Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἀλβανός ἔζησε στήν πόλη Βερουλάμ καί ἦταν εἰδωλολάτρης στρατιώτης τοῦ Ρωμαϊκοῦ στρατοῦ τῆς Βρεττανίας.
Ὁ Ἅγιος Βεδέας γράφει ὅτι ὁ Ἅγιος Ἀλβανός ἔζησε καί ἄθλησε ἐπί αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.), ἄν καί οἱ σύγχρονοι ἱστορικοί ἔχουν ἐκφράσει τήν ἄποψη ὅτι πρέπει νά ἔζησε κατά τήν διάρκεια τῶν διωγμῶν τῶν αὐτοκρατόρων Δεκίου (254 μ.Χ.) ἤ Σεπτιμίου Σεβήρου (209 μ.Χ.).
Κατ’ αὐτή τήν μαρτυρική περίοδο ὁ Ἅγιος Ἀλβανός προσέφερε φιλοξενία καί καταφύγιο στόν διωκόμενο χριστιανό ἱερέα Ἀμφίβαλο, τοῦ ὁποίου ἡ ἁγιότητα τόση ἐντύπωση τοῦ ἔκανε, ὥστε τόν παρακάλεσε νά τόν κατηχήσει καί νά τόν βαπτίσει. Καί ἔτσι ἔγινε!Λίγο ἀργότερα διέρρευσε ἡ πληροφορία ὅτι ὁ ἱερέας κρυβόταν στήν οἰκία τοῦ Ἁγίου. Ὁ κυβερνήτης ἔστειλε ἀμέσως ἀπόσπασμα, γιά νά τόν συλλάβει. Ὁ Ἅγιος φυγάδευσε τόν ἱερέα, γιά νά κηρύξει ἄλλοῦ τό σωτηριῶδες μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου, καί, ἀφοῦ φόρεσε ὁ ἴδιος τά ἱερατικά ἐνδύματα, παραδόθηκε στούς στρατιῶτες, οἱ ὁποῖοι τόν ἀποκεφάλισαν.
Στόν τόπο τοῦ μαρτυρίου τοῦ Μάρτυρος Ἀλβανοῦ ἀνοικοδομήθηκε μεγάλη μονή. Μαρτυρικά τελειώθηκε καί ὁ Ἅγιος Ἀμφίβαλος.