Η Βασίλισσα στον Θρόνο Της

Η Βασίλισσα στον Θρόνο Της

.

.
Εις Άγιος, εις Κύριος, Ιησούς Χριστός, εις δόξαν Θεού Πατρός. Αμήν.
Μέσα απ΄αυτές τις σελίδες που ακoλουθούν θέλω να μάθει όλος ο κόσμος για Τους Αγίους, τις Εκκλησιές και τα Μοναστήρια της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας.

Μπορείτε να μου στείλετε την Ιστορία του Ναού σας ή του Μοναστηρίου σας όπως και κάποιου τοπικού Αγίου/ας της περιοχής σας nikolaos921@yahoo.gr

Ιερός Ναός Αγίων Πάντων Θεσσαλονίκης

Ιερός Ναός Αγίων Πάντων Θεσσαλονίκης
κάνετε κλικ στην φωτογραφία

Τρίτη 9 Ιουλίου 2024

Συνέντευξη του Μητροπολίτη Μάνης για την χριστιανική ηθική στην ιστοσελίδα arxon.gr.

 manis.arxongr

Συνέντευξη με θέμα την “Χριαστιανική ηθική” παραχώρησε ο Σεβ. Μητροπολίτης Μάνης κ. Χρυσόστομος Γ΄, στο Arxon.gr.

Ο Μητροπολίτης μιλά τόσο για την ηθική ως έννοια, όσο πιο στοχευμένα για την χριστιανική ηθική μέσα από του Αγίους Πατέρες της Εκκλησίας μας. Τέλος, κάνει λόγο για την χριστιανική ηθική σε θέματα της γενετήσιας ελευθερίας, ζωής και οικογένειας.

Ακολουθεί η ολόκληρη η συνέντευξη:

Σεβασμιώτατε, ένα από τα πιο επίκαιρα ζητήματα είναι εκείνο που έχει ως περιεχόμενο την χριστιανική ηθική. Θα ήθελα πάνω σ’ αὐτό, να σας θέσω ορισμένες ερωτήσεις. Μία πρώτη ερώτηση έρχεται στο προσκήνιο αυθόρμητα. Μπορούμε νά μιλάμε σήμερα για χριστιανική ηθική;

Κατ’ ἀρχήν, ἡ λέξη «ἠθική», ἀπό μόνη της, χωρίς τόν προσδιορισμό «χριστιανική» παράγεται ἀπό τήν λέξη «ἦθος», πού εἶναι ἐκτενέστερος τύπος τῆς λέξεως «ἔθος». Ὑπάρχει δηλαδή ἕνας σύνδεσμος τῆς ἔννοιας τῆς ἠθικῆς μέ τό ἔθος καί τό ἦθος. Καί ἡ λέξη ἦθος ἐκ τοῦ ἔθους, ὅπως εἴπαμε, σημαίνει βασικά τόν τρόπο τοῦ σκέπτεσθαι καί ἐνεργεῖν ὡς ἄτομο καί ὡς μέλος μιᾶς κοινωνίας. Εἶναι ἡ συνήθεια πού διαμορφώνεται μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου. Τό ἦθος τό διαμορφώνει ἡ κληρονομικότητα, ἡ ἀγωγή ἀπό τήν παιδική ἡλικία, ὁ χαρακτῆρας, ἡ παιδεία, ὁ ψυχικός καί συναισθηματικός ἐσωτερικός κόσμος, τό ὅλο κοινωνικό περιβάλλον. Μάλιστα, ἀρχίζει ἀπό τήν παιδική ἡλικία. Ἔπειτα, μεγάλη ἐπίδραση ἀσκεῖ στήν προσωπικότητα τοῦ κάθε ἀνθρώπου καί ἡ κοσμοθεωρία πού θά ἀποκτήσει, τά φιλοσοφικά ρεύματα, οἱ διάφορες ἰδεολογίες, τά διεθνῆ γεγονότα, ἡ ὅλη συμπεριφορά τῶν συνανθρώπων. Κοντά στό ἦθος καί τήν ἠθική εἶναι καί τό ἔθιμο, τό ὁποῖο δημιουργεῖται σύν τῷ χρόνῳ, ὡς βούληση μιᾶς κοινωνίας. Ἀργότερα ἔρχεται καί ὁ νόμος, ὡς τό γραπτόν πλέον δίκαιο. 

     Ἔτσι, ὅταν μιλᾶμε γιά ἠθική, γενικά εἶναι ἀπό ἐπιστημονική ἄποψη θά λέγαμε, ἡ μελέτη τῶν ἀνθρωπίνων πράξεων καί περαιτέρω ἡ ἀξία ἤ ἀπαξία αὐτῶν. Εἶναι ἡ ὅλη συμπεριφορά μας. Κινεῖται μεταξύ τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ. Εἰδικότερα, τώρα, χριστιανική ἠθική εἶναι ἡ ἠθική πού ἔχει ὡς βάση τήν χριστιανική διδασκαλία. Εἶναι ὁ ἐν Χριστῷ βίος. Ἀντλεῖ τό περιεχόμενό της ἀπό τό Ἱερό Εὐαγγέλιο. 

