Ὁ Ὅσιος Βενέδικτος γεννήθηκε τὸ ἔτος 480 μ.Χ. στὴν ἐπαρχία Νουρσίας τῆς Οὐμβρίας. Οἱ γονεῖς του τὸν ἔστειλαν νὰ σπουδάσει στὴ Ρώμη, ἀλλὰ ἡ χλιδὴ τῆς πρωτεύουσας εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νὰ φουντώσει στὴν ψυχή του ἡ ἐπιθυμία τοῦ μοναχικοῦ βίου. Ὅταν ἔχασε τοὺς γονεῖς του, ἡ τροφός του ἀνέλαβε τὴν κηδεμονία ἐκείνου καὶ τῆς ἀδελφῆς του Ἁγίας Σχολαστικῆς. Σὲ ἡλικία εἴκοσι ἐτῶν ἐγκατέλειψε τὴν οἰκογένειά του καὶ ἀφιερώθηκε στὸν Θεό.
Ἀρχικὰ ἀσκήτεψε στὸ Ἀφίλε, βορειοανατολικὰ τῆς Ρώμης καὶ κατόπιν σὲ δυσπρόσιτο σπήλαιο τοῦ Σουμπιάκο. Ἐκεῖ ἔζησε τρία χρόνια αὐστηρᾶς ἀσκήσεως καὶ μελέτης. Στὴν συνέχεια κλήθηκε ἡγούμενος τῆς γειτονικῆς μονῆς τοῦ Βικοβάρο, ἀλλὰ οἱ μοναχοὶ γρήγορα ἀντέδρασαν λόγω τῆς αὐστηρᾶς ἀσκήσεως, στὴν ὁποία ὑπέβαλε αὐτοὺς ὁ νέος ἡγούμενος καὶ ζήτησαν νὰ τὸν δηλητηριάσουν. Ὁ Ὅσιος, ἀφοῦ γλύτωσε μὲ θαυματουργικὸ τρόπο, ἐπέστρεψε στὸ ἐρημητήριό του στὸ Σουμπιάκο, ὅπου ἵδρυσε ἐπάνω στοὺς βράχους δώδεκα κοινόβια, τὸ καθένα μὲ δώδεκα μοναχούς, ἐκ τῶν ὁποίων προΐστατο ἕνας ὡς ἡγούμενος. Οἱ μαθητὲς γύρω του ἄρχισαν νὰ πληθαίνουν καὶ μεταξὺ αὐτῶν συγκαταλέγονταν καὶ νέοι εὐγενῶν οἰκογενειῶν.
Ὅμως, μετὰ ἀπὸ λίγο, λόγῳ ραδιουργιῶν ἑνὸς κληρικοῦ μὲ τὸ ὄνομα Φλωρέντιος, ἀναγκάσθηκε κατὰ τὸ ἔτος 529 μ.Χ., νὰ ἐγκαταλείψει τὸ προσφιλὲς ἐρημητήριό του καὶ νὰ ἔλθει στὸ ὄρος Κασσίνο τῆς Καμπανίας, κοντὰ στὴν Καπούη. Ἐκεῖ ὁ Ὅσιος ἵδρυσε δυὸ ναΐσκους, ποὺ ἀφιέρωσε στὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο καὶ τὸν Ἅγιο Μαρτίνο καὶ τὴν περιώνυμη μονὴ τοῦ ὄρους Κασσίνο, ὅπου ἔγραψε καὶ τὸν περίφημο Κανόνα του.
Μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὅσιος ἀπέκτησε τὸ χάρισμα τῆς διορατικότητας. Δίδασκε πάντοτε στοὺς μαθητές του μὲ τὴ ζύμη τῆς Θείας Δικαιοσύνης καὶ κατέβαλε κάθε προσπάθεια γιὰ τὴν πνευματική τους προκοπή. Τοὺς ἔλεγε νὰ ἐλπίζουν στὸν Θεό, ἐὰν βλέπουν καλὸ νὰ μὴν τὸ ἀποδίδουν στὸν ἑαυτὸ τοὺς ἀλλὰ στὸν Κύριο, νὰ φοβοῦνται τὴν ἡμέρα τῆς κρίσεως καὶ νὰ ἐπιθυμοῦν μὲ ὅλη τους τὴν καρδιὰ τὴν αἰώνια ζωή. Ἐπίσης διαλαλοῦσε ὅτι ὁ ἐπὶ γῆς βίος τοῦ ἀνθρώπου εἶναι κλίμακα ποὺ ἀνυψώνεται στὸν οὐρανό, ἐὰν ἡ καρδιὰ εἶναι ταπεινή. Ἀνεβαίνουμε τὴν πρώτη βαθμίδα τῆς ταπεινοφροσύνης, ἐὰν ἐνθυμούμαστε ἀδιαλείπτως τὸν Θεό. Ἡ δεύτερη βαθμίδα τῆς ταπεινοφροσύνης εἶναι νὰ μὴν ἱκανοποιοῦμε τὶς ἐπιθυμίες μας, ἀλλὰ νὰ πράττουμε τὰ ἔργα τοῦ Κυρίου. Ἡ τρίτη εἶναι ἡ πλήρης ὑπακοή. Ἡ τέταρτη εἶναι ἡ ὑπομονὴ καὶ ἡ προσκαρτερία. Ἡ πέμπτη ἐκφράζεται διὰ τῆς ταπεινῆς ἐξαγορεύσεως τῶν λογισμῶν. Ἡ ἕκτη εἶναι ἡ αὐτομεμψία καί, τέλος, ἡ ἑβδόμη εἶναι ἡ βαθιὰ αἴσθηση τῆς ἀναξιότητάς μας.
Ὁ Ὅσιος Βενέδικτος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη μεταξὺ τῶν ἐτῶν 543 – 547 μ.Χ. Κατὰ τὸν βιογράφο του, ἕξι ἡμέρες πρὶν τὸν θάνατό του παρήγγειλε νὰ τοῦ ἑτοιμάσουν τὸν τάφο, τὴν δὲ τελευταία ἡμέρα νὰ τὸν μεταφέρουν στὸ ναό, ὅπου, ἀφοῦ μετέλαβε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων καὶ προσευχήθηκε, παρέδωσε τὸ πνεῦμα. Τὸ ἱερὸ λείψανο αὐτοῦ, ἐνταφιάσθηκε στὸ ναΐσκο τοῦ Προδρόμου, ἐκεῖ ὅπου ἄλλοτε ὑψωνόταν τὸ ἱερὸ τοῦ Ἀπόλλωνος. Κοντὰ στὸν Ὅσιο ἐνταφιάσθηκε καὶ ἡ ἀδελφή του Σχολαστική.
Ὁ βίος τοῦ Ὁσίου Βενεδίκτου γράφτηκε στὴ λατινικὴ γλῶσσα ἀπὸ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο τὸν Διάλογο καὶ μεταφράστηκε στὴν ἑλληνικὴ ἀπὸ τὸν Πάπα Ρώμης Ζαχαρία (741 – 752 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος ἦταν Ἕλληνας ἀπὸ τὴν Καλαβρία.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τὴν φερώνυμον κλῆσιν ἀληθεύουσαν ἔδειξας, τοῖς ἀσκητικοῖς σου ἀγῶσι, θεοφόρε Βενέδικτε· υἱὸς γὰρ εὐλογίας τεθηλώς, ἀρχέτυπον ἐγένου καὶ κανών, τοῖς ἐκ πόθου μιμουμένοις τὴν σὴν ζωήν, καὶ ὁμοφώνως κράζουσι· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ἀνατολῆς τῆς νοητῆς φωστὴρ γενόμενος
Τῶν ἐν τῇ Δύσει Μοναστῶν ὤφθης διδάσκαλος
Διὰ βίου τε καὶ λόγου τούτους παιδεύων.
Ἀλλ’ ἱδρῶσι τῶν λαμπρῶν κατορθωμάτων σου
Τῶν παθῶν ἡμῶν τὸν ῥύπον ἀποκάθαρον
Τῶν βοώντων σοι, χαίροις Πάτερ Βενέδικτε.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῶν Ὁσίων ἡ καλλονή, καὶ τῶν ἐν τῇ Δύσει Μοναζόντων ὁ χαρακτήρ· χαίροις θεοδρόμου, ζωῆς ὁ ὑποφήτης, Βενέδικτε τρισμάκαρ, ἀξιοθαύμαστε.