Ἀνεψιὸς τοῦ Ἰωάννου Δαμάσκηνου ὁ Στέφανος, γεννήθηκε στὴ Δαμασκὸ τὸ 725 μ.Χ. Τὸν πατέρα του τὸν ἔλεγαν Θεόδωρο Μανσοὺρ καὶ ἦταν ἀδελφὸς τοῦ Ἰωάννου Δαμάσκηνου.
Σὲ ἡλικία δέκα ἐτῶν, ὁ Στέφανος εἰσήχθη ἀπὸ τὸν θεῖο του στὴ Λαύρα τοῦ Ἁγίου Σάββα, ὅπου γιὰ 15 χρόνια ἐκπαιδεύτηκε πολὺ καλὰ στὴ μοναχικὴ ζωή. Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ θείου του, ἀποσύρθηκε στὴν ἔρημο καὶ ἐντρυφοῦσε ἀκόμα περισσότερο στὴ μελέτη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖ ἀσχολήθηκε καὶ μὲ τὴν ποίηση, στὴν ὁποία διακρίθηκε καὶ ἀναδείχθηκε ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους ποιητὲς τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ὁ Στέφανος, ὅτι δημιουργοῦσε μὲ τὸ ταλέντο ποὺ τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, τὸ ἀφιέρωνε στὴ δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι στὸ θαυμασμὸ τῶν ἀνθρώπων. Διότι τὸν ἐνέπνεαν τὰ λόγια της Ἁγίας Γραφῆς, ποὺ λένε: «Πὰν ὅτι ἂν ποιῆτε ἐν λόγῳ ἢ ἐν ἔργῳ, πάντα ἐν ὀνόματι Κυρίου Ἰησοῦ, εὐχαριστοῦντες τῷ Θεῷ καὶ πατρὶ δι' αὐτοῦ». Δηλαδή, κάθε τί ποὺ κάνετε μὲ λόγο ἢ μὲ ἔργο, ὅλα νὰ τὰ πράττετε γιὰ νὰ ἀρέσετε στὸν Κύριο Ἰησοῦ καὶ γιὰ τὴν δόξα Του, εὐχαριστοῦντες μέσῳ Αὐτοῦ τὸν Θεὸ καὶ Πατέρα, ποὺ τόσο πολὺ μᾶς ἀγάπησε.
Ὁ Στέφανος, ἀφοῦ κόσμησε τὴν Ἐκκλησία μὲ τὰ ποιήματά του, πέθανε εἰρηνικὰ τὸ 807 μ.Χ.
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε
Ὡς θεῖον στεφάνωμα, τὴν ἀρετὴν ἐσχηκώς, λαμπρῶς ἐστεφάνωσας, τὴν Ἐκκλησίαν Χριστοῦ, ἐν λόγοις καὶ πράξεσι· σὺ γὰρ ὡς Ἱεράρχης, καὶ σοφὸς θεηγόρος, θείων ᾀσμάτων λύρα, Πάτερ Στέφανε ὤφθης· διὸ ταῖς σαῖς φαιδρότησιν, ἡμᾶς στεφάνωσον.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἀσκητῶν ὁμότροπος, γεγενημένος θεόφρον, Ἱεράρχης ὅσιος, παρὰ Θεοῦ προεβλήθης, ἅπασαν, τὴν Ἐκκλησίαν καταφαιδρύνων, σύριγγι, τῆς θεοπνεύστου σου Πάτερ γλώσσης· διὰ τοῦτό σε τιμῶμεν, ὡς Θεοῦ μύστην, Στέφανε Ὅσιε.
Μεγαλυνάριον.
Στέφανος ἀνθόπλοκος καὶ σεπτός, Στέφανε θεόφρον, δι’ ἀσκήσεως ἀρετῶν, τῇ φωτοστολίστῳ, ἐγένου Ἐκκλησίᾳ· τῇ σῇ γὰρ σταφανοῦται, ἐνθέῳ χάριτι.