Δεν υπάρχει όμως ηθική και εκτός από την χριστιανική;

Ὑπάρχει βέβαια καί ἐκτός τοῦ Εὐαγγελίου. Τίς βασικές ἀρετές πού διαγράφονται στήν ἠθική ὑπό τήν γενική ἔννοια τοῦ ὅρου, τίς βρίσκουμε στήν ἀρχαία ἑλληνική φιλοσοφία, σέ παραδόσεις καί νομοθετήματα λαῶν, ἀλλά αὐτές εἶναι σχετικές καί ἀτελεῖς. Ἡ πληρότητα καί ἡ ἀνωτερότητα τῶν ἀρετῶν βρίσκεται στήν τέλεια χριστιανική διδασκαλία. Γι’ αὐτό, γιά τήν χριστιανική ἠθική οἱ ἀρετές εἶναι καρποί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὡς μᾶς τό διατυπώνει ὁ Ἀπ. Παῦλος στό πέμπτο κεφάλαιο στήν πρός Γαλάτας ἐπιστολή του. Ἔτσι ὑπάρχει εἰδοποιός διαφορά μεταξύ χριστιανικῆς καί φιλοσοφικῆς ἠθικῆς ἤ ἄλλης ἰδεολογικῆς ἠθικῆς. Ἡ χριστιανική ἠθική δέν εἶναι ἠθικολογία, οὔτε περιπτωσιακός σχολαστικισμός, ἀλλ’ εἶναι μία ἐσωτερική ἀναγέννηση τοῦ ἀνθρώπου πού πιστεύει στό Χριστό καί πράττει σύμφωνα μέ τό θεῖο θέλημα. 

-Τί εννοεῖται ακριβώς ό,τι η χριστιανική ηθική δεν είναι ιδεολογική, δεν έχει ιδεολογικό πρόσημο;

Ἡ χριστιανική ἠθική δέν εἶναι κάποιο ἀνθρώπινο ἰδεολογικό κατασκεύασμα. Δέν ἀπηχεῖ γνῶμες πολιτικῆς χροιᾶς ἤ κάποιων διανοουμένων πού σήμερα λένε τό ἄλφα καί αὔριο τό βῆτα. Ἡ χριστιανική ἠθική ἔχει σαφῶς χριστοκεντρικό χαρακτῆρα. Ἀκρογωνιαῖος λίθος εἶναι ὁ Ἀναμάρτητος Χριστός, ὁ Αἰώνιος Διδάσκαλος τοῦ Ὁποίου τά λόγια, τά ρήματα Αὐτοῦ εἶναι αἰώνια. Γι’ αὐτό, τήν χριστιανική ἠθική τήν ἀποκαλοῦμε καί κατά Χριστόν ζωή.

     Γιά τήν ὑποδήλωση, μάλιστα, τῆς ἠθικῆς αὐτῆς χρησιμοποιήθηκαν καί ἄλλες ἐκφράσεις ἀπό τούς ἁγίους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως «ζῆν κατά Θεόν», «ζωή ἐν Χριστῷ», «περιπατεῖν ἐν φωτί» κἄ. 

Πού θα βρούμε αποτυπωμένη την χριστιανική ηθική;

Κατ’ ἀρχήν, ὅπως εἴπαμε, ἡ χριστιανική ἠθική εἶναι ἡ «ὁδός τοῦ Χριστοῦ», τό Εὐαγγέλιό Του, οἱ θεῖες ἐντολές Του. Ἐκεῖ μέσα στό Ἱερό Εὐαγγέλιο θά βροῦμε ὁλάκερη τήν χριστιανική ἠθική. Πηγή, λοιπόν, εἶναι γενικότερα ἡ Ἁγία Γραφή καί ἡ Ἱερά Παράδοση γιατί ἡ ἠθική τῆς πίστεως εἶναι ἀναπόσπαστα συνδεδεμένη μέ τήν ὀρθόδοξη θεολογία. Μή ξεχνᾶμε ὅτι ἡ ὅλη δογματική διδασκαλία εἶναι συνδεδεμένη μέ τήν Ἠθική. Ποτέ πράξη καί δόγμα δέν ἀνεξαρτοποιοῦνται, ἀλλ’ ἐκλαμβάνονται πάντοτε ὡς ζωή ἐν τῷ δόγματι. Αὐτό συνιστᾶ τήν θεοσέβεια.   Ἔπειτα, οἱ Ἱεροί Κανόνες ἀναφέρονται σέ πρακτικά ζητήματα τοῦ κατά Χριστόν βίου τῶν ἀνθρώπων. Οἱ ἅγιοι Πατέρες ἐπίσης τῆς Ἐκκλησίας παρέδωσαν καί σπουδαιότατα συγγράμματα μέ περιεχόμενο τήν χριστιανική ἠθική. 

– Υπάρχουν και συγκεκριμένα έργα των Αγίων Πατέρων πάνω στην ηθική;

Βεβαίως. Κατ’ ἀρχήν οἱ ἴδιοι οἱ βίοι τῶν ἁγίων εἶναι ἠθική. Τό κάθε Συναξάριο περιέχει χριστιανικοί ἠθική. Ἡ ἀσκητική γραμματεία, ὅπως ἡ Κλίμακα τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου, ἡ Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν, ὁ Εὐεργετινός, ὁ Ἀόρατος Πόλεμος τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου κἄ. 

     Ἀλλά ἔχουμε καί εἰδικά ἔργα ὅπως εἶναι: τά «Ἠθικά» τοῦ Μεγ. Βασιλείου, τά «Ἠθικά ποιήματα» τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, τά «Ἠθικά κεφάλαια» τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, τά «Ἠθικά» τοῦ ἁγίου Συμεών τοῦ νέου Θεολόγου, ἡ «Χριστιανική Ἠθική» τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου κἄ. 

