Πολλοὶ εἶναι οἱ τρόποι, ποὺ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μεταχειρίζεται γιὰ τὴ σωτηρία μας. Ὁ λόγος τοῦ ψαλμῳδοῦ, «τὸ ἔλεός σου Κύριε, καταδιώξει με πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς μου», ἐπαναλαμβάνεται γιὰ τὸν καθένα μας κάθε στιγμὴ καὶ ὤρα. Μᾶς κυνηγᾷ συνεχῶς, γιὰ νὰ μᾶς σώσει. «Θέλει ὁ Κύριος πάντας ἀνθρώπους σωθήναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθείν» (Α’ Τιμοθέου β’ 4).
Δηλαδή θέλει καὶ ἐπιμένει ὁ Κύριος ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νὰ σωθοῦμε.
Θέλει καὶ δίνει τὶς εὐκαιρίες σὲ ὅλους μας νὰ γνωρίσουμε τὴν ἀλήθεια καὶ νὰ βαδίσουμε ἀνεπηρέαστοι ἀπὸ τὴν πλάνη τὸν δρόμο τῆς ψυχικῆς σωτηρίας.
Τὴν ἀγάπη καὶ τὴ θέληση αὐτὴ τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία μας τὴν βλέπουμε, σὰν προσέξουμε στὴ ζωὴ ὅλων μας.
Ἰδιαίτερα ὅμως μποροῦμε νὰ τὴν παρακολουθήσουμε στὴ ζωὴ τῶν ἁγίων της Πίστεώς μας.
Μὲ ἕνα ἀπὸ αὐτούς, τὸν ἅγιο Ὀνησίφορο, ποὺ ᾖρθε κι ἔζησε στὴν Κύπρο μας, θὰ ἀσχοληθοῦμε στὶς γραμμὲς ποὺ ἀκολουθοῦν.
Ἡ ζωὴ κι οἱ ἀγῶνες του πολλὰ ἔχουν νὰ μᾶς δώσουν.
Πότε γεννήθηκε καὶ ἤκμασε ὁ ἅγιος αὐτὸς δυστυχῶς δὲν γνωρίζουμε. Αὐτὸ ποὺ γνωρίζουμε εἶναι πὼς γεννήθηκε στὴ Βασιλίδα τῶν πόλεων, τὴν πρωτεύουσα «τῆς πάλαι ποτὲ διαλαμψάσης» Βυζαντινῆς μας Αὐτοκρατορίας, τὴν Κωνσταντινούπολη. Οἱ γονεῖς του ἦσαν ἄνθρωποι πολὺ εὐσεβεῖς κι ἐνάρετοι, μὰ καὶ πολὺ πλούσιοι κι εἶχαν τιμηθεῖ ἀπὸ τοὺς τότε ἄρχοντες καὶ βασιλεῖς μὲ πολλὲς τιμὲς καὶ ἀξιώματα. Παρὰ τὴν ξεχωριστὴ ὅμως τούτη προβολή τους, οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ἔμειναν μέχρι τέλους πιστοὶ καὶ ταπεινοί.
Ἀπὸ τέτοιους γονεῖς, ὅπως ἦταν φυσικό, πῆρε ὁ Ὀνησίφορος ἀπὸ αὐτὴ τὴ βρεφικὴ ἡλικία τὴν ἀνάλογο χριστιανικὴ μόρφωση κι ἀνατροφή. Ἄφθονο κάθε μέρα τοῦ προσφερόταν τὸ ἄδολο γάλα τῆς πίστεως. Καὶ τὸ ἀποτέλεσμα; Αὐτὸ ποὺ ψάλλει κι ὁ ὑμνογράφος τῆς Ἐκκλησίας μας. «Ἐκ ρίζης ἀγαθῆς ἀγαθὸς ἐβλάστησε καρπός, ὁ ἐκ βρέφους ἱερὸς Ὀνησίφορος, χάριτι μᾶλλον ἡ γάλακτι τραφεῖς». Ἀπὸ ἅγια ρίζα, ἅγιος καὶ ὁ καρπός. Αὐτὸ μαρτυρεῖ ὁλόκληρη ἡ ζωὴ τοῦ Ἁγίου. Μεγάλη δύναμη ἀλήθεια ἔπαιζε σ' αὐτὸ καὶ τὸ παράδειγμα τῶν γονιῶν. Αὐτὸ γίνεται συχνά. Τὸ παράδειγμα τῶν γονιῶν παίζει πάντοτε μεγάλο ρόλο στὴν ἀνατροφὴ τῶν παιδιῶν.
Ἂν τὸ προσέχαμε κι ἂν τὸ σκεφτόμαστε τοῦτο οἱ γονεῖς, πόσο κερδισμένοι θὰ ἤμασταν τόσο ἐμεῖς, ὅσο καὶ τὰ παιδιά μας! Κι αὐτὰ πόσο πιὸ δυνατὰ θὰ ἤσαν νὰ ἀντιμετωπίσουν τοὺς ποικίλους πειρασμοὺς καὶ νὰ νικήσουν! Γιατί ἀπὸ τὴν παιδικὴ ἡλικία κυνηγᾷ ὁ πονηρὸς τὸν καθένα μας. Ἀπὸ τὴν παιδικὴ ἡλικία στήνει τὶς παγίδες του καὶ ρίχνει τὰ βέλη του. Αὐτὸ ἔγινε καὶ μὲ τὸ καλὸ παιδί, τὸν Ὀνησίφορο.
Πολλὲς ἤσαν οἱ παγίδες ποὺ ὁ πονηρός τοῦ ἔστηνε καὶ πιὸ πολλοὶ οἱ πειρασμοὶ ποὺ τὸν πολιορκοῦσαν καθημερινά. Ὅμως μὲ τὰ ὄπλα τῆς προσοχῆς καὶ προσευχῆς καὶ μελέτης τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ μεγάλωνε τὸ παιδί. Καὶ μεγάλωνε μέσα του κι ὁ ἱερὸς πόθος πῶς νὰ ἀρέσει στὸν Χριστό. Μέσα στὸ παλάτι συνήθως κυκλοφορεῖ. Ὅμως δὲν παρασύρεται. Ἡ λάμψη τῶν ἀξιωμάτων, τὰ ὁποία τοῦ προσφέρονται ἀπὸ νωρίς, δὲν τοῦ θολώνουν τὸ μυαλό. Νεώτατος χάρις τὴν σοφία καὶ τὴ σύνεση καὶ τὶς γνώσεις του ἔγινε Αὐγουστάλιος, δηλαδὴ ναύαρχος τοῦ στόλου τῆς Αὐτοκρατορίας, ὅπως θὰ λέγαμε σήμερα. Κι ὅμως ὁ Ὀνησίφορος δὲν ξιππάζεται, δὲν ὑπερηφανεύεται. Δὲν ἀλλάζει τρόπους ζωῆς. Μὲ βαθιὰ συναίσθηση τῆς θέσεώς του φροντίζει ἀπ' τὴν πρώτη στιγμὴ πὼς νὰ αὐξήσει μὲ κατάλληλα καράβια τὸν στόλο τῆς Αὐτοκρατορίας. Πολλοὶ εἶναι οἱ ἐχθροὶ ποὺ ἐπιβουλεύονται τὴ δύναμή της. Κι ἄλλοι τόσοι ἐκεῖνοι ποὺ φθονοῦν τὴ δόξα καὶ τὸ μεγαλεῖο της. Τὰ βλέπει αὐτὰ ὁ συνετὸς νέος καὶ σπεύδει νὰ ἑτοιμασθεῖ. Δὲν πρόφτασε ὅμως. Κάποιο πρωϊνὸ τὰ ἐχθρικὰ καράβια πλέουν πρὸς τὴν Πόλη. Κι ὁ Ὀνησίφορος, μολονότι ἀνέτοιμος, κινεῖται νὰ τὰ ἀνακόψει. Στὴ ναυμαχία ποὺ ἔγινε, «κρίμασιν οἲς οἶδε Κύριος», τὰ ἑλληνικὰ ἐκεῖνα καράβια, ποὺ ἔπλευσαν νὰ ἀντιμετωπίσουν τὸν ἐχθρὸ διελύθησαν. Μόνο ἡ ναυαρχίδα διασώθηκε, στὴν ὁποία βρισκόταν κι ὁ Ἅγιος.
Ἡ ἧττα αὐτὴ συνεκλόνισε τὸν φιλότιμο νέο, ποὺ συντετριμμένος ἐγκαταλείπει τὴ σταδιοδρομία του καὶ μὲ δέκα ἄλλους συντρόφους ἔρχεται στὴν Κύπρο καὶ βγαίνει ἐκεῖ στὴν Πάφο.
