τὴν ἀσφάλεια, οἱ πονεμένοι τὴν παρηγοριά, οἱ
ὀρφανοὶ τὸν πατέρα κι ὁ καθένας ὅτι εἶχε ἀνάγκη. Σύνθημα τῆς ζωῆς του
εἶχε βάλει ὁ σπλαγχνικὸς καὶ θεοφιλὴς ἐπίσκοπος τὰ λόγια τοῦ θείου
Παύλου: «Τοὶς πᾶσι γέγονα τὰ πάντα, ἴνα πάντως τινὰς σώσω». Κι αὐτὸς ἔγινε «τοὶς πᾶσι τὰ πάντα». Ἔγινε γιὰ ὅλους τὰ πάντα, χωρὶς μονάχα νὰ παραβεῖ ποτὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Ὅταν
οἱ ἐσωτερικὲς ἀνωμαλίες συγκλόνιζαν τὶς κοινότητες, ὁ φλογερὸς
ἐπίσκοπος ἔτρεχε κοντὰ στὰ φοβισμένα καὶ πονεμένα παιδιά του, πότε
πεζοπορώντας μίλια μακριά, πότε καβάλα σὲ κανένα γαϊδουράκι – τί
πολυτέλεια ἀλήθεια! – γιὰ νὰ ἐνισχύσει καὶ ξεκουράσει καὶ τονώσει.
-
Παιδιά μου, τοὺς ἔλεγε συχνά. «Μὴ φοβηθῆτε ἀπὸ τῶν ἀποκτεννόντων τὸ
σῶμα, τὴν δὲ ψυχὴν μὴ δυναμένων ἀποκτεῖναι». Ἂς κάμνουν ἐπιδρομὲς οἱ
ἐχθροί του Χριστοῦ. Κι ἂς ἁρπάζουν τὶς περιουσίες καὶ τὸ ψωμὶ τῶν
παιδιῶν μας. Ὁ Κύριος δὲν θὰ μᾶς ἐγκαταλείψει. Μᾶς τὸ ὑπόσχεται! «Μὴ
ἐπιλήσεται γυνὴ τοῦ παιδιοῦ αὐτῆς τοῦ μὴ ἐλεῆσαι τὰ ἔκγονα αὐτῆς; Εἰ δὲ
καὶ ταῦτα ἐπιλάθοιτο γυνή, ἀλλὰ ἐγὼ οὐκ ἐπιλήσομαί σου, λέγει Κύριος». Μήπως
εἶναι δυνατόν, ἡ μητέρα νὰ λησμονήσει ποτὲ τὰ σπλάγχνα της, τὰ παιδιά
της; Ἀλλὰ κι ἂν ὑπάρξει τέτοια μητέρα, ἐγὼ ὅμως ποτὲ δὲν θὰ σὲ ξεχάσω,
λέγει καὶ βεβαιώνει ὁ Κύριος. Ναί! Δὲν θὰ μᾶς ξεχάσει ὁ ἅγιος Θεός. Μᾶς
δοκιμάζει μόνο. «Μᾶς δοκιμάζει πρὸς τὸ συμφέρον! Νά ‘στε βέβαιοι, πὼς
κάποια μέρα καὶ πολὺ σύντομα θὰ ἐξαλείψει τὰ δάκρυά μας καὶ θὰ μᾶς
δώσει πάλι τὴ χαρά. Τὸ Ἔθνος μας, θὰ ζήσει καὶ θὰ θριαμβεύσει». Πόσο
ἐπίκαιρα εἶναι τὰ λόγια τοῦτα τοῦ ἁγίου ἐπισκόπου καὶ γιὰ τοὺς
σημερινοὺς χριστιανοὺς τοῦ ἀναξιοπαθοῦντος μαρτυρικοῦ νησιοῦ.
Τὰ
προφητικὰ λόγια τοῦ οὐρανόσταλτου ἱεράρχου πραγματοποιήθηκαν κι οἱ
προβλέψεις τοῦ ἐπαληθεύθησαν. Οἱ Ἄραβες διατήρησαν κάποιο ἔλεγχο πάνω
στὸ νησί μας μέχρι τὸν καιρὸ τοῦ Νικηφόρου Φωκᾶ. Ὁ μεγάλος αὐτὸς
στρατηγὸς κι ἀργότερα αὐτοκράτορας κατὰ τὸ 965 λευτέρωσε τὴν Κύπρο μας
ἀπὸ τὴν ἐξουσία τους καὶ τὴν ἔκαμε ξανὰ ἐπαρχία τῆς μεγάλης μας
Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας.