– Υπάρχει συνεπώς η χριστιανική ηθική την οποία έρχεται και εφαρμόζει η Εκκλησία στη ζωή των μελών της. Όμως, μήπως σήμερα που έχουν αλλάξει οἱ καιροί, θα πρέπει και η Εκκλησία στην εφαρμογή της ηθικής να δείχνει πιο κοντά στον σύγχρονο άνθρωπο που έχει τόσες δυσκολίες και τόσους πειρασμούς;

Τί θά πεῖ «ἔχουν ἀλλάξει οἱ καιροί»; Τί θά πεῖ «πιό κοντά στόν ἄνθρωπο»; Πάντοτε οἱ δυσκολίες, οἱ πειρασμοί ὑπῆρχαν, γιατί ὁ πειραστής ἀρχῆθεν ὑπάρχει καί συνεχῶς κάμνει τίς ἐπιθέσεις του στόν ἄνθρωπο. Ἀλλά καί ἡ Ἐκκλησία ἀείποτε εἶναι γιά τόν ἄνθρωπο. Διηνεκῶς δίπλα του, ὡς «καλός ποιμήν», ὡς «καλός Σαμαρείτης». Μή ξεχνᾶτε ὅτι ἡ Ἐκκλησία ὡς «Θεῖον, ἱερόν καί αἰώνιον Καθίδρυμα» διέπεται ὑπό θεοσυστάτων ἠθικῶν ἀρχῶν καί κανόνων, τούς ὁποίους Αὐτός Οὗτος, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι καί οἱ θεοφόροι Πατέρες ἐθέσπισαν ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ. 

     Ἔπειτα, ἡ Χριστιανική Ἠθική δέν εἶναι ἄρνηση, ἀλλά θέση, πνευματικός ἀγῶνας μέ βάση τήν μετάνοια, ἕνα δημιουργικό ἔργο, ὑπεύθυνο «ἐργόχειρο», ὅπως λένε οἱ νηπτικοί πατέρες, καί συνειδητή προσωπική πορεία πρός τό «πλήρωμα» τοῦ νόμου, τήν ἀλήθεια καί τήν ἀγάπη. 

     Ὀφείλουμε ἀκόμη, νά γνωρίζουμε ὅτι ἡ Χριστιανική Ἠθική, ἄλλως οἱ θεῖες ἐντολές, ἀπαιτοῦν οἰκειοθελῆ συμμόρφωση, διότι ἀναγκαστική συμμόρφωση διατάσσει μόνο ὁ νόμος τοῦ κράτους. Στίς θεῖες ἐντολές ἀντίθετα ὑπάρχει τό γεγονός τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου, λειτουργεῖ τό αὐτεξούσιο τοῦ ἀνθρώπου. Ἰσχύει τό, «ὅστις θέλει», ἀκολουθεῖ τόν Χριστό καί ἐφαρμόζει τήν διδασκαλία Του. Κανένα δέν ἐξαναγκάζει σέ σωτηρία ὁ Χριστός. 

Ποια είναι η θέση της χριστιανικής ηθικῆς για την ζωή και τον θάνατο του ανθρώπου; Δηλαδή, τί λέει για την κυοφορία, γέννηση, άμβλωση, για το τέλος του ανθρώπου δηλαδή τον φόνο, την αυτοκτονία, την ποινή του θανάτου, την ευθανασία, την καύση των νεκρών. Είναι ζωτικά θέματα αυτά που απασχολούν την κοινωνία μας.

Θέσατε ἀρκετά ζητήματα, πού τό καθένα χρήζει πολλῆς ἑρμηνείας καί μιᾶς ἐνδελεχοῦς ἀπαντήσεως. Ὡστόσο, προσεγγίζοντας τά ζητήματα αὐτά, βασικά, ὅπως διαπιστώνουμε, ἀφοροῦν τήν ὅλη ὀντολογική ὑπόσταση τοῦ ἀνθρώπου. Τό λέγω τοῦτο, γιατί κατ’ ἀρχήν, ὀφείλουμε νά γνωρίζουμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι ἁπλῶς ἕνα βιολογικό ὄν, οὔτε μόνο ὕλη, σῶμα, δηλαδή αὐτό πού βλέπουμε, ὄν αὐθύπαρκτο καί ἀνεξάρτητο ἀπό τήν θεία δημιουργία. Δέν εἶναι μία τυχαία ὕπαρξη ζωῆς κάποιων ἐτῶν ὅπου ξαφνικά σβήνει καί χάνεται. Ὄχι. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἡ κορωνίδα τῆς θείας δημιουργίας, πλασμένος μέ τήν σοφία τοῦ Θεοῦ, μέ θνητό μέν σῶμα ἀλλά καί ἀθάνατη ψυχή, μέ δόξα καί τιμή στεφανωμένος ἀπό τόν Πλάστη Του, τόν Θεό. Εἶναι πλασμένος «κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν» Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι σῶμα καί ψυχή. Ἔχει θέση στήν ὅλη δημιουργία καί κτίση καί συνάμα θεῖο προορισμό. Ἐκεῖ θά στηριχθοῦμε γιά νά δώσουμε τίς ἀπαντήσεις πού χρειάζονται πρός κατανόησιν καί ἀπορρέουν βέβαια ἀπό τήν χριστιανική ἠθική. 

