Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης (Σκιαβτέλι) ἔζησε μεταξὺ τοῦ 12ου καὶ 13ου αἰῶνα μ.Χ. στὴ Γεωργία. Σπούδασε Θεολογία, φιλοσοφία καὶ ἱστορία στὴν ἀκαδημία τοῦ Γελατᾶ (βόρεια Γεωργία). Ἔπειτα ἔγινε μοναχὸς καὶ γιὰ πολλὰ χρόνια ἀσκήτεψε στὸ περίφημο μοναστήρι τοῦ Μπάρτζια (νότια Γεωργία), σὲ ἕνα ἀπομονωμένο κελί. Ἐκεῖ ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ἔζησε μία αὐστηρὴ ἀσκητικὴ ζωή, συνεχῶς ἀφιερωμένος σὲ θεολογικὲς ἀναζητήσεις διὰ τῆς προσευχῆς καὶ ἐντρύφησε στὴν ἑρμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Μετὰ ἀπὸ συνεχεῖς πνευματικὲς προσπάθειές του κατόρθωσε νὰ φθάσει σὲ ἕνα ὑψηλὸ βαθμὸ πνευματικῆς τελειώσεως καὶ δέχθηκε τὸ χάρισμα τοῦ λόγου, τὸ ὁποῖο φανερώθηκε στὴν ποιητική του δημιουργικότητα.
Στὸ μοναστῆρι τοῦ Μπάρτζια, κατὰ τὰ ἔτη 1210 – 1214, ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ἔγραψε μία ἀξιοσημείωτη ὠδή, ὑπὸ τὸν τίτλο «Δοῦλος Χριστοῦ», στὴν ὁποία σκιαγραφεῖται ἡ εἰκόνα τοῦ Χριστιανοῦ, ποὺ εἶναι πιστὸς στοὺς Κανόνες τῆς Ἁγίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Στὸ ἔργο αὐτὸ ὁ μοναχὸς αὐτοαποκαλεῖται συχνὰ περιπλανώμενος καὶ δοῦλος Χριστοῦ. Μεγάλο μέρος τῆς ὠδῆς ἀφιερώνεται στὸν Γεωργιανὸ αὐτοκράτορα Ἅγιο Δαβὶδ Γ’, τὸν Ἀποκαταστάτη († 26 Ἰανουαρίου) καὶ στὴν Γεωργιανὴ αὐτοκράτειρα Ταμάρα τὴ Μεγάλη († 1 Μαΐου καὶ Κυριακὴ τῶν Μυροφόρων).
Ἡ θεολογικὴ σημασία τῆς ὠδῆς «Δοῦλος Χριστοῦ», εἶναι εἰδικὰ ἐμφανὴς σὲ ἐκείνους τοὺς στίχους, ὅπου ὁ ποιητὴς ἀφιερώνει προσευχὲς στὸ Ὄνομα τῆς Ὑπεραγίας Τριάδος γιὰ νὰ εὐχαριστήσει τὴ Θεία Παντοδυναμία καὶ τὴ Θεία Πρόνοια, ποὺ χάρισε στοὺς ἀνθρώπους τὸ Μυστήριο τῆς Θείας Οἰκονομίας. Μιλώντας γιὰ τὴν σειρὰ τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου ἀπὸ τὸν Θεό, ὁ Ὅσιος Ἰωάννης γράφει, σὲ ἀντιστοιχία μὲ τὰ ἔργα τοῦ Ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου, σχετικὰ μὲ τὶς Θεῖες καὶ Ἐκκλησιαστικὲς Ἱεραρχίες.
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης κοιμήθηκε σὲ βαθὺ γῆρας μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ὅσιος Εὐλόγιος γεννήθηκε στὴν Γεωργία καὶ ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τῆς βασίλισσας Ταμάρα (1184 – 1213). Ἐπειδὴ ἀγαποῦσε τὸν Θεὸ καὶ τὴν μοναχικὴ πολιτεία, ἔγινε μοναχός. Ὁ Θεὸς εὐλόγησε τὴν πνευματική του προσπάθεια καὶ τὴ σαλότητά του καὶ τοῦ χάρισε τὸ προορατικὸ χάρισμα.
Μαζὶ μὲ τὸν Ὅσιο Ἰωάννη τὸν Φιλόσοφο, ἀκολούθησε τὴν βασίλισσα Ταμάρα στὴ μάχη ἐναντίων τοῦ σουλτάνου Ρούκν – ἔντ – Δὶν στὸ Μπασιάνη, τὸ ἔτος 1203.
Ὁ Γεωργιανὸς στρατός, καθοδηγούμενος ἀπὸ τὸν βασιλέα Δαβὶδ Σοσλάν, ἔφθασε στὸ μοναστήρι τοῦ Μπάρτζια, ὅπου οἱ Ὅσιοι Εὐλόγιος καὶ Ἰωάννης, μαζὶ μὲ τὴν βασίλισσα, προσευχήθηκαν γιὰ τὴν νίκη τῶν Χριστιανῶν. Κατόπιν, οἱ Γεωργιανὲς δυνάμεις μεταφέρθηκαν στὸ Μπασιάνι, ὅπου βρισκόταν ὁ σουλτάνος μὲ τὸν στρατό του, ποὺ τὸν ἀποτελοῦσαν 400.000 στρατιῶτες. Ἡ βασίλισσα, στὴν συνοδεία τῆς ὁποίας ἦταν καὶ οἱ Ὅσιοι, κατέλυσε κοντὰ στὸ χωριὸ Κόζρχε καὶ ἐκεῖ σταμάτησε, ἐνῷ ἡ προσευχή της ἦταν ἀδιάλειπτη.
Μία ἡμέρα, ἐνῷ οἱ Ὅσιοι Εὐλόγιος καὶ Ἰωάννης ἦταν μαζὶ μὲ τὴν βασίλισσα, ὁ Ὅσιος Εὐλόγιος κοίταξε ψηλά, μετακινήθηκε ἀπὸ τὴν θέση του καὶ βγῆκε ἀπὸ τὴν σκηνὴ φωνάζοντας: «Ἰδοὺ ἡ Χάρη τοῦ Κυρίου!» καὶ ἀνηφόρισε πρὸς τὴν κορυφὴ ἐνὸς λόφου. Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης, ποὺ εἶχε παραμείνει μὲ τὴν βασίλισσα, εἶπε: «Ὁ σαλὸς εἶχε ἕνα ὅραμα καὶ νομίζω ὅτι ἦταν καλό». Φέρνοντας ἐκ τῶν ὑστέρων στὴ μνήμη αὐτὴ τὴν ἡμέρα καὶ ὥρα, προκύπτει ὅτι ἐκείνη ἀκριβῶς τὴν στιγμὴ οἱ Γεωργιανοὶ πολεμιστὲς εἶχαν κατατροπώσει τὸν στρατὸ τοῦ σουλτάνου, ποὺ ἦταν δέκα φορὲς μεγαλύτερος.
Ὁ Ὅσιος Εὐλόγιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.