Ὁ
φλογερὸς πόθος τοῦ Ἁγίου νὰ ζεῖ ἀπερίσπαστα κοντὰ στὸν Θεό, τὸν ἔκαμε
μόλις βρῆκε τὸν κατάλληλο διάδοχο νὰ παραιτηθεῖ ἀπὸ τὸ ἀξίωμα τοῦ
Ἀρχιερέα. Ναί! Νὰ παραιτηθεῖ καὶ νὰ ἀποσυρθεῖ σὲ μία σπηλιὰ στὴ βόρεια
ἀκτὴ τῆς Καρπασίας καὶ ἐκεῖ νὰ ζήσει τὰ ὑπόλοιπα χρόνια τῆς ζωῆς του ὡς
ἀσκητής.
Στὸ
ἡσυχαστήριό του πλήθη πιστῶν τὸν ἐπεσκέπτοντο καθημερινά, γιὰ ν’
ἀκούσουν τὰ λόγια καὶ τὶς συμβουλές του καὶ νὰ πάρουν τὴν εὐλογία του.
Στὴ σπηλιὰ αὐτὴ ἔμεινε μέχρι τέλους. Μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν αὐστηρὴ
ἄσκηση «ἐκάθηρε τᾶς αἰσθήσεις» καὶ ἀναδείχθηκε «κανών, ἀσκητῶν τὸ
καύχημα, Κυπρίων τὸ μέγα εὖχος, καὶ Καρπασέων ἀγλάϊσμα».
Ὁ
θάνατός του καταλύπησε τοὺς πάντας. Μὲ δάκρυα τὰ πνευματικά του παιδιὰ
κήδεψαν τὸ ἅγιο σκήνωμά του καὶ δίπλα στὴ σπηλιὰ ποὺ ἀσκήτεψε, ἔκτισαν
ἕνα ὄμορφο ναὸ μέσα στὸν ὁποῖο σὲ μιὰ λάρνακα φύλαξαν τὰ Ἱερὰ λείψανά
του.
Τὰ
θαύματα ποὺ ἔκανε, ὅταν ζοῦσε, συνεχίστηκαν καὶ μετὰ τὸν θάνατό του.
Ἕνα τέτοιο θαῦμα εἶναι καὶ τοῦτο: Ἕνας χριστιανὸς ἀπ' τὸ Καρπάσι πόνεσε
πολὺ στὰ μάτια του. Ὑπέφερε γιὰ καιρό· τὸ ἕνα μάλιστα ἀπὸ τὰ μάτια
κατέβασε μέσα ἄσπρο καὶ δὲν ἔβλεπε τίποτα. Μὴ ἔχοντας τί νὰ κάμει
θυμήθηκε τὸν Ἅγιο. Ἑτοίμασε τὰ ἀπαραίτητα γιὰ μία λειτουργία καὶ
παρακάλεσε τὸν ἱερέα νὰ πᾶνε μαζὶ νὰ λειτουργήσει καὶ νὰ τὸν κοινωνήσει.
Πῆγαν ἀπὸ τὸ βράδυ. Ὅλη τὴ νύχτα σχεδὸν ὁ ἄρρωστος τὴν πέρασε
ἄγρυπνος, γονατιστὸς καὶ προσευχόμενος. Κατὰ τὰ ξημερώματα οἱ πόνοι
μαλάκωσαν κι ὁ ἄνθρωπος κοιμήθηκε λίγο. Τὸ πρωὶ ἔγινε ἡ θεία λειτουργία
καὶ κοινώνησε κιόλας. Ἀφοῦ ξεκουράστηκαν, ξεκίνησαν γιὰ τὸ χωριό. Ὅταν
ἔφτασαν κοντὰ στὸ γεφύρι, ποὺ βρίσκεται ἔξω ἀπὸ τὸ Καρπάσι, στὸν
ἄνθρωπό μας ἦρθε μία ἐπιθυμία νὰ βγάλει ἀπὸ τὸ κεφάλι τὸ μανδήλι μὲ τὸ
ὁποῖον εἶχε δεμένο τὸ μάτι του. Τὸ ἔκαμε. Καὶ ὢ τοῦ θαύματος! Τὸ μάτι
του ἦταν τελείως καλὰ κι ἔβλεπε θαυμάσια! Στ’ ἀλήθεια! «Τοὶς ἁγίοις
τοὶς ἐν τὴ γῇ ἐθαυμάστωσεν ὁ Κύριος».