«Πάντα ματαιότης τὰ ἀνθρώπινα», λέγει κι ἐπαναλαμβάνει μοναχός του. «Οὐ παραμένει ὁ πλοῦτος, οὐ συνοδεύει ἡ δόξα», προσθέτουν οἱ ἄλλοι κι ἀποφασίζουν νὰ διασκορπισθοῦν καὶ νὰ ζήσουν τὴν ἀγγελικὴ ζωή, τὴ μοναχική. Τὸ περιστατικό, ποὺ τοὺς συνέβη, τὸ θεωροῦν σὰν ἐπέμβαση Θεοῦ καὶ σὰν ὑπόδειξη πὼς γιὰ κάπου ἄλλου τοὺς προορίζει. Γι' αὐτὸ δὲν ἀπογοητεύονται. Δὲν ἐλεεινολογοῦν τὴν τύχη τους, ὅπως συνήθως κάμνουν οἱ ἄνθρωποι τοῦ κόσμου τούτου. Φωτισμένοι ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ τὸ ὁποῖο συνιστᾷ νὰ εὐχαριστοῦμε τὸν Κύριο, ὄχι μόνο γιὰ τὰ εὐχάριστα, ἀλλὰ καὶ γιὰ ἐκεῖνα ποὺ φαινομενικὰ φαίνονται δυσάρεστα, δοξολογοῦν τὸν Θεό, καὶ μετὰ ἀπὸ θερμὴ προσευχὴ χωρίζονται καὶ προχωρεῖ ὁ καθένας καὶ σ’ ἕνα μέρος.
Ὁ φιλόθεος νέος, ὁ Ὀνησίφορος, ἀφοῦ περιόδευσε διάφορους τόπους, ᾖλθε πρὸς τὰ μέρη τοῦ χωριοῦ Ἀναρίτα. Ἡ ἡσυχία, τὸ ἄφθονο πράσινο τοῦ ὄμορφου ἐκείνου τοπίου τοῦ ἱκανοποιοῦν τὴν ψυχὴ καὶ τοῦ φλογίζουν τὴν καρδιά. Τὰ λόγια τοῦ Κυρίου «ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεὶν ἀπαρνησάσθω ἐαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθείτω μοι» κυκλοφοροῦν συνέχεια στὸ μυαλό του καὶ τοῦ θεριεύουν τὴν ἱερὴ ἀπόφαση. Τὴν ἀπόφαση νὰ ζήσει πιὰ μὲ ὁδηγὸ τὸ θέλημα τοῦ Χριστοῦ καὶ γιὰ τὸν Χριστό. Ἕνας ὁ εὐγενὴς ὁραματισμός του. Νὰ μπορέσει κάποια μέρα νὰ ἀναφωνήσει κι αὐτὸς τοῦ θείου Παύλου τὰ λόγια. «Ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγῶ· ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός».
Γιὰ τὴν πραγμάτωση τοῦ ἱεροῦ αὐτοῦ πόθου χωρὶς κανένα δισταγμὸ ὁ καλομαθημένος νέος δὲν διστάζει νὰ ἀνταλλάξει τὴν καλοπέραση τοῦ πατρικοῦ σπιτιοῦ, μὰ καὶ τῆς αὐτοκρατορικῆς αὐλῆς, τὶς σχέσεις καὶ τὰ μεγαλεῖα μὲ τὴ ζωὴ τοῦ ἀσκητοῦ. Μιὰ σπηλιὰ ἔξω ἀπὸ τὸ χωριὸ γίνεται τώρα ὁ τόπος διαμονῆς καὶ τὸ ἀσκητήριό του. Μέσα σ' αὐτὴ ὁ φλογερὸς νέος «παραδοθεῖς τὴ χάριτι τοῦ Θεοῦ» (Πράξ. ιε’ 40) ὁλόψυχα μὲ ζῆλο θερμουργὸ καὶ σύνεση βαδίζει σταθερὰ τῆς ἀρετῆς «τὴν στενὴν καὶ τεθλιμμένην ὁδὸν τὴν ἀπάγουσαν εἰς τὴν ζωήν». Ἐλεύθερος ἀπὸ κάθε γήινη φροντίδα, μιὰ φροντίδα ἒχει· πὼς νὰ ἀρέσει στὸν Θεὸ καὶ νὰ ἐπιτύχει τὸν ἱερὸ ὁραματισμό του.
