Ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος ἦταν ἐπίσκοπος καὶ κήρυττε μὲ μεγάλο ζῆλο τὸ Εὐαγγέλιο στὰ πλήθη τῶν εἰδωλολατρῶν. Τὰ κηρύγματά του προσέλκυσαν πλῆθος εἰδωλολατρῶν στὴν Χριστιανικὴ πίστη.
Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἐξόργισε τὸν ἄρχοντα τοῦ τόπου. Ἔτσι λοιπὸν διέταξε νὰ συλλάβουν τὸν Ἅγιο καὶ νὰ τὸν ὑποβάλλουν σὲ βασανιστήρια, γιὰ νὰ τὸν ἀναγκάσουν νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα. Ἐκεῖνος ὅμως δὲν πείστηκε.
Ἕνας στρατιώτης, ὀνόματι Ἡράκλειος, βλέποντας τὴν καρτερία τοῦ Ἀλεξάνδρου πίστεψε στὸν Χριστό. Ὁ Ἡράκλειος ὑποβλήθηκε σὲ πολλὰ βασανιστήρια καὶ τελικὰ ἀποκεφαλίστηκε.
Ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ, θεραπεύτηκε ἀπὸ τὶς πληγὲς τῶν βασανιστηρίων. Διετέλεσε καὶ κάποιο θαῦμα, ἔτσι προσέλκυσε στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ τέσσερις γυναῖκες, τὴν Θεοδότη, τὴν Γλυκερία, τὴν Ἄννα καὶ τὴν Ἐλισάβετ.
Οἱ γυναῖκες αὐτὲς ὁμολόγησαν τὴν πίστη τους μπροστὰ στὸν ἄρχοντα καὶ ὁδηγήθηκαν γι’ αὐτὸ κάτω ἀπὸ τὸ σπαθὶ τοῦ δήμιου.
Ὕστερα ἀπὸ ὅλους ἀποκεφαλίστηκε μὲ ξίφος καὶ ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος.