Ἡ εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἐμφανίσθηκε στίς 8 Αὐγούστου τοῦ 1314, στόν ἱεράρχη τοῦ Ροστώβ, Πρόχορο.
Πηγαίνοντας γιά τήν Ἐπισκοπή του ὁ Ἅγιος Πρόχορος, ἐπισκέφθηκε τά περίχωρα τῆς Λευκῆς Λίμνης καί ἀπό ἐκεῖ ταξίδεψε στίς ὄχθες τῶν ποταμῶν Βόλγα καί Σέκσνα. Μόλις ἔπεσε ἡ νύχτα, λίγο ἔξω ἀπό τό Γιαροσλάβλ, σταμάτησε τό ταξίδι τους μέχρι να ξημερώσει.
Τά μεσάνυχτα, ὅταν ὅλοι κοιμόντουσαν, ὁ Ἅγιος ξύπνησε ἀπό ἕνα πολύ λαμπρό φῶς, τό ὁποῖο φώτιζε τήν περιοχή. Τό φῶς ἦταν μία πύρινη στήλη ἡ ὁποία ἔφτανε μέχρι τήν ἄλλη ὄχθη τοῦ ποταμοῦ. Ὁ γέροντας πῆρε τό ραβδί του καί πέρασε στήν ἀπέναντι ὄχθη καί ἀφοῦ πλησίασε τήν πύρινη στήλη, εἶδε ἐπάνω της τήν εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου νά αἰωρεῖται στόν ἀέρα. Ἔκπληκτος ἀπό τό θαῦμα αὐτό, ὁ Ἅγιος, προσευχήθηκε καί ἔφυγε, ξεχνόντας τό ραβδί του στό σημεῖο.
Τήν ἐπόμενη ἡμέρα, ὅταν ἐτοιμάζονταν νά συνεχίσουν τό ταξίδι τους με τό πλοῖο, ὁ Ἅγιος ἔψαχνε τό ραβδί του. Θυμήθηκε ὅτι τό εἶχε ξεχάσει τό προηγούμενο βράδυ στήν ἀπέναντι ὄχθη. Αφοῦ διηγήθηκε ὅλη τήν ἱστορία πού ἔζησε, ἔφυγαν ἡ συνοδεία του μέ μία βάρκα γιά τήν απέναντι ὄχθη, γιά να βροῦν τό ραβδί τοῦ γέροντα. Μόλις ἐπέστραψαν, εἶπαν ὅτι εἶδαν μία εἰκόνα κρεμασμένη στα κλαδιά ἑνός δέντρου, ἀκριβῶς ἐπάνω ἀπό τό σημεῖο πού βρῆκαν τό ραβδί.
Ὁ Ἅγιος πέρασε γρήγορα μέ τήν συνοδεία του στήν ἀπέναντι ὄχθη καί ἀναγνώρισε ἀμέσως τήν εἰκόνα πού εἶχε δεῖ τό προηγούμενο βράδυ. Αφοῦ προσευχήθηκαν, καθάρισαν τό σημεῖο στό δάσος πού βρῆκαν τήν εἰκόνα καί ξεκίνησαν νά φτιάξουν τά θεμέλια μία μικρῆς ἐκκλησίας.
Ὅταν ἔμαθαν οἱ κάτοικοι τοῦ Γιαροσλάβλ τό γεγονός, κατεύθασαν στό σημεῖο γιά να βοηθήσουν στό κτίσιμο τῆς ἐκκλησίας, τό ὁποῖο τελείωσε μέχρι το μεσημέρι. Το ἴδιο βράδυ, ὁ Ἅγιος Πρόχορος, καθιαγίασε τόν ναό πρός τιμής τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου και τοποθέτησε τήν εἰκόνα, ὁτήν ἡμερομηνία τῆς τιμήσεώς της, τήν ἴδια ἡμερομηνία που βρέθηκε ἡ Ἁγία εἰκόνα (8 Αὐγούστου). Ἀργότερα, ὁ Ἅγιος Πρόχορος ἔκτισε τό μοναστήρι τῆς Τόγκα, κοντά στό σημείο τῆς ἐκκλησίας.
Ἡ Σύναξη ἐπαναλαμβάνεται καί τήν 8η Αὐγούστου.