Μὲ ἀδιάλειπτη προσευχὴ καὶ νηστεία, ἀλλὰ καὶ μὲ κάθε ἀρετή, σὰν προσεκτικὸς γεωργός, φροντίζει καθημερινὰ καὶ μὲ σκληρὸ ἀγῶνα προσπαθεῖ νὰ ξερριζώνει ἀπὸ τῆς ψυχῆς του τὸ χωράφι τὰ διάφορα ἀγκάθια τῶν παθῶν. Οἱ πειρασμοὶ ποὺ δοκιμάζει μέσα σ’ ἐκείνη τὴ στενὴ καὶ ὑγρὴ σπηλιὰ εἶναι ἀφάνταστα πολλοί. Ὁ πιστὸς ὅμως καὶ ἀνύστακτος ἀσκητὴς μὲ τὴ δύναμη τῆς προσευχῆς τοὺς ἀνατρέπει ὅλους καὶ κατορθώνει σὲ κάθε περίσταση νὰ ξεπληρώνει τὴν προφητικὴ φωνή, ποὺ λέγει: «Νεώσατε ἐαυτοίς, νεώματα καὶ μὴ σπείρητε ἐν ἀκάνθαις». Δηλαδὴ βγάλτε ἀπὸ τὸ χωράφι τῆς ψυχῆς σας τὰ ἀγκάθια καὶ κάνετέ το καινούργιο. Ξεχερσῶστε το, ὥστε νὰ γίνει κατάλληλο γιὰ τὴ νέα καρποφορία. Προσοχή. Μὴ σπέρνετε ποτὲ σὲ χωράφι ποὺ εἶναι γεμάτο ἀγκάθια (Ἱερεμ. δ’ 3).
Στὸ ἐρημικὸ ἐκεῖνο μέρος περνᾶ τὶς ἡμέρες του ὁ Ὅσιός μας. Τὸ σῶμα του δὲν διστάζει νὰ τὸ ταλαιπωρεῖ μὲ νηστεῖες καὶ ἀγρυπνίες καὶ νὰ τὸ ὑποτάσσει στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Συγχρόνως ὅμως καὶ στὴν ψυχή του δὲν ἀμελεῖ νὰ προσφέρει κάθε πνευματικὴ τροφή. Μὲ τὴν ἁπλότητα τοῦ χαρακτῆρα του, μὲ τὴν πραότητα στὴ συμπεριφορά του καὶ μὲ τὴ βασίλισσα τῶν ἀρετῶν, τὴν ταπεινοφροσύνη, ποὺ φροντίζει νὰ ἔχει στὴν καρδιά του σὰν θεμέλιο τῆς ζωῆς του, κατορθώνει νὰ βγαίνει πάντα νικητὴς στοὺς πνευματικοὺς ἀγῶνες του. Γι' αὐτὸ καὶ πλούσια δέχεται ἐπάνω του τὴν χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματος σύμφωνα μὲ τὰ θεία λόγια τοῦ προφήτου ποὺ λέγει: «Ἐπὶ τίνα ἐπιβλέψω ἀλλ’ ἡ ἐπὶ τὸν πρᾶον καὶ ἠσύχιον καὶ τρέμοντά μου τοὺς λόγους;». Δηλαδὴ σὲ ποιὸν ἐγὼ ὁ Θεὸς θὰ ρίψω στοργικὸ καὶ προστατευτικὸ τὸ βλέμμα μου, παρὰ μονάχα στὸν ἄνθρωπο τὸν ταπεινό, τὸν ἥσυχο, τὸν ἄνθρωπο ποὺ τρέμει μὲ σεβασμὸ σὰν ἀκούει τὰ λόγια μου καὶ ἀγωνίζεται νὰ τὰ ἐφαρμόζει στὴ ζωή του; (Ἠσαΐου ξστ’ 22). Ἀλήθεια στὸν ταπεινὸ καὶ πρᾶο ἐπαναπαύεται τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Γι' αὐτὸ καὶ σὰν πρῶτο σκαλοπάτι τῆς κλίμακας τῶν ἀρετῶν, ποὺ θέλει νὰ ἀνεβοῦν ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ ποθοῦν νὰ γίνουν δικοί του, βάζει τῆς ταπεινοφροσύνης τὸ σκαλοπάτι. «Μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι» διακηρύττει γι' αὐτούς.