     Τό πρῶτο θέμα, πού θέτετε εἶναι ἡ κυοφορία καί ἡ γέννηση τοῦ ἀνθρώπου. Ἐδῶ ἡ χριστιανική ἠθική θά ἔλθει καί θά πεῖ ὅτι ἡ τεκνογονία εἶναι εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ὁ καρπός τῆς ἕνωσης τῶν συζύγων μετά ἀπό τό εὐλογημένο μυστήριο τοῦ γάμου καί ἔκφραση τῆς μετοχῆς τους στό δημιουργικό ἔργο τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι ἡ χριστιανική ἠθική θά δείξει, ὅτι ἡ ἀποφυγὴ τῆς τεκνογονίας εἶναι μία μορφή ἐγωϊστικῆς κατάστασης. Ἡ κυοφορία τῆς γυναίκας εἶναι εὐλογημένο γεγονός, ὡς καί ἡ γέννηση ἑνός ἀνθρώπου. Καί τά δύο γεγονότα περικλείουν κατά τήν χριστιανική ἠθική μία ἱερότητα καί ἐξ αὐτῆς ἔρχεται ὁ σεβασμός καί ἡ ἀξία τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης. Εἶναι ὁ σεβασμός τῆς ζωῆς. Τό κυοφορούμενο, ἄλλως τό ἔμβρυο, ἅμα τῇ συλλήψει του εἶναι ἄνθρωπος. Ἄνθρωπος μέ σῶμα καί ψυχή. Ὁ Ἱ. Δαμασκηνός λέγει: «Ἅμα τό σῶμα καί ἡ ψυχή πέπλασται˙ οὐ τό μέν πρῶτον, τό δέ ὕστερον». Ἔτσι ἡ διακοπή τῆς κυοφορίας εἶναι διακοπή τῆς ζωῆς. Γιά τήν χριστιανική ἠθική, ἡ ἔκτρωση ἤ ἄμβλωση εἶναι μέγιστη ἁμαρτία. Εἶναι εἶδος φόνου. Ὑπάρχει ἐπίσης καί ὁ 91ος κανόνας τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου πού τό διακελεύει αὐτό. Οὐδείς ἔχει τό δικαίωμα νά διαπράξει αὐτό τό ἔγκλημα. Εἶναι λανθασμένη γιά τήν χριστιανική ἠθική ἡ ἄποψη, πού ἐπιπόλαια λέγεται, ὅτι τό ἔμβρυο ἀνήκει, ὡς ἰδιοκτησία τρόπον τινα, στή κυοφοροῦσα γυναῖκα. Δέν ἀνήκει οὔτε στή γυναῖκα, οὔτε στόν ἄνδρα. Ἀνήκει στό Θεό ὡς ξεχωριστή ζωντανή ὕπαρξη. 

     Γιά τά ἄλλα θέματα πού ρωτᾶτε, ἡ χριστιανική ἠθική διδασκαλία εἶναι σαφής. Πρῶτον, ἡ ἀνθρωποκτονία, δηλαδή ἡ ἀφαίρεση τῆς ζωῆς τοῦ συνανθρώπου μας συνιστᾶ μέγιστη ἁμαρτία. Ἀποκαλεῖται καί φόνος καί ὅταν αὐτός πού χρησιμοποιεῖ γιά τήν πράξη του αὐτή δόλια μέσα ὀνομάζεται καί δολοφονία. Ἡ ἀνθρωποκτονία εἶναι τό πρῶτο ἔγκλημα πού διεπράχθη στήν ἀνθρώπινη ἱστορία, ὅταν ὁ Κάϊν σκότωσε τόν ἀδελφό του τόν Ἄβελ. Καί βέβαια ἔλαβε τήν τιμωρία, τήν κατάρα τοῦ Θεοῦ. Ἦταν «στένων καί τρέμων». Στίς Δέκα Ἐντολές ὑπάρχει σαφέστατα ἡ θεία ἕκτη ἐντολή «οὐ φονεύσεις». 

Στή συνέχεια, ἡ αὐτοκτονία ἐπίσης εἶναι ἁμαρτία. Συνιστᾶ περιφρόνηση τῆς ζωῆς πού ὁ Θεός μᾶς ἔδωκε. Δέν ἔχουμε κανένα δικαίωμα νά ἀφαιρέσουμε τή ζωή μας, τό πολύτιμο αὐτό θεῖο ἀγαθό. Ἡ βαρειά αὐτή σκέψη τῆς αὐτοκτονίας ἤ αὐτοχειρίας προέρχεται ἀπό τόν διάβολο, ὁ ὁποῖος «ἀπ’ ἀρχῆς εἶναι ἀνθρωποκτόνος». Αὐτός φέρει τήν ἀπογοήτευση, τήν ἀπελπισία, τήν δειλία, τήν κατάθλιψη, τήν ψυχική πάθηση. 

     Ἔπειτα κατά τήν χριστιανική ἠθική ἡ ποινή τοῦ θανάτου δέν εἶναι ἀποδεκτή. Ποιός ξέρει μέχρι τήν τελευταία στιγμή, ὑπάρχει ἡ διόρθωση καί τό μέγεθος τῆς μετάνοιας. 

     Ἕνα ἄλλο μεγάλο θέμα εἶναι τό δικαίωμα τοῦ ἀνθρώπου ν’ ἀποφασίσει γιά τόν θάνατό του. Ναί, θά σᾶς ρωτήσω μέ τήν σειρά μου τρόπον τινα, μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος ν’ ἀρνηθεῖ τήν περαιτέρω συνέχιση θεραπείας στή περίπτωση πού αὐτή δέν συνδυάζεται μέ καμμία προοπτική ἰάσεως καί ὄχι μόνο μέχρι ἐκεῖ, ἀλλά ὑφίσταται καί ἐπώδυνες στιγμές; Ὅταν μιλᾶμε, λοιπόν, γιά εὐθανασία, ἀναφερόμαστε σέ ἀσθενεῖς πού δέν εἶναι πλέον σέ θέση οἱ ἴδιοι νά λάβουν ἀποφάσεις γιά τή ζωή τους καί ἡ ἀπόφαση, ἡ εὐθύνη μετατίθεται σέ τρίτο πρόσωπο, ἰατρό ἤ νοσηλευτικό προσωπικό. Τό θέμα εἶναι πράγματι μεγάλο, δυσχερές καί λεπτότατο. Ἔχουμε βέβαια ἀπό ἄποψη νομική, τή Σύμβαση τοῦ Ὀβιέδο γιά τά ἀνθρώπινα δικαιώματα καί τήν βιοϊατρική, πού ἡ Ἑλλάδα κύρωσε τό 1998 καί τίς διατάξεις τοῦ Ποινικοῦ Κώδικα, ἀλλά αὐτά ὅλα τά νομικά κείμενα δέν καλύπτουν ὅλες τίς πλευρές καί καταστάσεις τοῦ θέματος. 

     Ἔτσι μιλᾶμε πρῶτον γιά ἐνεργητική εὐθανασία πού εἶναι ἡ ἄμεση καί ἐπίμονη ἀπαίτηση τοῦ θύματος καί αἰσθήματα οἴκτου τοῦ δράστη, ἀλλά αὐτή θεωρεῖται ὡς ἀνθρωποκτονία (εἶναι τό ἄρθρο 300 τοῦ Π.Κ.), δεύτερον, γιά τήν ἔμμεση εὐθανασία πού πρόκειται γιά τήν καταπολέμηση τῶν πόνων μέ φάρμακα μέ ἐνδεχόμενο τό γεγονός τῆς ἐπέλευσης τοῦ θανάτου καί γιά τήν τρίτη περίπτωση εὐθανασίας, ἡ ὁποία εἶναι ἡ παθητική εὐθανασία, ὅπου στή περίπτωση τοῦ ἀσθενοῦς δέν ἔχει νόημα ἡ παράταση τῆς ζωῆς πού σιγά – σιγά σβήνει, ὁπότε ἀποφασίζεται ἡ παράλειψη ἰατρικῶς καί τεχνητῶς αὐτῆς τῆς παράτασης –  διατήρησης τῆς ζωῆς, βέβαια πάντοτε μέ ὡρισμένες προϋποθέσεις. Ἀλλά ὁ θάνατος ἐπέρχεται. Ἔχει συντελεστεῖ εὐθανασία. Ὅμως, ἡ εὐθανασία εἶναι μή ἀποδεκτή πράξη γιά τήν χριστιανική ἠθική. Εἶναι μία ἐνέργεια ὡς παραίτηση ἀπό τή ζωή. Εἶναι «εἶδος αὐτοκτονίας», θανάτωσης. Ἐδῶ ἔχουμε πλέον στό δύσκολο αὐτό ζήτημα μία καταστρατήγηση τῆς ἱερότητας τοῦ προσώπου καί τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ. Διότι ὁ Θεός ξέρει τό γιατί. Ἐκεῖνος κατευθύνει τά πάντα. Ἀφοῦ «καί αἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς πᾶσαι ἠριθμημέναι εἰσί». Ἄς θυμηθοῦμε ἐν προκειμένῳ καί τήν μεγίστη δοκιμασία τοῦ Ἰώβ. Μέ ὅλα πού ὑπέφερε δέν ἔδωσε τέλος στή ζωή του παρ’ ὅτι καί αὐτή ἡ γυναῖκα του τοῦ εἶπε: «εἰπόν τι ρῆμα πρός Κύριον καί τελεύτα». Πολλά μᾶς διδάσκει. Ἔπειτα ἐμεῖς ὡς ἄνθρωποι ἀδυνατοῦμε νά προσδιορίσουμε μέ ἀπόλυτη βεβαιότητα τήν ὥρα τοῦ θανάτου μας. Ἄς ἀφήνουμε κεφαλαιώδη θέματα στό Θεό. Καί ὁ θάνατος εἶναι μυστήριο.

     Τέλος, ὅσον ἀφορᾶ  τό θέμα τῆς καύσης τῶν νεκρῶν, ἐδῶ ἡ χριστιανική ἠθική παροτρύνει τόν ἐνταφιασμό τοῦ νεκροῦ σώματος καί ὄχι τήν καύση. Τό παράδειγμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ βάση, ἀφοῦ ὁ Κύριος τέθηκε στό τάφο καί ἐξ αὐτοῦ ἀναστήθηκε. Καί ὅλοι οἱ ἅγιοι τάφηκαν. Εἶναι ὁ σεβασμός στό ἀνθρώπινο σῶμα πού εἶναι «ναός τοῦ Ἁγ. Πνεύματος» καί τό τιμοῦμε καί ἡ ταφή ἔρχεται, ὡς ὁ κόκκος πού θάπτεται στή γῆ καί πάλιν βλαστάνει καί μᾶς δείχνει τήν ἐλπίδα πού πρέπει νά ἔχουμε στήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν στή νέα ζωή, ἐνῶ ἡ καύση ἀνάγει τόν νοῦ στήν ἰδέα τῆς ἀνυπαρξίας πού εἶναι σαφῶς ἀντιχριστιανική. Ἡ ταφή τῶν προσφιλῶν νεκρῶν μας ἀποτελεῖ μακροχρόνια παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἐνῶ ἡ καύση χαρακτηρίζεται ὡς ἀπανθρωπία, ὡς λέγει καί ὁ ἀρχαῖος ἐκκλησιαστικός συγγραφεύς ὁ Τερτυλλιανός. Ἡ ἀποτέφρωση τοῦ σώματος δέν εἶναι σύμφωνη πρός τήν χριστιανική παράδοση καί ἠθική. Γιά τήν Ἐκκλησία, ὁ ἄνθρωπος εἶναι «κατ’ εἰκόνα Θεοῦ», πλασμένος καί σεβόμεθα τό ἀνθρώπινο σῶμα καί κατ’ ἀκολουθίαν καί τά ἱερά λείψανα τιμοῦμε καί προσκυνοῦμε καί ὁ Ἱ. Χρυσόστομος θά ὑπογραμμίσει μάλιστα ὅτι «πρός ἀνατολάς τήν σορόν κειμένην, σχηματίζομεν τήν ἀνάστασιν αὐτοῦ διά τοῦ σχήματος προσημαίνοντες». Θέλουμε δέ καί τόν τάφον πρός τήν καλήν παρηγορίαν.

Υπάρχουν και άλλα θέματα πού σχετίζονται με τον συνάνθρωπο. Τί αποφαίνεται η χριστιανική ηθική για τα θέματα της γενετήσιας ελευθερίας και ζωής και οικογένειας;

Στό κεφάλαιο αὐτό τρία θέματα γιά τήν χριστιανική ἠθική εἶναι τά βασικότερα. Εἶναι ἡ πορνεία, ἡ μοιχεία καί ἡ ὁμοφυλοφιλία. Βέβαια ὑπάρχουν καί ἄλλα, ὅπως εἶναι ὁ βιασμός, ἡ παιδεραστία, ὁ γυμνισμός, ἡ αἱμομειξία, ἡ προσβολή τῆς γενετήσιας ἀξιοπρέπειας, ἡ πορνογραφία ἀνηλίκων, ἡ κτηνοβασία, ἡ ἔκθεση καί τό ἐμπόριο βρέφους, ἡ ἐν γένει ἀσέλγεια καί ἀκολασία καί ἄλλα εἰδεχθῆ καί βδελυρά. Ὅλα αὐτά εἶναι ἀποδοκιμαστέα ἀπό τό Εὐαγγέλιο καί τήν ἐν γένει χριστιανική ἠθική. Ὡστόσο, λίγα περισσότερα νά διατυπώσουμε γιά τά τρία πρῶτα θέματα πού σᾶς ἀνέφερα. Καί τά τρία εἶναι μεγάλα ἁμαρτήματα. Ἡ πορνεία ἀποτελεῖ ἐκτροπή τῆς γενετήσιας λειτουργίας καί ἐξευτελισμός τοῦ προσώπου. Σαφῶς καταδικάζεται στήν Ἁγία Γραφή. Δεύτερον, ἡ μοιχεία, πού εἶναι ἁμάρτημα γιά τήν Ἐκκλησία, ἀλλά δέν εἶναι ἐγκληματική πράξη γιά τόν Ποινικό Κώδικα εἶναι ἡ γενετήσια σχέση τοῦ ἑνός ἀπό τούς δύο νομίμους συζύγους μέ ἕνα τρίτο πρόσωπο. Γιά τήν χριστιανική ἠθική εἶναι παράπτωμα. Ὁ Ἀπ. Παῦλος μᾶς λέγει ὅτι: «Τίμιος ὁ γάμος καί ἡ κοίτη ἀμίαντος» (=ἀμόλυντος). Σαφής, ἐν προκειμένῳ, εἶναι ἡ ἐντολή τοῦ Θεοῦ: «Οὐ μοιχεύσεις» (Ἐξ. 20,13). Καί τρίτον, ἡ ὁμοφυλοφιλία ἐπίσης γιά τήν Χριστιανική Ἠθική εἶναι ἁμαρτία. Θεωρεῖται, ὡς λέγει ὁ Ἀπ. Παῦλος, «πάθος ἀτιμίας καί ἀσχημοσύνης» καί πολύ χαρακτηριστικά ὑπογραμμίζει: «Μή πλανᾶσθε  οὔτε πόρνοι, οὔτε εἰδωλολάτραι, οὔτε μοιχοί, οὔτε μαλακοί, οὔτε ἀρσενοκοῖτες… βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσι». Κατά συνέπειαν, γι’ αὐτό καί ἡ Ἐκκλησία δέν δέχεται τόν γάμο τῶν ὁμοφυλοφίλων καί ὅ,τι σχετίζεται περαιτέρω μ’ αὐτόν, ὅπως π.χ. υἱοθεσία τέκνων κἄ.

