Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης, ὁ διά Χριστόν Σαλός, ἔζησε τόν 16ο αἰῶνα μ.Χ. στή Μόσχα καί γεννήθηκε στά περίχωρα τῆς πόλεως Βολογκντά. Σέ νεαρά ἡλικία μετέφερε νερό καί συνδίαζε τήν βαρειά ἐργασία του μέ τήν προσευχή, τήν ἄσκηση καί τή νηστεία. Λίγο ἀργότερα μετέβη στό Ροστώβ καί ἄρχισε νά ζεῖ ὡς σαλός. Φόρεσε βαρειές ἁλυσίδες μέ κομμάτια χαλκοῦ καί περιφερόταν μέσα στόν κόσμο χωρίς νά τόν πτοοῦν οἱ ἀποδοκιμασίες καί τά εἰρωνικά σχόλια τῶν ἀνθρώπων. Στό κεφάλι φοροῦσε ἕνα σιδερένιο σκοῦφο πού τό βάρος του τοῦ προκάλεσε τύφλωση! Γι’ αὐτό καί τόν φώναζαν «σιδεροσκούφη». Περιφερόταν χωρίς ἐνδύματα καί σχεδόν γυμνός, ἀκόμη καί στόν παγετό, στήν Μόσχα καί προέβλεψε τίς μεγάλες δοκιμασίες τοῦ λαοῦ ἀπό τήν εἰσβολή τῶν Πολωνῶν. Τό προορατικό του χάρισμα τόν εἶχε κάνει ἰδιαίτερα σεβαστό στούς πιστούς, , ὅμως ἔμεινε στήν ἱστορία γιά τόν ἔλεγχο πού ἄσκησε στόν τσάρο Μπόρις Γκουντούνωφ, τόν ὁποῖο ὁ λαός ὑποπτευόταν γιά τή δολοφονία τοῦ 9χρονου Τσάρεβιτς Δημητρίου, υἱοῦ τοῦ Ἰβάν Δ’ τοῦ Τρομεροῦ. Ὁ Ἀλέξανδρος Πούσκιν στήν Τραγωδία «Μπόρις Γκουντούνωφ» μεταφέρει τή σκηνή τῆς συναντήσεως τοῦ Ἰωάννου μέ τόν τσάρο, στήν πλατεῖα μπροστά στόν Καθεδρικό Ναό.
Προεῖδε τόν θάνατό του καί τρεῖς ἡμέρες πρίν, προετοιμαζόμενος νά φύγει ἀπό αύτόν τόν κόσμο, ἔβγαλε τίς ἁλυσίδες, πλύθηκε στά δημόσια λουτρά, σταύρωσε τά χέρια του στό στῆθος καί κοιμήθηκε εἰρηνικά.
Κατά τήν ἐξομολόγησή του ζήτησε νά ἐνταφιασθεῖ στό ναό τῆς Ἁγίας Σκέπης δίπλα στόν διά Χριστόν Σαλό Ἅγιο Βασίλειο. Τό ἱερό λείψανό του ἀποκαλύφθηκε ἔφθαρτο σέ μία κρύπτη ἑνός παρεκκλησίου τοῦ Καθεδρικοῦ Ναοῦ, στίς 12 Ἰουνίου 1672 καί κατατέθηκε στόν Καθεδρικό Ναό τοῦ Ἁγίου Βασιλείου τῆς Μόσχας.