Χιλιάδες
πιστῶν ἐπισκέπτονται κάθε χρόνο τὸν ὁμώνυμο ναό του γιὰ νὰ ζητήσουν μὲ
εὐλάβεια τὴ χάρη του. Τὸ ἁγίασμά του θεραπεύει τὸν ὀμματόπονο καὶ τὰ
δερματικὰ νοσήματα. Πιστεύεται ὅμως πὼς οἱ ἄρρωστοι, μετὰ ποὺ θὰ πλυθοῦν
μὲ τὸ ἁγίασμα τοῦ ἁγίου, πρέπει νὰ ξεπλυθοῦν μὲ θαλασσινὸ νερό. Ἐπίσης
σὰν τὸ ἁγίασμα μεταφερθεῖ, λέγεται πὼς χάνει τὴ θεραπευτική του
ἰδιότητα.
Ἡ
ζωὴ τοῦ μεγάλου ἱεράρχου εἶναι μία ὑπόμνηση τοῦ τί μπορεῖ νὰ ἐπιτύχει
ἕνας ἐνάρετος ἄνθρωπος. Ἂς μὴ γνωρίζει πολλὰ πράγματα. Ἂς μὴν κρατᾶ
διπλώματα. Ἂς ἔχει μόνον ἀρετή. Ἂς εἶναι ἐνάρετος! Τότε ἔχει τὸ πᾶν. Καὶ
ἡ ἀρετή, ὅπως ξέρουμε ἐπιτυγχάνεται μόνο μὲ τὸν Χριστό. Τὴν ποθοῦμε;
Τὴν θέλουμε; Τὴν ζητοῦμε; Ἂς εἶναι ὁ δρόμος καὶ ἕνας ὁ τρόπος νὰ τὴν
κερδίσουμε.
Νὰ γίνουμε ἄνθρωποι τοῦ Χριστοῦ.
Νὰ γίνουμε ἄνθρωποι τοῦ Χριστοῦ.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’.
Τοὶς
πίστει προστρέχουσι, Θύρσε τρισόλβιε, σορῷ τῶν λειψάνων σου, καὶ
προσκυνοῦσα πιστῶς, τοῦ εἴδους ἐμφέρειαν, ἄφεσιν τῶν πταισμάτων, καὶ
σωμάτων τὴν ρῶσιν, δώρησε ἱεράρχα, ἐκ παντοίων κινδύνων, καὶ παθῶν
ἀρρώστιας, πάντας ἐκλύτρωσε.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’.
Καρπασέων τὸ κλέος καὶ Κυπρίων ἀγλάϊσμα, καὶ θαυματουργὸς ἀνεδείχθης, Θύρσε ἱεράρχα ἀοίδιμε, νηστεία, ἀγρυπνία, προσευχή, οὐράνια χαρίσματα λαβῶν, θεραπεύεις τοὺς νοσοῦντας, καὶ τὰς ψυχὰς τῶν πίστει προστρεχόντων σοι. Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχὺν, δόξα τῷ σὲ στεφάνωσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ πᾶσιν ἰάματα.
Καρπασέων τὸ κλέος καὶ Κυπρίων ἀγλάϊσμα, καὶ θαυματουργὸς ἀνεδείχθης, Θύρσε ἱεράρχα ἀοίδιμε, νηστεία, ἀγρυπνία, προσευχή, οὐράνια χαρίσματα λαβῶν, θεραπεύεις τοὺς νοσοῦντας, καὶ τὰς ψυχὰς τῶν πίστει προστρεχόντων σοι. Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχὺν, δόξα τῷ σὲ στεφάνωσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ πᾶσιν ἰάματα.