Εὐτυχισμένοι δηλαδὴ ἐκεῖνοι ποὺ συναισθάνονται τὴ μικρότητά τους καὶ ταπεινώνονται. Ἔχουν φρόνημα ταπεινό. Εὐτυχισμένοι οἱ ταπεινοί, γιατί σ' αὐτοὺς ἀνήκει ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Καὶ προχωρώντας ὁ Κύριος προσθέτει: «Μακάριοι οἱ πραεῖς, ὅτι αὐτοὶ κληρονομήσουσι τὴν γῆν». Εὐτυχισμένοι, καὶ αὐτοὶ ποὺ εἶναι πρᾶοι καὶ δὲν θυμώνουν, γιατί αὐτοὶ θὰ κληρονομήσουν κάποια μέρα τὴ νέα γῆ, τὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ, τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Μακάριοι οἱ πρᾶοι καὶ εἰρηνικοί, γιατί ἡ πραότητα, ποὺ εἶναι καρπὸς ταπεινοφροσύνης, ἀποτελεῖ βασικὸ παράγοντα εὐτυχίας κι εὐλογημένης ζωῆς.
Ὑπέροχο παράδειγμα τῶν δυὸ αὐτῶν ἀρετῶν ὑποδεικνύει ὁ Κύριος, αὐτὸν τὸν ἴδιο ἑαυτό Του. «Μάθετε ἀπ' ἐμοῦ ὅτι πρᾶος εἰμὶ καὶ ταπεινὸς τὴ καρδία καὶ εὐρήσετε ἀνάπαυσιν ταὶς ψυχαὶς ὑμῶν» (Μάτθ. ια’ 29). Ταπεινὸς ὁ Κύριος καὶ πρᾶος. Ταπεινοὶ καὶ πρᾶοι πρέπει νὰ εἶναι κι ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ νοσταλγοῦν καὶ θέλουν νὰ ἐπαναπαύεται ἐπάνω τους ἡ θεία χάρις. Σὰν ἀποτέλεσμα τῆς εὐλογίας αὐτῆς θὰ ἔχουν οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ νὰ βλέπουν νὰ αὐξάνεται ἐπάνω τους ἡ παρρησία τους μπροστὰ στὸν Θεό.
Καὶ ἡ παρρησία τοῦ ὁσίου Ὀνησιφόρου μπροστὰ στὸν Θεὸ μεγαλώνει ἡμέρα μὲ τὴ ἡμέρα. Τὰ δάκρυα, τὰ ὁποῖα ἡ συντετριμμένη ἐκείνη ψυχὴ χύνει καὶ βρέχει τὴ στρωμνὴ της κάθε μέρα, γίνονται γι' αὐτὴν πηγὴ εὐλογιῶν. Πλεῖστα ὅσα θαύματα προσφέρει ζωντανὸς ἀκόμη σὲ πονεμένους κι ἀναξιοπαθοῦντας. Γιατί, ὅπως «οὐ δύναται πόλις κρυβήναι ἐπάνω ὅρους κειμένη», ἔτσι καὶ τοῦ Ἁγίου μας ἡ ζωὴ πολὺ γρήγορα εἶχε γίνει ἀντιληπτὴ ἀπὸ ὅσους κατοικοῦσαν στὰ γύρω χωριά. Καὶ τὸ ἀποτέλεσμα; Καθημερινὰ πλήθη πιστῶν ἔτρεχαν στὴ σπηλιά του καὶ σὰν διψασμένα ἐλάφια τοῦ ζητοῦσαν λόγια Θεοῦ. Κι αὐτὸς μὲ τὴν πνευματικὴ πεῖρα ποὺ διέθετε, τοὺς δίδασκε καὶ τοὺς παρηγοροῦσε. Τοὺς δίδασκε, πάντα μὲ ταπεινοφροσύνη καὶ ἀγάπη πατρικὴ «τὰ καλὰ καὶ ὠφέλιμα τοὶς ἀνθρώποις» (Τίτ. γ’ 8).
