Ἀβεὶμ (ἢ Ἄβιβος), Ἀντώνιος (ἢ Ἀντωνίνος), Γουρίας, Ἐλεαζάρος, Εὐσέβωνας, Ἀχείμ, Μάρκελλος (ἢ Σάμωνας, ἢ Εὔλαλος ἢ Μᾶρκος) ἡ μητέρα τους Σολομονὴ καὶ ὁ διδάσκαλός τους Ἐλεαζάρος.
«Αὐτοκράτωρ ἐστὶ τῶν παθῶν ὁ εὐσεβὴς λογισμός». Ὁ εὐσεβὴς λογισμὸς εἶναι κυρίαρχος καὶ ἐξουσιαστὴς ἐπὶ τῶν παθῶν. Αὐτὸ μὲ περίσσια ἀνδρεία ἀπέδειξαν οἱ ἑπτὰ ἀδελφοὶ Μακκαβαίοι μὲ τὴ στάση τους ἀπέναντι στὸν βασιλιὰ τῆς Συρίας Ἀντίοχο, ὅταν αὐτὸς τοὺς ἔταξε δόξες, τιμὲς καὶ ἐπίγειες ἀπολαύσεις, ἂν αὐτοὶ καταπατοῦσαν τὸν Μωσαϊκὸ νόμο καὶ ἔτρωγαν ἀπὸ τὰ ἀπαγορευμένα φαγητὰ ποὺ τοὺς πρόσφερε.
Προηγήθηκε ὁ ἐνενηκονταετὴς διδάσκαλός τους, Ἐλεάζαρος, ποὺ ἐφάρμοσε στὸ ἔπακρο τὸ νόμο ποὺ τοὺς δίδασκε, μὲ ἀποτέλεσμα ὁ Ἀντίοχος νὰ τὸν ρίξει στὴ φωτιά. Ἐμπνεόμενα ἀπὸ τὴ θυσία τοῦ γέροντα διδασκάλου τους, τὰ ἑπτὰ ἀδέλφια κράτησαν τὴν ἴδια γενναία στάση ἀπέναντι στὸ βασιλιά, ὅταν τοὺς κάλεσε μπροστά του.
Στὴν ἀρχὴ ὁ Ἀντίοχος προσπάθησε νὰ τοὺς κολακεύσει μὲ διάφορα ἐγκώμια γιὰ τὴ νιότη τους. Τοὺς εἶπε ὅτι ἂν ἔτρωγαν ἀπὸ τὰ εἰδωλόθυτα ποὺ τοὺς πρόσφερε, θὰ ἀπολάμβαναν μεγάλες τιμές, καὶ φυσικὰ θὰ τοὺς ἔσῳζε ἀπὸ τὸ θάνατο. Τότε οἱ ἑπτὰ ἀδελφοὶ ἀπάντησαν στὸν Ἀντίοχο: «χαλεπώτερον γὰρ αὐτοῦ τοῦ θανάτου νομίζομεν εἶναι σου τὸν ἐπὶ τῇ παρανόμῳ σωτηρία ἡμῶν ἔλεον». Δηλαδή, εἶναι περισσότερο ἐπιβλαβὴς καὶ ἀπ’ αὐτὸν τὸ θάνατο, νομίζουμε, ἡ συμπάθειά σου γιὰ τὴν παράνομη σωτηρία μας. Ἐξοργισμένος τότε ὁ Ἀντίοχος, μὲ τροχούς, φωτιὰ καὶ ἀκόντια, ἕναν – ἕναν τοὺς σκότωσε ὅλους.
Ὅταν εἶδε αὐτὸ ἡ μητέρα τους Σολομονή, ρίχτηκε μόνη της στὴ φωτιὰ καὶ ἔτσι ὅλοι μαζὶ πῆραν τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τῶν Μακκαβαίων τὸν ἑπτάριθμον δῆμον, σὺν τῇ μητρὶ Σολομονῇ τῇ ἁγίᾳ, καὶ Ἐλεάζαρ ἅμα εὐφημήσωμεν· οὗτοι γὰρ ἠρίστευσαν, δι’ ἀγώνων νομίμων, ὡς φρουροὶ καὶ φύλακες, τῶν τοῦ Νόμου δογμάτων· καὶ νῦν ὡς καλλιμάρτυρες Χριστοῦ, ὑπὲρ τοῦ κόσμου, ἀπαύστως πρεσβεύουσι.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Σοφίας Θεοῦ, οἱ στῦλοι οἱ ἑπτάριθμοι, καὶ θείου φωτός, οἱ λύχνοι οἱ ἑπτάφωτοι, Μακκαβαῖοι πάνσοφοι, πρὸ Μαρτύρων μέγιστοι Μάρτυρες, σὺν αὐτοῖς τὸν πάντων Θεόν, αἰτεῖσθε σωθῆναι τοὺς τιμῶντας ὑμᾶς.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις ἡ ἑπτάκλωνος συνδρομή, ὄρπηκες ὡραῖοι, Μακκαβαίων τῆς πατριᾶς, σὺν μητρὶ τῇ θείᾳ, ἅμα καὶ διδασκάλῳ, οἱ εὐκλεεῖς τοῦ Νόμου, καὶ θεῖοι φύλακες.