-Υπάρχουν και άλλα θέματα στα οποία η χριστιανική ηθική αντιτίθεται;

Βέβαια καί ὑπάρχουν πολλά ἄλλα θέματα πού σχετίζονται μέ τήν τιμή καί τόν σεβασμό τῆς προσωπικότητας τοῦ συνανθρώπου μας, μέ ζητήματα τοῦ ἔννομου ἀγαθοῦ τῆς ἰδιοκτησίας, τῆς πρόκλησης κινδύνου, τῆς παράβασης καθήκοντος, ἀκόμη καί ζητήματα πού προσβάλλουν τό θρησκευτικό συναίσθημα καί τήν ἐν γένει ἐκκλησιαστική τάξη. Ἀναφέρω γιά τά τελευταῖα αὐτά ζητήματα τήν βλασφημία, τήν περιΰβριση τῶν συμβόλων, τήν ἀντιποίηση κἄ. Πρέπει ὡστόσο νά σᾶς πῶ ὅτι μερικά ἀπ’ ὅσα ἀναφέραμε ὡς ἀδικήματα τοῦ ποινικοῦ κώδικα δέν ὑπάρχουν πλέον, δηλαδή ἔχουν καταργηθεῖ ὡς ἐγκλήματα καί δέν ὑφίσταται ποινική δίωξη. Ὅμως ὑφίστανται γιά τήν χριστιανική ἠθική ὡς ἁμαρτήματα. Κλασικά παραδείγματα εἶναι ἡ μοιχεία καί ἡ βλασφημία. 

Με όλα αυτά που παρουσιάσατε έρχεται αυθόρμητα το ερώτημα. Μήπως η χριστιανική ηθική είναι απόκοσμος, αντικοινωνική, οπισθοδρομική και πολύ σκληρή για τον σύγχρονο άνθρωπο; Τελικά πού είναι η αγάπη της Εκκλησίας;

Εὔλογες ἀπορίες, ἀλλά λογικοφανείς. Ἡ χριστιανική ἠθική οὔτε ἀπόκοσμος εἶναι, οὔτε ἀντικοινωνική, μήτε ὀπισθοδρομική. Καί τοῦτο, ἐπειδή ἐνδιαφέρεται ἀσφαλῶς γιά τόν ἄνθρωπο πού ἔχει μπροστά του καί ὑπηρετεῖ. Ἀλλά ὀφείλουμε νά γνωρίζουμε ὅτι ἡ χριστιανική ἠθική δέν εἶναι παρωχημένη, γιατί ὁ ἄνθρωπος καί χθές καί σήμερα καί αὔριο εἶναι ὁ ἴδιος ὡς ὑπαρξιακό ὄν. Εἶναι ὁ ἄνθρωπος μέ σῶμα, ψυχή, λογική, συναισθήματα, μέ τήν φθαρτότητα καί τήν αἰωνιότητα. Τό τριμερές τῆς ὕπαρξης ὑφίσταται, ἤτοι τό λογικόν, ἡ διάκριση καλοῦ – κακοῦ, εὐσέβεια – ἀσέβεια, ἠθική – ἀνηθικότητα, τό ἐπιθυμητικό, ὁ πόθος, φιλοδοξία, φιληδονία, ἀγάπη καί τό θυμικόν, ἀνδρεία, μῖσος, φθόνος, τά πάθη. 

     Ἀπό τήν ἄλλη, ὑπάρχει καί τό κακό, ἡ ἁμαρτωλή κατάσταση. Καί ἡ ἁμαρτία εἶναι ἁμαρτία, ὅσο κι ἄν ἐπιδιώκουν μερικοί νά τήν καλύψουν, ἤ νά τήν νομιμοποιήσουν. Ἡ δέ ἁμαρτία, ὡς λέγει ὁ Ἱ. Χρυσόστομος «τέρπει πρόσκαιρα καί μαστίζει αἰώνια». Καί βέβαια, ἄν ποῦμε ὅτι «ἁμαρτίαν οὐκ ἔχομεν ἑαυτούς πλανῶμεν καί ἡ ἀλήθεια οὐκ ἐστίν ἐν ἡμῖν», θά μᾶς πεῖ ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης. Ὑπάρχει, λοιπόν, ἡ πολύμορφος καί εὐπερίστατος ἁμαρτία καί ἡ δουλεία ὡς αἰχμαλωσία σ’ αὐτή, ὅσο καί ἄν προσπαθοῦν γιά ὡραιοποίησή της ἤ μέ τήν παραπληροφόρηση νά ἐπιτύχουν χαμηλοῦ ἐπιπέδου ἐπιτεύγματα. Ἄλλωστε, τέχνη τοῦ διαβόλου εἶναι νά πεῖ στούς ἀνθρώπους ὅ,τι δέν ὑπάρχει τό κακό. Ὅσον ἀφορᾶ τό λεγόμενον, ὅτι ἡ χριστιανική ἠθική ἔχει σκληρές τρόπον τινα ἐπιταγές, στό σημεῖο αὐτό, ἰσχύουν δύο παρατηρήσεις: Πρῶτον, ἡ χριστιανική ζωή δέν εἶναι εὔκολη ὑπόθεση. Τό λέγει ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὅτι «στενή ἡ πύλη καί τεθλιμμένη ἡ ὁδός ἡ ἀπάγουσα εἰς τήν ζωήν καί ὀλίγοι εἰσίν οἱ εὑρίσκοντες αὐτήν». Καί δεύτερον, ἡ χριστιανική διδασκαλία καί ἠθική εἶναι θά λέγαμε ἡ πατρίδα τῆς ἀλήθειας. Δέν ψεύδεται. Δέν ἔχει ὑποκρισία, ἀντιφάσεις καί πεπλανημένες θέσεις. Λέγει τό ὀρθόν κατά Θεόν. Ποιό εἶναι τό σωστό. Τό δίκαιο, τό εὐσεβές.