Ὅλη αὐτὴ ἡ ἐργασία τοῦ θεοφόρου ἀσκητὴ δὲν ἦταν τίποτε ἄλλο παρὰ μία εὐλαβικὴ προσφορὰ γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ. Κανένας δὲν μποροῦσε νὰ τοῦ προσάψει ὁποιανδήποτε μομφή, πὼς ζητοῦσε «τὴν ἰδὶαν δόξαν» (Ἰωάν. ζ’ 18). Γιὰ τοῦτο κι «ὁ ἐρευνῶν νεφροὺς καὶ καρδίας» (Ἀπόκ. 6, 29) τὸν ἐτίμησε μὲ θεία δόξα.
Τὸν ἐτίμησε μὲ ἰδιαίτερες δωρεὲς καὶ χαρίσματα. Τοῦ ἔδωσε πλούσια τὸ χάρισμα τῆς θεραπείας. Πολλὰ θαύματα καὶ ἰατρεῖες ἐπενεργοῦσε καθημερινά. Θεραπεῖες δαιμονισμένων, λεπρῶν, καρκινοπαθῶν, παθήσεων ματιῶν κι ἕνα σωρὸ ἄλλων ἀσθενειῶν. Σὲ μία περίοδο τρομερῆς ἀνομβρίας μὲ τὴν θερμὴ προσευχή του σὰν τὸν Προφήτη Ἠλία ἄνοιξε τοὺς καταρράκτες τοῦ οὐρανοῦ καὶ κατέβασε βροχὲς εὐεργετικές, ποὺ δρόσισαν ὄχι μονάχα ἀνθρώπους καὶ ζῷα, ἀλλὰ καὶ πότισαν τὴν διψασμένη γῆ. Στὸ πρόσωπό του ἔβρισκαν οἱ δυστυχισμένοι τὴν παρρησία, οἱ ἄρρωστοι τὴν θεραπεία κι οἱ πονεμένοι τὴν παρηγοριά. Αὐτὰ ὅσο καιρὸ ζοῦσε. Μὰ κι ὅταν σὲ βαθιὰ γηρατειὰ παρέδωκε τὴν ἁγία ψυχή του στὸν Κύριο, καὶ πάλι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ τοῦ χάρισε «δόξαν καὶ τιμὴν καὶ ἀφθαρσίαν». Θριαμβευτὴς μπῆκε ὁ φλογερὸς ἀσκητὴς «εἰς τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ» (Β’ Κορινθ. δ’ 15). Κι ἀπὸ ἐκεῖ συνεχίζει τὰ εὐεργετικὰ θαύματά του σὲ ὅλους ἐκείνους ποὺ μὲ συντριβὴ ψυχὴς καὶ εἰλικρινῆ μετάνοια ἐκζητοῦν τὴ μεσιτεία του.
Δυστυχῶς τὸ σπήλαιο τοῦ Ἁγίου εἶναι ἀκαθόριστο σήμερα. Ὁ χρόνος τὸ ἔχει ἐξαφανίσει καὶ ὁ χῶρος ἔχει καταχωσθεῖ. Ἔξω ὅμως ἀπὸ τὸ χωριὸ καὶ στὸ Ν.Α. ἄκρον τοῦ κοιμητηρίου βλέπει κανεὶς ἕνα ἐρειπωμένο ἐκκλησάκι, ποὺ ἔκτισε ὁ ἴδιος ὁ Ἅγιος μὲ τὰ χέρια του. Ἡ μικρὴ αὐτὴ Βυζαντινὴ ἐκκλησοῦλα εἶναι μονόκλιτος καὶ μὲ στέγη καμαρωτή, στενόμακρη 10.80μ. ἐπὶ 3.60μ. Δυστυχῶς ἐδῶ καὶ λίγα χρόνια ἔπαψε καὶ νὰ λειτουργεῖται. Γύρω ἀπὸ τὴν ἐκκλησοῦλα ὑπάρχουν θεμέλια κελλιῶν, ποὺ μαρτυροῦν ὅτι κάποτε ἐκεῖ ἦταν κτισμένη καὶ Ἱερὰ Μονὴ πρὸς τιμὴ τοῦ ἁγίου Ὀνησιφόρου.
Οἱ περιπέτειες τοῦ μαρτυρικοῦ νησιοῦ μας ἔγιναν αἰτία πολλοὶ πνευματικοὶ θησαυροί μας νὰ χαθοῦν. Αὐτὸ ἔγινε καὶ μὲ τὸ θαυματουργὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου. Γιὰ πολλὰ χρόνια βρισκόταν στὸ χωριὸ καὶ φυλασσόταν σὲ μία λάρνακα. Ἀπὸ καιρὸ ὅμως χάθηκε καὶ κανένας δὲν ξέρει τίποτε γι' αὐτό.
