Ἀπὸ ποῦ καταγόταν καὶ πότε ἔζησε ὁ Ὅσιος Βαρνάβας δὲν γνωρίζουμε. Δυστυχῶς στὴ χειρόγραφη Ἀκολουθία του δὲν ὑπάρχει Συναξάρι. Καὶ στὴ Βάσα, ὅπου ἔζησε καὶ ἀσκήτεψε, δὲν ὑπάρχουν ζωντανὲς παραδόσεις γιὰ τὸ βίο του. Ὁ Κύπριος χρονογράφος Λεόντιος Μαχαιρᾶς, ποὺ στὸ Χρονικόν του γράφει καὶ γιὰ τοὺς Ἁγίους ποὺ ἔζησαν στὴν Κύπρο ἢ ἦλθαν ἀπὸ γειτονικὲς χῶρες σ’ αὐτή, ἀναφέρει ὅτι ὁ Ὅσιος Βαρνάβας ὑπῆρξε ἕνας ἀπὸ τοὺς 300 κληρικοὺς καὶ λαϊκούς, ποὺ εἶναι γνωστοὶ μὲ τὸ ὄνομα Ἀλαμανοὶ καὶ ποὺ κατέφυγαν στὴν Κύπρο μετὰ τὴν κατάληψη τῆς Παλαιστίνης ἀπὸ τοὺς Σαρακηνούς. Ὅμως ὁ ὑμνογράφος του, στὸ Δοξαστικὸ τῶν Αἴνων, γράφει: «Τῶν μοναστῶν τὴν καλλονήν, καὶ τῶν Βάσεων βλάστημα καὶ κλέος...», πράγμα ποὺ δείχνει πὼς ὁ Ὅσιος ἦταν γέννημα καὶ θρέμμα καὶ δόξα τῆς Βάσας.
Ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία ἡ ψυχή του, γεμάτη καλοσύνη καὶ εὐσέβεια, ἐξεκουραζόταν μονάχα στὴ μελέτη τοῦ Νόμου τοῦ Θεοῦ καὶ ἐκαλλιεργοῦσε τὸ χαρακτήρα του. Μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο ἀπέκτησε ἦθος καὶ σεμνότητα.
Ὁ Ὅσιος Βαρνάβας, σύμφωνα μὲ τὶς τοπικὲς παραδόσεις καὶ τὴν Ἀκολουθία του, ἀσκήτεψε σὲ ἕνα σπήλαιο, ποὺ εὑρίσκεται στὰ Δυτικὰ τοῦ χωριοῦ καὶ στὴ ρίζα ἑνὸς πέτρινου γκρεμοῦ ἀπὸ ἄσπρα ὑδατώδη πετρώματα, καὶ ἔζησε μιὰ ζωὴ δοσμένη ἐξ ὁλοκλήρου στὸν Θεὸ καὶ στὴ δόξα τοῦ Θεοῦ.
Ἔτσι διακρίθηκε σὲ ὅλα στὴν ἀσκητική του πολιτεία καὶ μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ ἔγινε ἡ φωτεινὴ λαμπάδα, ποὺ σκορποῦσε τὸ γλυκὸ φῶς της ὁλόγυρα. Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν τακτικὴ μελέτη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, ἐπερνοῦσε πολλὲς ὧρες μὲ τὴν προσευχή. Ἡ μελέτη, ἡ προσοχή, καὶ Ἡ αὐστηρὴ νηστεία ἦταν τὰ ὅπλα μὲ τὰ ὁποῖα καθημερινὰ ἀγωνιζόταν. Γίνεται συνόμιλος τῶν Ἀγγέλων καὶ ἰσάγγελος ἐπὶ τῆς γῆς. Ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ τὸν ἐπεσκίασε πλουσιοπάροχα καὶ τὸν κατέστησε καὶ ἐδῶ στὴ γῆ ἀκένωτη πηγὴ θαυμάτων καὶ εὐεργεσιῶν. Μὲ πνεῦμα πραότητος καὶ δύναμη λόγου ἐδίδασκε ἀκούραστα κάθε φορὰ ἐκείνους πού, ὡς διψασμένα ἐλάφια, κατέφευγαν στὸ σπήλαιό του, γιὰ νὰ τὸν ἰδοῦν καὶ νὰ τὸν συμβουλευθοῦν γιὰ τὴν σωτηρία τους.
Ἐκεῖ στὸ σπήλαιο αὐτὸ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη ὁ Ὅσιος Βαρνάβας. Ἕνα μεγάλο θαῦμα συνόδευσε κατὰ τὸν ὑμνογράφο τὴν κοίμησή του. «Θαῦμα
ὑπὲρ ἔννοιαν ἐν τῇ κοιμήσει σου γέγονεν, ὁσιόφρον θεσπέσιε, ἡνίκα τὸ
πλῆθος τῶν Βάσεων ἐπέστη ἀθρόον, ὥσπερ γὰρ ἥλιος τὸ πρόσωπόν σου
ἐξανατέταλκεν».
Ἀπὸ
τὰ ἱερὰ λείψανα τοῦ Ὁσίου φυλάσσονται τεμάχια καὶ ἡ τίμια κάρα αὐτοῦ
στὸ ναὸ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Βάσας. Ἐπίσης στὸ ναὸ αὐτὸ
εὑρίσκονται καὶ δύο εἰκόνες τοῦ Ὁσίου, μία παλαιὰ καὶ μία νεώτερη, ποὺ
εἰκονίζει τὸν Ὅσιο νὰ φέρει τούτη τὴν ἐπιγραφή: «Ἰησοῦ μνήμη φωτίζει τὸν νοῦν καὶ ἐκδιώκει τοὺς δαίμονας».
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’.
Χαίρει ἔχουσα Βάσεων πόλις, θείαν λάρνακα τῶν σῶν λειψάνων, ἀναβρύουσαν πηγᾶς τῶν ἰάσεων, καὶ διασῴζουσαν πᾶν τᾶς ἐκ θλίψεων, τοὺς σοὶ προστρέχοντας, πάτερ, ἐκ πίστεως Βαρνάβα ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.