     Καί ἡ ἀγάπη, ρωτᾶτε. Ἀκριβῶς ἡ χριστιανική ἠθική εἶναι ὅλη ἀγάπη, ὅσο κι ἄν αὐτό φαίνεται ἐκ πρώτης ὄψεως παράδοξο. Θά θέσω τό ἐρώτημα: Ἡ χριστιανική ἠθική ἀπό ποῦ ἀπορρέει; Καί ἡ ἀπάντηση: Ἀπό τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ καί «ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί». Ἡ ἴδια ἡ ποιμαίνουσα ἐκκλησία εἶναι ἡ ἱστορία τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ γιά τόν ἄνθρωπο. Λοιπόν, ὁ Θεός συγκαταβαίνει καί ὁ ἄνθρωπος ἀνυψώνεται. Βλέπουμε ὅτι βασικό της μέλημα συνεχῶς, αἰῶνες τώρα, εἶναι ἡ μετάνοια τοῦ ἀνθρώπου. «Ἀληθεύοντας ἐν ἀγάπῃ» θά μᾶς πεῖ ὁ Ἀπ. Παῦλος. Δηλαδή, ἡ Ἐκκλησία μέ τήν διδασκαλία της δείχνει τήν αὐθεντική ἀγάπη, λέει τήν ἀλήθεια. Ἄλλο εἶναι τό φαινόμενο τῆς ἀγαπολογίας, κενά λόγια περί μιᾶς δῆθεν ἀγάπης. Ἔτσι ἡ χριστιανική ἠθική δέν εἶναι ὀπισθοδρόμηση καί σκοταδισμός. Μεταμορφώνει πραγματικά, οὐσιαστικά, αὐθεντικά τόν ἄνθρωπο. Αὐτή εἶναι ἡ πορεία τῆς Ἐκκλησίας μέ τήν ἠθική της. Παραλαμβάνει τίς φθαρμένες εἰκόνες τοῦ Θεοῦ, ὅποιες καί ὅπως κ’ ἄν εἶναι αὐτές καί τίς ἀναγεννᾶ, τίς ἀνακαινίζει, τίς ξαναπλάθει πρός τήν θέωση. Δέν δείχνει καμμία κακία γιά τόν ἁμαρτωλό ἄνθρωπο. Συμπονᾶ, δακρύζει, σκύβει καί περιποιεῖται τήν πληγή, ἐπιχέει «ἔλαιον καί οἶνον». Θεραπευτήριο ψυχῶν εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Ἀγάπη ἀκριβῶς προσφέρει καί τήν ἁμαρτία ἀποκρούει. Προσβλέπει πάντοτε στή σωτηρία τῆς ψυχῆς, γι’ αὐτό καί καταδεικνύει τίς ἐνίοτε παρουσιαζόμενες ἀστοχίες στίς ποικίλες ἐπιλογές ζητημάτων ἤθους. Καί βέβαια, τό σπουδαιότερο τῆς Ἐκκλησίας διά τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας καί ἠθικῆς της εἶναι ἡ θεοκοινωνία. Ἐνδιαφέρεται πώς ὁ ἄνθρωπος θ’ ἀρέσει στό Θεό καί πώς θά φυλάττει τίς θεῖες ἐντολές. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος θἆναι μακάριος. Γι’ αὐτό δέν ἔχουν νόημα τά τέρποντα λόγια, ἀλλά τά ὠφελοῦντα τήν ψυχή μας. 

     Καί κατόπιν ὅλων αὐτῶν πού σᾶς εἶπα, ἀφοῦ σᾶς εὐχαριστήσω γιά τήν συνέντευξη, θέτω καί ἐγώ ἕνα ἐρώτημα. Νομίζω εἶναι τό μεῖζον. Τί θέλουμε, ὑπακοή στό θέλημα τοῦ Θεοῦ ἤ μιά ζωή μακρυά ἀπ΄ τό Θεό; Ἡ ἐπιλογή γίνεται καθημερινά καί βέβαια ἀνήκει στό αὐτεξούσιό μας καί ἀσφαλῶς καί μέ τούς ἀνάλογους καρπούς. Πικρούς ἤ γλυκεῖς. Ἀλλά νά ξέρουμε ὅμως καί κάτι ἄλλο. Ἡ χριστιανική ἠθική εἶναι ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ. Καί ὁ Θεός «οὐ μυκτηρίζεται», δέν ἐμπαίζεται, ὡς λέγει ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν Παῦλος, οἱ δέ πνευματικοί νόμοι ὑπάρχουν καί λειτουργοῦν. Γι’ αὐτό ἰσχύει: «Οὐκ ἐκπειράσεις Κύριον τόν Θεόν» ἀλλά «τήρησον τάς ἐντολάς». Αὐτό καί εὔχομαι μέσα ἀπό τά βάθη τῆς καρδιᾶς μου.