Νοερὰ οἱ προσκυνητές, ποὺ ἐπισκέπτονται τὴν Ἀναρίτα γονατίζουν ἐκεῖ στὴν ἐκκλησία κι ἐπικαλοῦνται τὴ μεσιτεία καὶ τὴ βοήθειά του.
Τὴ μεσιτεία του ἂς ἐκζητοῦμε κι ἐμεῖς.
Σήμερα μάλιστα, ποὺ τὸ νησί μας περνᾷ τὶς πιὸ δύσκολες ἥμερες τῆς τετραχιλιόχρονης ἑλληνοχριστινικῆς ζωῆς του, ἂς καταφεύγουμε μὲ πίστη στὸν Ἅγιό μας κι ἂς τοῦ ζητοῦμε τὸν φωτισμὸ καὶ τὴ βοήθειά του στὰ πολλαπλὰ προβλήματά μας.
Ἐπίσκεψη Θεοῦ ἦταν ἡ ἧττα τοῦ στόλου, ποὺ κυβερνοῦσε. Ἐπίσκεψη θλιβερή. Τὴν δέχτηκε, ὅπως δεχόταν καὶ τὶς πλούσιες εὐεργεσίες, ποὺ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ τοῦ πρόσφερε. Τὴν δέχτηκε μὲ εὐγνωμοσύνη κι ἔδωκε τὴν καρδιά του στὸν Κύριο. Πάλεψε μὲ «τὸν Ἄρχοντα τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου» καὶ νίκησε. Μὲ τὸ παράδειγμά του μᾶς καλεῖ κι ἐμᾶς νὰ τὸν μιμηθοῦμε.
Ἄπειρες οἱ εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ, ποὺ δοκιμάζουμε ὅλοι μας. Στὴν πόρτα τῆς καρδιᾶς τοῦ καθενός μας στέκει ὁ Κύριος καὶ μᾶς λέγει: «Ἰδοὺ ἔστηκα ἐπὶ τὴν θύραν καὶ κρούω. Ἐὰν τὶς ἀκούσῃ τῆς φωνῆς μου καὶ ἀνοίξει τὴν θύραν, καὶ εἰσελεύσομαι πρὸς αὐτὸν καὶ δειπνήσω μετ' αὐτοῦ καὶ αὐτὸς μετ' ἐμοῦ» (Ἀποκαλ. γ’ 20). Ὁ συνετὸς νέος Ὀνησίφορος στὴν πρόσκληση τοῦ Ἰησοῦ ἤκουσε κι ἔσπευσε κι ἄνοιξε τὴν πόρτα τῆς καρδιᾶς του στὸν τιμημένο ξένο. Τὴν εὐλογημένη αὐτὴ πράξη τοῦ φιλόθεου νέου, θὰ θελήσουμε κι ἐμεῖς νὰ τὴν ἀντιγράψουμε; Τὴν ἀπάντηση ἂς σπεύσει ὁ καθένας νὰ τὴ δώσει ὁ ἴδιος στὸν Κύριο. Τὸ ἀποτέλεσμά μας εἶναι γνωστό. Ἡ χαρὰ καὶ ἡ εἰρήνη τῆς ψυχῆς, ποὺ διψοῦμε ὅλοι μας, κι ὁ πόθος μας γιὰ ἐθνικὴ δικαίωση δὲν θὰ μείνει καυτὸς πόθος καὶ γλυκὺς ὁραματισμός, μὰ θὰ γίνει ζωντανὴ πραγματικότητα.
Δία τῶν πρεσβειῶν τοῦ ἁγίου Ὀνησιφόρου, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.
Ἀπολυτίκιο Ἦχος γ' Θείας πίστεως.
Θείοις θαύμασι κατεπλουτίσθη, πάτερ ὅσιε Ὀνησίφορε, ἡ τῆς Πάφου Ἁγία Μητρόπολις- τὸν ἄσυλον θησαυρὸν ἡ Ἀναρίτις ἐκτήσατο, ἔχουσα τὴν λάρνακα τῶν ἁγίων λειψάνων σου· ἡ καὶ βρύει ἀεννάως ἰάσεις εἰς δόξαν Χριστοῦ τοῦ ἐν Τριάδι.